Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Νεοκλής Δημόπουλος

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Νεοκλής Δημόπουλος                                                  

ΕΚΛΕΙΨΗ ΣΕΛΗΝΗΣ

Κάθε βράδυ, που περίμενε το λεωφορείο, τη χάζευε πίσω από την τζαμαρία της βιτρίνας να δεσμεύει τo φως από τα λαμπιόνια και να υψώνεται φεγγάρι του Γενάρη.  

Στα μάτια της έτρεχε ένα ποτάμι φουσκωμένο, το κραγιόν μάτωνε τα χείλη της και τα ρέστα σπαρταρούσαν στα δάχτυλά της λυπημένα, σαν να μην ήθελαν να την αποχωριστούν. 

Και πάντα σχεδίαζε τα λόγια, όταν θα της μιλούσε, να τρέξουν νεράκι, να μην προδοθεί η αμηχανία του και γίνει ρεζίλι των σκυλιών. 

Μάταια την έψαξε το άλλο βράδυ, γιατί είχε έκλειψη σελήνης, είπαν οι ειδήσεις, και την είχε βαφτίσει Λούνα, όπως συνήθιζε από μικρός, που έβγαζε   δικά του ονόματα στις γυναίκες, για να τις αισθάνεται κατάδικές του. 

Και περνούσαν το ένα μετά το άλλο τα λεωφορεία και η βιτρίνα άρχισε να σκοτεινιάζει και τα λόγια του αξόδευτα έπεφταν στο πλακόστρωτο της Πατησίων, όπως κυλάει ένα κέρμα, που δεν σκύβει κανείς να το μαζέψει.

ΗΣΙΟΔΕΙΟΝ ΑΡΟΤΡΟΝ

Είχε ακούσει, βεβαίως, για το ησιόδειο άροτρο και μπορούσε να ετυμολογήσει με ασφάλεια τη λέξη αλέτρι, αραδιάζοντας, μάλιστα, και τα ομόρριζα. Κατά πως φαινόταν οι εμμονές του πατέρα του στα φιλολογικά είχαν πιάσει τόπο κι έκοβε η γλώσσα του σπαθί. Ωστόσο ο ιατροδικαστής δυσκολεύτηκε μέχρι να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα στην αλετροπόδα και το υνί. Είχε και τον Γκραβαρίτη ανθυπομοίραρχο στενό μαρκάρισμα: «Είναι ξεκάθαρα ατύχημα. Μια  στις χίλιες να συμβεί, δεν λέω, αλλά ατύχημα. Όσο κι αν στύψεις το μυαλό, δεν θα βρεις κίνητρα για εγκληματική ενέργεια. Ο μακαρίτης δεν είχε έχθρητες και νιτερέσα, δουλειά και σπίτι ο βίος του. Όργωνε το χωράφι ο δόλιος και άγνωστο γιατί το άλογο πρόγκηξε και δεν μπόρεσε να το καλμάρει, διπλώθηκε με τα λουριά και σούρθηκε κάμποσα μέτρα, σαν τον αρχαίο Έκτορα. Η αλετροπόδα τον βρήκε κατάστηθα και του τρύπησε την καρδιά και από ‘δω παν κι οι άλλοι… Ασχολήσου μόνο με την αιτία θανάτου, οι συνθήκες είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο…».

Στο καφενείο ο καθένας έλεγε το κοντό και το μακρύ του, αφού δεν πλήρωνε φόρο. Κι ένας άντρας στα ντουζένια του, παραδομένος ήδη  στη νεκρική ακαμψία, ήταν έτοιμος να καταχωριστεί σε μια έκθεση με σφραγίδες και αριθμό πρωτοκόλλου. Είχαν μεριμνήσει επί τούτου καμιά εικοσαριά φράσεις, στριμωγμένες σε μια κόλα χαρτί, που μιλούσαν περί διαγραμμάτου  για την αιτία θανάτου, χωρίς να βγάζουν ήχο. Ο ιατροδικαστής έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του, ευγνωμονώντας τις λέξεις, που τον ξελάσπωσαν και οι συνθήκες θανάτου μετακόμισαν στον ενταύθα Σταθμό της Βασιλικής Χωροφυλακής, προκειμένου να διερευνηθούν συμφώνως τω νόμω. Στο μεταξύ ο αγροτικός γιατρουδάκος, που παραστεκόταν στη νεκροψία, ξανάβρισκε σιγά-σιγά το αίμα, που του είχε κοπεί και  στο καφενείο  χαμήλωναν οι συζητήσεις και τα  ποτήρια άρχισαν να  βαραίνουν. Από τη σπασμένη τζαμαρία έμπαινε η παγωνιά της  νύχτας.

Με τον καιρό η ιστορία ξεχάστηκε και ξεσπιτώθηκε από τη γλώσσα. Ο αρμόδιος εισαγγελέας με τη σύμφωνη γνώμη του προϊσταμένου του αρχειοθέτησε την υπόθεση. Ο ιατροδικαστής μετατέθηκε σε μεγαλύτερη πόλη, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού την πλούσια τα ελέη ζωντοχήρα, που ανυπερθέτως θα έψαχνε για καινούργιο γαμπρό. Ο ανθυπομοίραρχος τοποθετήθηκε σε πιο νευραλγικό πόστο, που εξασφάλιζε λαμπρή υπηρεσιακή εξέλιξη. Ο αγροτικός γιατρουδάκος άρχισε να ειδικεύεται με επιτυχία στη χειρουργική. Ο πατέρας του  μακαρίτη μαράζωσε με τον καημό του, ενώ η χήρα και τα ορφανά πορεύτηκαν τον δρόμο τους, γιατί η ζωή δεν μπορούσε να περιμένει. Το άλογο πουλήθηκε, αλλά κανένας δεν άγγιξε τα λεφτά, γιατί ήταν ματωμένα. Το αλέτρι το τσούρνεψαν οι γύφτοι για παλιοσίδερα και το χωράφι έμεινε χέρσο μ’ ένα τσίγκινο εικονοστάσι να θυμίζει το κακό. Το ράγισμα στη βιτρίνα του καφενείου επιδιορθώθηκε και ο ήχος της τηλεόρασης, που δεν έσβηνε ποτέ, σκέπαζε τις κουβέντες.

Κι ένα μαχαίρι στο σχήμα της αλετροπόδας σκούριαζε κρυμμένο με στομωμένη τη λεπίδα του. Και εκείνος, που κάποτε το είχε ζωσμένο στη μέση του, αφού έχυσε μαύρο δάκρυ στην κηδεία και άφησε αξούριστα τα γένια του σαράντα μέρες, σταμάτησε τα πάρε-δώσε με τους χωροφύλακες και ξεκίνησε να διαβάζει συναξάρια αγίων και να σταυροκοπιέται. «Στην καρδιά, λες κι ήταν χτύπημα με χειρουργική ακρίβεια, σαν να φανέρωνε γνώσεις ανατομίας…».

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου