Σήμερα 25/5/25, αναρτώνται παιγνιώδη/σατιρικά ποιήματα του Νίκου Γκάτσου.
Ο ΣΑΜ Ο ΤΖΟΝΝΥ ΚΙ Ο ΙΒΑΝ
Ο Σαμ ο Τζόννυ κι ο Ιβάν
σε μαύρη θάλασσα τραβάν
κρυφά να κουβεντιάσουνε
τον κόσμο να μοιράσουνε.
Αναστενάζουν οι λαοί
μα εκείνοι τώρα σαν θεοί
παίζουν τη γη στα χέρια τους
και δείχνουν τα μαχαίρια τους.
Ιβάν σου δίνω, λέει ο Σαμ,
απ’ όσα βλέπεις τα μισά
μα μην ξεχνάς τον Τζόννυ μου
που ’ναι γονιός κι αγγόνι μου
που ’χε παλάτια τρίπατα
και δεν του μένει τίποτα.
Σύντροφε Σαμ, λέει ο Ιβάν,
είναι τα λόγια σου ακριβά
μα σε καινούργια χαρτωσιά
μην κάνεις άλλη μπαμπεσιά
γιατί το βιός μου χάλασα
να βγω κι εγώ στη θάλασσα.
Και του Καυκάσου οι αστραπές
με τον παλιό τους γύπα
κλαίγαν για τούτες τις ντροπές
και γι’ άλλες που δεν είπα.
Μα ο Σαμ ο Τζόννυ κι ο Ιβάν
βάζουν το σκούφο τους στραβά
κι ώσπου να φαν ώσπου να πιουν
και παραμύθια να μας πουν
τον κόσμο τον μοιράσανε
και δε μας λογαριάσανε.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΜΙΚΣ
Δε διάβασα τον Προυστ
δεν ξέρω τον Τολστόι
ακούω μόνο ουστ
απ’ το μισό μου σόι.
Απ’ τ’ άλλο μου μισό
ακούω ουστ και άντες
δε διάβασα Ρουσσώ
δεν ξέρω τον Θερβάντες.
Δεν είδα τον Νταλί
δεν ξέρω τον Πικάσσο
συγχίστηκα πολύ
και μου ’ρχεται να σκάσω.
Δεν είδα τον Μανέ
δε σπούδασα τον Γκόγια
με λένε κουνενέ
κι από τα δυό μου σόγια.
Δεν ξέρω τον Ραμώ
δεν άκουσα Στραβίνσκι
τα βράδια προτιμώ
παγάκια με ουίσκυ.
Δεν ξέρω τον Γκουνώ
δεν άκουσα ντε Φάλια
το γούστο μου φτηνό
και τα μυαλά μου χάλια.
Είμ’ ένα παιδί κουτό κι αμόρφωτο
όλοι με φωνάζουν αδιόρθωτο
μα ’χω για κανόνα μου απαράβατο
κόμικς να διαβάζω κάθε Σάββατο.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΗΣΙΩΝ
Τη μέρα που γεννήθηκα με πήρανε τρεις γύφτοι
και στράτα στράτα μ’ έφεραν εδώ στον Ποδονίφτη.
Τα σπίτια τότε φτωχικά ξεσκέπαστο το ρέμα
το γάλα είταν όνειρο και παραμύθι η κρέμα.
Μα μένα μου ’δωσε η ζωή λαχταριστές καμπύλες
που για τους άντρες άνοιγαν των ουρανών τις πύλες.
Και λέγανε στενάζοντας καθώς με παίρναν πρέφα
εσύ κερδίζεις μάνα μου και κύπελο Ουέφα.
Απ’ αριθμούς και γράμματα δε σκάμπαζα ούτε λέξη
κι ένα παιδί της γειτονιάς που ’χα μαζί του μπλέξει
έπαιζε μου ’πε ακκορντεόν σε μια μικρή ορχήστρα
και με το ζόρι μ’ έβαλε να γίνω τραγουδίστρα.
Βγήκα στο πάλκο μια βραδιά κι ω θαύμα των θαυμάτων
πάψαν των σκύλων οι φωνές κι οι τσαχπινιές των γάτων.
Και μου ’λεγαν οι φίλοι μου παιδιά του εργοταξίου
εσύ μασάς τη Μοσχολιού και τρως την Αλεξίου.
Με τον καιρό βαρέθηκα τον ακκορντεονίστα
τα λόγια του μου φέρνανε και κούραση και νύστα.
Γι’ αυτό κι εγώ παντρεύτηκα με κάποιο συνταξιούχο
κι έχω σπιτάκι καθαρό σιδερωμένο ρούχο.
Κι έμαθα σαν παράτησα του τραγουδιού τα φάλτσα
να φτιάχνω φίνο μουσακά και μακαρόνια σάλτσα.
Κι όλοι μου λένε σε γιορτές σε γάμους σε βαφτίσια
εσύ θα γίνεις Παναγιά μια μέρα στα Πατήσια.
Εμένα λόγια μη μου λες
(Μη με κατακρίνεις)
Εμένα λόγια μη μου λες και μη με περιπαίζεις
μπορεί μια μέρα να με δεις διευθυντή Τραπέζης
αβέρτα τα χιλιάρικα στους φίλους μου θα δίνω
και με λουλά πολίτικο το ναργιλέ θα πίνω.
Τι πράμα είν’ ο άνθρωπος δεν το ’χω καταλάβει
εκεί που σβήνει πυρκαγιές άλλες φωτιές ανάβει
κι αν του φερθεί μπαμπέσικα η τύχη του η ρουφιάνα
πατέρα κάνει τον καιρό και την ελπίδα μάνα.
Γι’ αυτό ξηγήσου φρόνιμα και μη με κατακρίνεις
μα στην καινούργια μοιρασιά κουράγιο να μου δίνεις
γιατί άμα πέσουν τα χαρτιά και δεν πετύχω άσσο
καλογεράκι θα γινώ και θα φορέσω ράσο.