Scroll Top

Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου “Αποστάτες Άγγελοι” | Παρουσίαση από την Αγάθη Γεωργιάδου

“Αποστάτες Άγγελοι”, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2024

Κωδικός-ISBN: 9786182080931

Γράφει η Αγάθη Γεωργιάδου

Εν αρχή ην ο λόγος. Όχι ως θεϊκή δύναμη, αλλά ως λογική και γλώσσα· ως ποιητική τέχνη που υφαίνει το όνειρο και το φως, μα βρίσκει τον πιο αληθινό της τόνο εκεί όπου η λύπη ανθίζει. Που μιλά υπαινικτικά και μεταφορικά για ό,τι πονά, για ό,τι χάνεται, για την ηχώ των συναισθημάτων. Που γίνεται ο αντίλαλος της σιωπής και η απόπειρα να δοθεί μορφή σε ό,τι χάθηκε μέσα στο σκοτάδι του νου. Να μιλήσει για το παράλογο, για έναν κόσμο καθόλου αγγελικά πλασμένο, για κείνους που έχουν βυθιστεί στο ασυνείδητο.

Αυτοί είναι οι αποστάτες άγγελοι, οι έκπτωτοι δαίμονες που παλεύουν με ανύπαρκτες φωνές και ζουν στη σκοτεινή πλευρά της ζωής. Άνθρωποι εγκλωβισμένοι στον κόσμο των ψευδαισθήσεων, στις παρυφές της λογικής. Κι ενώ η εκκλησία αναμένει την επιστροφή τους, οι αποστάτες άγγελοι της πρώτης ποιητικής συλλογής της Πωλλέτας Ψυχογυιοπούλου από τις εκδόσεις Κουκκίδα και με την εξαίρετη εικαστική φροντίδα της Μαρίας Μελίτας Ψυχογυιοπούλου, δεν έχουν δρόμο επιστροφής. Έχουν, όμως, ακέραιη την αγάπη, την τρυφερότητα και την ενσυναίσθηση της ποιήτριας, που τους προσφέρει απλόχερα–με τέχνη περισσή– μια θαυμαστή εστία για να αναπαύσουν τις αγωνίες τους.

Η ποίηση αρχίζει με έναν θάνατο και ξετυλίγεται μέσα από αλλεπάλληλους θανάτους. Στην οθόνη του υπολογιστή τα δάχτυλα της ποιήτριας πληκτρολογούν κι από το παρελθόν αναδύονται φωτεινές οικογενειακές εικόνες—εκείνες οι στιγμές που όλα έμοιαζαν όμορφα κι ανέφελα. Η «αγγελοκάμωτη» μητέρα, που κοιτά «εύχαρις τον φακό», κι ο πατέρας που, κρατώντας το χέρι της, «αναγέρνει το κεφάλι του / εύδηλα ερωτευμένος». Ο φακός παγιδεύει μια πραγματικότητα φυσικής και λογικής τάξης, προτού ξεσπάσει η θύελλα που θα σαρώσει τα πάντα («Φωτογραφικό κλικ», σ. 20).

Έπειτα, η ποίηση πλημμυρίζει με θλίψη και μαύρο χρώμα: μαύρος ο φιόγκος, μαύρο το τυρπάν, μαύρη η πλερέζα· η φύση νεκρή, η ομορφιά νεκρή, τα μαυροπούλια νεκρά, το σκοτάδι άφεγγο. «Το σπίτι τιτιβίζει θάνατο» («Κίτρινο νεκρό», 23), «κρώζουν κύματα θανάτου / ακαταπαύστως» («Μωβ», 24). Στο ομιχλώδες τοπίο του μυαλού, σμιλεύονται «ονειροζώα σε ξύλο / με καλέμι το αλάτι» (Εικονο-στάσεις, σελ. 15):

Φτερά σταχτιά πάνω
σε πέτρα,
φωλιά σε κοχύλι,
καβούκι χελώνας
με αυγά φιδιών
ανεμώνες και κάκτοι,
συμβιώνουμε ως ένα.

Επιβάλλουν στον χώρο
τη δική τους σιωπή,
αναμένοντας την Ανάσταση.

«Στο σύμπαν της παραφροσύνης» η αφηγήτρια στέφεται βασίλισσα («Κατανομή ρόλων», 28). Η ζωή συμπορεύεται με την τρέλα, μετατρέπεται σε λαβύρινθο δίχως μίτο διαφυγής. «Η επανεμφάνιση συμπτωμάτων διαρκής» («Ανοίκειες φωνές», 30). Βαρύ το φορτίο: ένας Γολγοθάς χαραγμένος στο DNA, ένα παράφορο γονίδιο που σε καταδικάζει να γίνεσαι Δίας ή Μεγαλέξανδρος.

Αντιμέτωπη με ένα θέμα τόσο τραυματικό, η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου επιτυγχάνει έναν σπάνιο ποιητικό άθλο: αισθητοποιεί το άγραφο, δίνει φωνή στη σιωπή, αποδίδει ποιητικά τις πληγές της ψυχής και τους σκοτεινούς ουρανούς όσων η νευρωνική διαταραχή θόλωσε τον νου. Περιγράφει το άρρητο: τον τρόμο ενός ανθρώπου που συμβιώνει, φροντίζει και κατευνάζει αποστάτες αγγέλους· που σηκώνει στις πλάτες του το βάρος μιας κληρονομικότητας ικανής να ακρωτηριάσει κάθε άλλη επιθυμία – για ζωή, έρωτα, οικογένεια.

Με πόση ευαισθησία χαρτογραφεί η ποιήτρια την τρικυμία της συγκατοίκησης με το άλογο. Θα σταθώ ιδιαίτερα σε τρία ποιήματα που θεωρώ αντιπροσωπευτικά της συλλογής. Το πρώτο, με τίτλο «Κρατούσα κληρονομικότητα» (σελ. 31), μιλά για το ασήκωτο βάρος μιας κληρονομιάς που σφραγίζει την ύπαρξη – τη μεταβίβαση της ψυχικής νόσου από γενιά σε γενιά:

Η κληρονομιά μου γενιά ερεβώδης.
τη γέννηση σφραγίζει με άφατη εμμονή.
Στις φωνές χαμένη
αντιπαλεύοντας
ψυχής θραύσματα. θόλους σκοτεινούς.

Έβαλα κάγκελα λευκά.
Του κλειδιού νιώθω τον τριγμό
κάθε φορά σε ακολουθώ,
το επονείδιστο μυστικό σου κρατώντας.

Καμώθηκα πως φοβόμουνα. σε όλους.
Επάνω κάτω,
κάτω επάνω, αδελφέ μου
ώσπου τρυπήσαν οι πατούσες μας.

Εισρέει νερό από παντού.
(Ράγισε το τσιμέντο.)

Νοτισμένη η θλίψη
κ’ οι πίδακες άλογων συνειρμών
σιντριβάνι.

Το ποίημα ανατέμνει την εμπειρία της ψυχικής ασθένειας. Οι «φωνές» και τα «θραύσματα ψυχής» αποδίδουν τη διαλυμένη συνείδηση, ενώ τα «λευκά κάγκελα» και ο ήχος του κλειδιού παραπέμπουν σε έναν χώρο περιορισμού – μια φυλακή εξωτερική, αλλά και σ’ ένα προσωπικό, αόρατο κελί. Η επαναλαμβανόμενη μονότονη κίνηση «επάνω κάτω, κάτω επάνω» αποτυπώνει μια καταναγκαστική συμπεριφορά, μια φθορά που επαναλαμβάνεται ατέρμονα. Το νερό που πλημμυρίζει τα πάντα («εισρέει νερό από παντού», «πίδακες άλογων συνειρμών») σηματοδοτεί την απώλεια ελέγχου, ενώ η ρωγμή στο τσιμέντο αποτελεί μια μεταφορά της κατάρρευσης και μια διαρκή εσωτερική διάβρωση, έναν κατακλυσμό που απειλεί να αφανίσει το πάσχον υποκείμενο ή και να το οδηγήσει σε κάθαρση. Το σιντριβάνι από άλογους συνειρμούς προβάλλει τη χαοτική ροή της σκέψης, την τρικυμία του νου, που παρασύρεται σε ένα αδιάκοπο κυνήγι με μια πραγματικότητα που γλιστρά μακριά.

Το δεύτερο ποίημα που ξεχωρίζω στη συλλογή έχει τίτλο «Έκτη πτέρυγα» (σελ. 36) κι αποτυπώνει με ωμό ρεαλισμό τη σκληρή πραγματικότητα των ψυχικά ασθενών στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, το γνωστό Δαφνί:

Στην πτέρυγα την έκτη
στο Δαφνί
επί ποινή ανυπαρξίας
ψυχές κουρέλια
σκιαμαχούν παραπεταμένες.
Παθήματα μετράνε,
αθέατα γλιστράνε
σε παραληρήματα
και πλανερές φωνές.

Τα μάτια τους… θύελλα σπέρνουν
στα μάτια μου.

Σε τοίχους που φεγγίζουν στο σκοτάδι
απόκοσμη λευκότητα
αλλόφρονες φιγούρες,
πυρίκαυστες πνοές,
δεμένες μ’ αλυσίδες σχήματος σταυρού
σέρνονται ωχρές.
Κάγκελα εμπρός τους,
κάγκελα εντός τους.

Ω! στο μυαλό τους
εκρήγνυνται ήλιοι
ερεβώδεις οι σκέψεις, θολές οι ματιές
πυγολαμπίδες στη νυχτιά.

Το μολύβι μένει εκεί
στο έλεος τέχνης δήθεν ποιητικής.

Οι «ψυχές κουρέλια» που «σκιαμαχούν παραπεταμένες» αναδύουν την απομόνωση και την εγκατάλειψη των εγκλείστων. Οι «τοίχοι που φεγγίζουν στο σκοτάδι» και οι «αλλόφρονες φιγούρες» δημιουργούν μια απόκοσμη ατμόσφαιρα, ενώ οι «αλυσίδες σχήματος σταυρού» εντείνουν την αίσθηση διπλού εγκλωβισμού – σωματικού και πνευματικού. Η εικόνα «κάγκελα εμπρός τους, κάγκελα εντός τους» αποτυπώνει με συγκλονιστική λιτότητα την κατάσταση των τροφίμων: το κελί δεν είναι μόνο υλικό, αλλά και εσωτερικό, χαραγμένο ανεξίτηλα στην ψυχή τους. Οι «θολές ματιές» τους φέρουν «ερεβώδεις σκέψεις», γεμάτες σπινθήρες τρέλας – σαν «πυγολαμπίδες στη νυχτιά», μια αδιόρατη, σχεδόν ειρωνική υπόνοια ελπίδας μέσα στο σκοτάδι.

Το ποιητικό υποκείμενο γίνεται σιωπηλός θεατής ενός επισκεπτηρίου που μοιάζει με τελετουργία πόνου. Ανάμεσα στις φιγούρες των εγκλείστων, ξεχωρίζει μια γυναίκα που σιγονανουρίζει ένα πάνινο αρκουδάκι, εικόνα σπαρακτική στη γαλήνη της. Η καταληκτική διαπίστωση «Το μολύβι μένει εκεί / στο έλεος τέχνης δήθεν ποιητικής» εκφράζει τη συνειδητοποίηση ότι καμία τέχνη, όσο δυνατή κι αν είναι, δεν μπορεί να αποτυπώσει πλήρως τον ψυχικό πόνο – μόνο να τον υπονοήσει, να τον ψιθυρίσει σαν μια τελευταία απεγνωσμένη μαρτυρία.

Το τρίτο ποίημα προέρχεται από την τελευταία ενότητα της ποιητικής συλλογής, που είναι αφιερωμένη σε αγαπημένο πρόσωπο, ίσως στη μητέρα, στο οποίο το κοντέρ της μνήμης έχει σβηστεί για πάντα. Όπως αναφέρει ο ψυχίατρος Γιάννης Μ. Στρατούλιας, που υπογράφει το Επίμετρο, η ποιήτρια «αποτυπώνει ως δεινή ψυχοπαθολόγος την εγκατάλειψη του ανοΐκού στην παντοδυναμία του χώρου, χωρίς τη δικαιοσύνη του χρόνου» (σελ. 82). Είναι το ποίημα με τίτλο «Πρελούδιο» (σελ. 63):

Στον καναπέ ξεφλουδίζεις
τους κάλυκες του χρόνου
σηκώνεσαι, πέφτεις
σε ξύλα χαραγμένα από σένα
χαρτιά λευκά γύρω σου
περιμένουν μολύβι
ψύλλους ψάχνεις στα μαλλιά
την οδοντοστοιχία στο χέρι
πεισματικά κρατάς.
Αρνείσαι την τροφή
φτερά αγγέλων και δαιμόνων
μπερδεύονται στα πόδια σου.

Η παραφροσύνη της νύχτας
θρυμματισμένη στης ζωής σου τον αιώνα
κουνά το κεφάλι
σε παλιά ειδύλλια.

Το ποίημα αποτελεί μια συγκλονιστική απεικόνιση της άνοιας, αποδίδοντας με έντονες, ελλειπτικές εικόνες τη σταδιακή διάβρωση της μνήμης και της ταυτότητας. Ο πρώτος στίχος «Στον καναπέ ξεφλουδίζεις / τους κάλυκες του χρόνου» υποδηλώνει τη σταδιακή απογύμνωση της συνείδησης από τις αναμνήσεις της, όπως τα πέταλα ενός λουλουδιού που πέφτουν. Το μοτίβο της ασταθούς κίνησης («σηκώνεσαι, πέφτεις») παραπέμπει στην απώλεια ελέγχου, τόσο σωματικά όσο και διανοητικά. Τα «ξύλα χαραγμένα από σένα» λειτουργούν ως ίχνη μιας παλιάς ύπαρξης, μιας ζωής που άφησε σημάδια, αλλά τώρα μοιάζει αποκομμένη από την τωρινή πραγματικότητα.

Η εικόνα των «λευκών χαρτιών» που περιμένουν μολύβι, δηλώνει τη σιωπή, την αδυναμία άρθρωσης του λόγου, την κενότητα της μνήμης που δεν μπορεί πλέον να γεμίσει. Η πράξη της αναζήτησης «ψύλλων στα μαλλιά» παραπέμπει σε εμμονικές κινήσεις, χαρακτηριστικές της νευροεκφυλιστικής ασθένειας. Η οδοντοστοιχία στο χέρι, που κρατιέται «πεισματικά», συμβολίζει την απέλπιδα προσπάθεια να διατηρηθεί ένας έλεγχος πάνω στο ίδιο το σώμα, μια ανάγκη προσκόλλησης στο υλικό κομμάτι της ύπαρξης, όσο το άυλο – η μνήμη και η ταυτότητα – καταρρέει.

Η καταληκτική εικόνα προσθέτει βάθος στο ποίημα, καθώς δείχνει ότι, ακόμα και στην απόλυτη παρακμή της μνήμης, απομεινάρια ζωής επιμένουν να αναδύονται στιγμιαία, σαν φευγαλέες αντανακλάσεις. Η ποιήτρια καταγράφει την άνοια όχι ως μια απόλυτη λήθη, αλλά ως μια βασανιστική αλληλουχία από θραύσματα μνήμης, που επιστρέφουν και χάνονται σαν ψευδαισθήσεις. Μέσα από ελάχιστες λέξεις και πυκνές εικόνες, μεταφέρει την οδύνη αυτής της κατάστασης, όχι μόνο για το άτομο που βιώνει την απώλεια του εαυτού του, αλλά και για τους αγαπημένους του, που γίνονται μάρτυρες αυτού του αφανισμού.

Στο σύνολό της η ποιητική συλλογή χαρακτηρίζεται από έντονα εξομολογητικό και φορτισμένο ποιητικό λόγο, όπου κυριαρχεί η βιωματική ένταση. Οι εικόνες που χρησιμοποιούνται είναι δυνατές και συχνά ελλειπτικές, δημιουργώντας ένα αίσθημα κατακερματισμού, που αντικατοπτρίζει τον ψυχισμό του ποιητικού υποκειμένου και τη ρευστότητα της εσωτερικής του εμπειρίας. Οι λέξεις μοιάζουν με θραύσματα που συνθέτουν ένα μωσαϊκό οδύνης και εγκλωβισμού, αναπαριστώντας την αποσπασματικότητα της συνείδησης και τη διάρρηξη της λογικής συνοχής. Η γλώσσα είναι υπαινικτική και λιτή, χωρίς περιττές περιγραφές, ενώ ο ρυθμός συχνά ακολουθεί μια ασθματική, αποσπασματική κίνηση, όπως φαίνεται στους κοφτούς στίχους και στις ασυνήθιστες τομές («ψυχής θραύσματα. θόλους σκοτεινούς.»).

Όλη η συλλογή διαμορφώνει έναν ποιητικό κόσμο κλειστοφοβικό, αλλά βαθιά ειλικρινή και εσωστρεφή. Η ποιήτρια αποφεύγει τη δραματική υπερβολή και στηρίζεται στην αφαίρεση, στη μουσικότητα των στίχων αλλά και στις σιωπές ανάμεσά τους, για ν’ αποδώσει το ανείπωτο της ψυχικής οδύνης. Οι παύσεις και τα κενά είναι εξίσου σημαντικά με τις λέξεις, καθώς δημιουργούν μια υπόγεια ένταση που κρατά τον αναγνώστη σε διαρκή εγρήγορση. Δεν είναι λίγες οι φορές που η Ψυχογυιοπούλου επινοεί και δικές της λέξεις, όταν οι οικείες δεν χωρούν το βίωμα: «ονειροζώα», «ερωτοκέρι», «αγγελίνες», «λεξιπλαστείο». Οι λέξεις «στοιβάζονται» σε «ασφυκτικές στιγμές», χαράζοντας το χαρτί «σαν θυμωμένες γάτες», όπως αποτυπώνεται στο ακροτελεύτιο ποίημα «Στοίβα λέξεων», το οποίο εκφράζει τη μοναχική πάλη της ποιήτριας με τη γλώσσα. Η προσεκτική επιλογή των λέξεων και η δημιουργία ισχυρών ποιητικών συνειρμών αποκαλύπτουν μια ώριμη και στοχαστική γραφή.

Αυτή η αγωνία του δημιουργού να αποτυπώσει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από τη γραφή καθιστά την ποίηση της Ψυχογυιοπούλου όχι μόνο μια πράξη αυτογνωσίας, αλλά και μια μορφή μαρτυρίας. Τα 41 ποιήματα της συλλογής αναδεικνύουν όχι μόνο τη δυσκολία της συνύπαρξης με την ψυχική νόσο, αλλά και τη βαθύτερη ανθρώπινη ανάγκη για κατανόηση, λύτρωση και αποδοχή. Η προσωπική σφραγίδα της ποιήτριας είναι να διαφανεί παράλληλα η δυσκολία της ποιητικής γλώσσας να εκφράσει το βάρος αυτού του συναισθηματικού φορτίου, καθώς η γραφή δεν λειτουργεί απλώς ως καταγραφή αλλά και ως πράξη εξαγνισμού.

Ανακεφαλαιώνοντας, η αξιοσημείωτη από κάθε άποψη –αισθητική, συναισθηματική, ψυχιατρική, κοινωνική, υπαρξιακή– ποιητική συλλογή της Ψυχογυιοπούλου Αποστάτες Άγγελοι συνιστά μια διεισδυτική αποτύπωση της εμπειρίας των ψυχικών νοσημάτων. Με τη συγκλονιστική ποιητική της δύναμη η συλλογή κατορθώνει όχι μόνο να αποτυπώσει την πολυπλοκότητα της ψυχικής νόσου αλλά και να μετουσιώσει τον ψυχικό κλονισμό σε τέχνη, μετατρέποντας την ποιητική γλώσσα σε γέφυρα προς την κατανόηση και την αποδοχή του παράλογου.

Βιογραφικό Αγάθη Γεωργιάδου