Όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος δεν πεθαίνει μόνο το σώμα του. Πεθαίνουν τα όσα μπορούσε να κάνει στην υπόλοιπη ζωή του. Πεθαίνουν όσα θα μπορούσε να γεννήσει. Η διαδρομή του, το υπόλοιπο της καθώς και οι διακλαδώσεις της με άλλους ανθρώπους, ακυρώνεται.
Ταυτόχρονα πεθαίνει κι ένα κομμάτι της ύπαρξης εκείνων που τον λάτρευαν. Ισως γι αυτό θρηνούμε και οργιζόμαστε με τις οριστικές απώλειες μέχρι το πένθος μας να γίνει βουβό, σαν μια πέτρα που κουβαλούμε μέσα στη ψυχή νιώθοντας αυτό το επιπρόσθετο βάρος σαν επιβαλλόμενο φόρο τιμής. Θρηνούμε όχι μόνο τον νεκρό αλλά και τη απονέκρωση ενός μέρους της δικής μας ύπαρξης, του καλύτερου ίσως διότι αυτό το μέρος μάς εξωθούσε στην αγάπη. Θρηνούμε επειδή μπορούμε να αγαπούμε.
Αν αισθανόμαστε ότι η απώλεια είναι άδικη, όπως στην περίπτωση του Τζορτζ Φλόιντ, αντιδρούμε και η αντίδραση αυτή είναι τόσο πολιτική όσο και αποτρεπτική, με ένα τρόπο που μάλλον ούτε οι ίδιοι δεν συλλαμβάνουμε, τουλάχιστον σε πλήρη έκταση. Αν η αντίδραση είναι μαζική, όπως συμβαίνει αυτές τις μέρες στις ΗΠΑ, η εμβέλεια της ενδέχεται να αλλάξει τον κόσμο με έναν τρόπο που είναι αδύνατον να μάθουμε διότι η διεργασία αυτή καταλαμβάνει έγκατα χρόνου και εκτυλίσσεται σε ορίζοντες πέραν της περιορισμένης νοητικής μας αντίληψης. Θα ψηφιστούν βέβαια νόμοι, θα υπάρξουν δεσμεύσεις, διαβεβαιώσεις, θα ειπωθούν τα κατάλληλα λόγια από τους άρχοντες, κι όλα αυτά θα κοινοποιηθούν. Αυτό όμως που ποτέ δεν θα αποκαλυφθεί διότι κανείς δεν μπορεί να το καταμετρήσει είναι ο αριθμός των ζωών που έχουν ήδη σωθεί στο μέλλον.
Αυτό που δεν θα μάθουμε ποτέ, είναι πόσα γόνατα αστυνομικών δεν τόλμησαν (ήδη) να πιέσουν μέχρι ασφυξίας κάποιο μαύρο σβέρκο, τα επόμενα χρόνια. Χρησιμοποιώ χρόνο παρελθοντικό, διότι έχει ήδη συμβεί.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε η οργάνωση We The Protesters, υπήρξαν μόλις 27 μέρες μέσα στο 2019 που δεν δολοφονήθηκε κάποιος από την αστυνομία στην Αμερική και όσοι είχαν μαύρο χρώμα συγκρότησαν το τριπλάσιο ποσοστό αυτών των δολοφονιών. Και το 99% των αστυνομικών που δολοφόνησαν, αθωώθηκαν, αν και οι ενέργειες τους δεν αφορούσαν εξουδετέρωση εγκληματικών στοιχείων, επί το πλείστον.
Ένα κύμα οργισμένης κοινωνικής αγανάκτησης που αποζητά δικαιοσύνη, αποτελεί σωτήρια, στα όρια του υπερβατικού, επέμβαση στο αθέατο μέλλον, που εξαφανίζει την κηλίδα αίματος πριν από την αιμορραγία, κλείνει την πληγή πριν αυτή ανοίξει, διασώζει τους συντριμμένους κάτω από την μπότα της αστυνομικής ή οποιασδήποτε άλλης, εξουσίας, τους συντριμμένους που θα ικέτευαν για μια ανάσα. Επιστρέφει τις σφαίρες που κατευθύνονταν σε μαύρα σώματα, στη θαλάμη τους.
Και η η οδύνη της απώλειας για τους αγαπημένους αδικοχαμένους, ελαφραίνει και γίνεται μια πέτρα που άλλοτε συστέλλεται κι άλλοτε διογκώνεται, αλλά πέτρα. Την πραΰνουν τα νεύματα ευγνωμοσύνης των ζωών που έχουν σωθεί από όσους δεν έπνιξαν την δίκαιη οργή τους στο καναπέ τους, δεν έμειναν απαθείς μπροστά σε μια ακόμη στυγνή δολοφονία. Τη γιατρεύει η υποψία πως ακόμα και οι αδικοσκοτωμένοι ξέρουν τώρα ότι η απώλεια τους δεν ήταν ένα εφήμερο τηλεοπτικό γεγονός, αλλά συνέγειρε και ξεσήκωσε πλήθη περιορίζοντας την αποκρουστική στατιστική των μελλοντικών απουσιών.
Παρόμοιες κινητοποιήσεις, σε παγκόσμιο επίπεδο, θα ήταν ικανές να εξαλείψουν τον υποσιτισμό (15000 παιδιά κάτω των 5 ετών πεθαίνουν κάθε μέρα από πείνα σύμφωνα με στοιχεία της UNICEF) αλλά και την καταστροφή του περιβάλλοντος, την άναρχη και αισχροκερδή ανάπτυξη, και τη συνακόλουθη καταστροφή της γης μας. Τότε, πολλά από τα 15000 παιδιά κάτω των 5 ετών, δεν θα είχαν ήδη πεθάνει και ο Αμαζόνιος στο μέλλον θα έδειχνε πιο αχανής απ’ ό,τι δεν τον βλέπουμε σήμερα.