Αντώνης Λιάκος: Ανήσυχος ιστορικός, ενεργός πολίτης
Γράφει ο Παντελής Κυπριανός, Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών
Γεννημένος το 1947 στην Αθήνα, ο Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμός καθηγητής της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Έχει δημοσιεύσει μέχρι σήμερα δώδεκα (12) βιβλία, έχει επιμεληθεί τρεις (3) συλλογικούς τόμους (βλέπε εργογραφία), και έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα στα ελληνικά και σε άλλες γλώσσες. Από αυτά τα περισσότερα κείμενα είναι εστιασμένα στον 20ο αιώνα και όλο και περισσότερα στη ιστοριογραφία, στη θεωρία και τη μεθοδολογία της Ιστορίας. Συνεχίζει να δημοσιεύει ασίγαστα επιστημονικά κείμενα, ταυτόχρονα παραμένει ενεργός πολίτης με έντονη παρουσία στο δημόσιο χώρο.
Από τα φοιτητικά θρανία στη φυλακή και στο Πανεπιστήμιο
Φοιτητής στο Ιστορικό – Αρχαιολογικό του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) στα πρώτα χρόνια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, ο Α. Λιάκος συμμετέχει ενεργά στην αντιδικτατορική δράση. Με φίλους και συμφοιτητές συγκροτούν το Μάη του 1967 αντιστασιακή ομάδα, τη Σπουδαστική Πάλη, η οποία συμμετέχει στη Λαϊκή Πάλη. Εννιά (9) από τους συλληφθέντες, στις 5 Σεπτεμβρίου 1969, μετά από τη σχετική ‘περιποίηση’ στην ΚΥΠ και την Ασφάλεια, δικάστηκαν τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο του 1970 στο Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης και καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές. Ο Α. Λιάκος καταδικάστηκε σε ισόβια, έμεινε στη φυλακή για 4 χρόνια, κατόπιν υπηρέτησε ως στρατιώτης και με την κατάρρευση της χούντας, στις 24 Ιουλίου 1974, αφέθηκε ελεύθερος.
Μετά τη λήψη του πτυχίου του, εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο ΑΠΘ την οποία περάτωσε και υποστήριξε το 1984. Την ίδια χρονιά εκλέχτηκε λέκτορας στο Τμήμα Ιστορίας του ίδιου Πανεπιστημίου. Το 1990 εκλέχτηκε Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) του οποίου σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής.
Η διδακτορική διατριβή του Α. Λιάκου δημοσιεύτηκε το 1985 στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Θεμέλιο, με τίτλο Ιταλική Ενοποίηση και η Μεγάλη Ιδέα, και το 1995 στα ιταλικά, από τις εκδόσεις Aletheia, με τίτλο L’ Unificazione italiana e la Grande Idea. Τα κείμενα αυτά μαρτυρούν τους πρώτους προσανατολισμούς του στην ιστορία. Φέρουν βασικά χαρακτηριστικά της οπτικής και της προσέγγισής του που με το χρόνο συστηματοποιούνται και αποτυπώνονται στα κείμενά του.
Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;
Επιστήμη με συνείδηση είναι ο τίτλος ενός από τα πολύ γνωστά έργα του Edgar Morin. Οι επιστήμονες διακονούν μίαν επιστήμη αλλά οφείλουν να γνωρίζουν και να μεταδίδουν, υποστηρίζει, πώς αυτή παράγεται, πώς επηρεάζει την κοινωνία και πώς επηρεάζεται από αυτήν. Αυτές οι θεμελιώδεις παράμετροι είναι απτοί στο έργο του Λιάκου, ιδιαίτερα στο βιβλίο του Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία. Εκεί μας θυμίζει ότι η λέξη «ιστορία» προέρχεται από το ουσιαστικό ίστωρ, το οποίο σχηματίζεται από το ινδοευρωπαϊκό θέμα vid (από εκεί και το γερμανικό Wissen) που σημαίνει γνωρίζω.
Γνωρίζω τι; Πώς; Ποιο είναι το επιστημολογικό καθεστώς της παραγόμενης γνώσης; Πώς φτάνει αυτή στον κόσμο; Ποιες οι χρήσεις της γνώσης; Ο Emile Durkheim σημείωνε σχετικά: «Εν τέλει, η ιστορία δεν είναι η ανάλυση του παρόντος, εφόσον στο παρελθόν βρίσκουμε τα στοιχεία από τα οποία φτιάχνεται το παρόν»; Ο Λιάκος μας λέει κάτι λίγο διαφορετικό και πιο ευρύ. Η ποίηση της ιστορίας είναι μία πολιτισμική πρακτική, δεν προσδιορίζεται αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτήν. «(..) δεν πρέπει να σκεφτόμαστε την ιστορία σαν ένα παράθυρο μέσα από το οποίο βλέπουμε το παρελθόν, αλλά σαν ένα παράθυρο του κτιρίου το οποίο ενοικούμε. Όχι από μέσα προς τα έξω, αλλά από έξω προς τα μέσα. Η προσέγγιση αυτή δεν πρέπει να ανησυχεί όσους και όσες πιστεύουν στην επιστημονικότητα της ιστορίας». «Ακυρώνει αυτό την ευθύνη των ιστορικών;» Όχι απαντάει ο Λιάκος. Ποια είναι αυτή η ευθύνη; «Γιατί οι λειτουργίες και οι ρόλοι των ιστορικών είναι να βοηθήσουν την κοινωνία να θυμάται, να την προφυλάξουν από τα φαντάσματα, από τις υπερβολές της μνήμης, να τη βοηθήσουν να διαχειριστεί τις διχασμένες μνήμες. Οι ιστορικοί πράγματι δημιουργούν την ιστορίαꞏ δεν την αποτυπώνουν απλώς» (2007: 24-25).
Η δημιουργία της ιστορίας, το ιστορείν, δεν γίνεται, βέβαια, αυθαίρετα. Είναι κατασκευή, ποιητική, αλλά με οδηγό τις πηγές (οτιδήποτε μας δίνει πληροφορίες) και κανόνες που γνωρίζει ο ιστορικός και τους οποίους κοινωνεί στους συνομιλητές, τους αναγνώστες, το ακροατήριό του. Θα εστιάσω σε τρεις από τους κανόνες αυτές που διατρέχουν το έργο του Λιάκου.
Η ποιητική της ιστορίας
Από όσα ήδη λέχθηκαν η προσέγγιση του Λιάκου είναι στον αντίποδα της παραδοσιακής θετικιστικής προσέγγισης, του γερμανικού ιστορικισμού, που εστιάζει στα πολιτικά/στρατιωτικά πρόσωπα και γεγονότα και θεωρεί ότι η «αλήθεια» υπάρχει κα ανακαλύπτεται («αυτό που πραγματικά συνέβη»), εμπεριέχεται στα αρχεία, δηλαδή στις επίσημες αρχειακές γραπτές πηγές. Πρόκειται για την προσέγγιση που μάθαμε στο σχολείο και η οποία ακόμη κανοναρχεί, λιγότερο ευτυχώς σήμερα στους κύκλους των ιστορικών, άλλοτε ρητά άλλοτε άρρητα. Αυτή μας έμαθε να μην προβάλλουμε τη γνώμη μας, να κινούμαστε με οδηγό τα αρχεία, τις γραπτές πηγές, αλλά ταυτόχρονα ότι η ιστορία είναι η επιστήμη του παρελθόντος (όσα έγιναν πριν 50 ή 30 χρόνια ανάλογα με το πότε ανοίγουν τα αρχεία), των σημαντικών, πολιτικών και στρατιωτικών, συμβάντων.
Ο Λιάκος κινείται σε διαφορετικά επίπεδα και προσπαθεί να δει γεγονότα και καταστάσεις πολυπρισματικά. Ενδεικτικά η διατριβή και τα πρώτα του βιβλία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιστορία των ιδεών και κοινωνική ιστορία. Η Ιταλική Ενοποίηση και η Μεγάλη Ιδέα, συνεξετάζει «το ιταλικό και το ελληνικό εθνικό κίνημα, δύο φαινόμενα δηλαδή που ανήκουν σε μια ενιαία διαδικασία σχηματισμού εθνικών κρατών, μέσα από τις στενές ιδεολογικές και πολιτικές σχέσεις που ανέπτυξαν στα χρόνια 1859-1862, χρόνια κρίσιμα και για τις δυο χώρες».
Η πολλαπλότητα των οπτικών και των θεματικών είναι έντονη σε ένα από τα τελευταία του πονήματα, το σημαντικό ο Ελληνικός 20ος αιώνας. Για να δώσω ένα ενδεικτικό παράδειγμα η Μικρασιατική καταστροφή, όπως έμεινε στην Ελλάδα, αντιμετωπίζεται ως ένα πολυσύνθετο, πολυδιάστατο και πολύσημο γεγονός, ως ένα «fait social total», ένα «ολικό κοινωνικό γεγονός», όπως μας έμαθε ο ανθρωπολόγος Marcel Mauss. Είναι προϊόν των ανθρώπων αλλά ταυτόχρονα μας αγγίζει, αφήνει τα σημάδια της σ’ όλους μας, σ’ αυτούς βεβαίως που τη βίωσαν αλλά και σε μας, τις επόμενες γενιές. Για να δώσω μία εικόνα παραθέτω τους σχετικούς τίτλους, δηλωτικούς της προσέγγισης του ζητήματος. Η Εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Οι μουατζίρηδες. Η ανατροπή της Συνθήκης των Σεβρών. Οι τρεις φάσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Η Έξοδος των πληθυσμών. Περιπλανήσεις στην Ελλάδα. Τα θύματα. Πώς χρηματοδοτήθηκαν οι πόλεμοι; Η ιστορία ως τραγωδία.
Στη διατριβή του, αλλά και στα άλλα βιβλία του, ο Λιάκος, υπηρετεί μια δεύτερη θεμελιώδη αρχή, τη σύγκριση. Οι μελέτες του είναι συγκριτικές. Όχι πάντα με την έννοια της παράλληλης θέασης και εξέτασης δύο θεσμών, δύο γεγονότων, δύο χώρων αλλά με την έννοια της κατασκευής ενός αντικειμένου και της συνεξέτασής του υπό διαφορετικά πρίσματα και υπό το φως διαφορετικών εμπειριών. Για το συγγραφέα είναι αυτονόητο ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τι συνέβη σε μία χώρα, στην προκειμένη περίπτωση στην Ελλάδα, αν δεν γνωρίζουμε τι συνέβη στον περίγυρο, αν δεν δούμε επιρροές, απόπειρες εισαγωγής, ή εξαγωγής, θεσμών. Θαρρώ ότι θα προσυπόγραφε τη γνωστή ρήση του Rudyard Kipling “τι γνωρίζει κάποιος για την Αγγλία όταν γνωρίζει μόνο την Αγγλία». Παραφράζοντάς θα έλεγα «τι γνωρίζει κάποιος για την Ελλάδα όταν γνωρίζει μόνο τη Ελλάδα».
Σύγκριση δεν σημαίνει απλά ευρυμάθεια που συχνά μας επιτρέπει να δούμε κάτι με άλλα μάτια. Είναι κάτι παραπάνω. Να εντοπίσουμε αλληλεξαρτήσεις, επιρροές, αμοιβαίες και μη, και, βεβαίως, απόπειρες μίμησης και καταναγκασμούς. Ορατές και μη ορατές σε πρώτη ανάγνωση, σε πρώτη ματιά. Εδώ εντοπίζεται ένα από τα δυσκολότερα σημεία της μελέτης σε όλες της κοινωνικές επιστήμες που συχνά λησμονιέται στο όνομα της εξειδίκευσης. Το κλείσιμο σε ένα πεδίο, σε μία επιστήμη και η δυσχέρεια να βγούμε έξω από αυτό, να δούμε έξω από αυτό.
Υπάρχουν δύο τρόποι υπέρβασης του κλεισίματος αυτού που είναι ορατές στο έργο του Λιάκου. Το πρώτο είναι η διεπιστημονικότητα. Την επικαλούμαστε συχνά αλλά δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Ο δεύτερος είναι η διαδικασία συγκρότησης του αντικειμένου και οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη στη διαδικασία αυτή. Ενδεικτικά, στο έργο του Εργασία και Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, ο Λιάκοςδιερευνά παράλληλα την ίδρυση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ΔΓΕ), έναν από τους πρώτους διεθνείς οργανισμούς, και τις πολιτικές για την εργασία στην Ελλάδα. Πρόκειται για μία εργασία που στις μέρες μας ίσως να φαντάζει λίγο αυτονόητη καθώς μεγάλο μέρος των εθνικών πολιτικών, ιδιαίτερα των λιγότερο ισχυρών οικονομικά χωρών, χαράσσεται από διεθνείς οργανισμούς, οικονομικούς κατά πρώτον. Στο βιβλίο αυτό ο Λιάκος δείχνει πώς συγκροτείται ο ΔΓΕ, και πώς αυτός, υπό την επήρεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, συν-διαμορφώνει, με τη σειρά του, τις εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα. Και αντίστροφα. Πώς εγχειρήματα από την ελληνική πλευρά να απονευρώσουν ή να καταστρατηγήσουν αρχές και πρακτικές του ΔΓΕ σκοντάφτουν στις αντιδράσεις του.
«Ο στόχος της μελέτης αυτής, όπως δηλώνεται και στον τίτλο, είναι να δείξει πώς άρχισε να διαμορφώνεται στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, μια κοινωνική πολιτική: Ποιες κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές προκάλεσαν την ανάγκη τηςꞏ ποιες δυνάμεις ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτήν και με ποιον τρόπο δοκίμασαν να την εντάξουν στην ιδιαίτερη στρατηγική τους. Μετά από ποια συστήματα αξιών και ιδεών αναδύθηκε και ποιες ιδεολογικές συγκρούσεις προκάλεσε. Η κοινωνική πολιτική αντιμετωπίζεται δηλαδή ως φαινόμενο πολυδιάστατο, αποτέλεσμα πολλαπλών αιτιών, με δυνατότητες νοηματοδότησης από ποικίλα ιδεολογικά ρεύματα. Σε ό,τι αφορά την ελληνική ιδιαιτερότητα, προβάλλεται η θέση πως ο διεθνής παράγων, στην περίπτωση αυτή το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, ένας οργανισμός που ανήκε στην Κοινωνία των Εθνών, επέδρασε αποφασιστικά, συνδέοντας τις εσωτερικές και τις διεθνείς ανάγκες της χώρας με τα δικά του ενδιαφέροντα». (1993: 20-1).
Ιστορία, Δημοκρατία, δημόσιος χώρος
Ο Karl Mannheim υποστήριξε ότι μένοντας έξω από τα πράγματα, πάνω από τα συμφέροντα, ο επιστήμονας, ως «αιωρούμενος διανοούμενος», θα μπορούσε να υπερβεί ιδεολογικές προκαταλήψεις και θα φτάσει στην αλήθεια. Πρόκειται για μια εκδοχή του διαφωτισμού που ανακαλεί τη βεμπεριανή αξιολογική ουδετερότητα, με κόστος, όμως, την αποστασιοποίηση από το γίγνεσθαι και τα γεγονότα και την αποχή από κάθε είδους δημόσια και ιδιωτική παρέμβαση και δράση. Ο Λιάκος δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί μία τέτοια πρόταση όχι μόνο γιατί αυτή θέλει τον κοινωνικό επιστήμονα, τον επιστήμονα εν γένει, εκτός δημοσίου χώρου αλλά και γιατί, όπως είδαμε, θεωρεί το ιστορείν μία ειδική επιστημονική δραστηριότητα διαμεσολαβημένη από τον πολιτισμό.
Υπό το πρίσμα αυτό δημοσίευσε δύο βιβλία και πολλά κείμενα/δημόσιες παρεμβάσεις: Η επιστροφή της Κοκκινοσκουφίτσας. Η Αριστερά και πώς να την σκεφτούμε σε κρίσιμους καιρούς (2014) και Η δημοκρατία και η ιστορία (2018). Στα δύο αυτά πονήματα μπορούμε να προσθέσουμε και το Η έκθεση του εθνικού & κοινωνικού διαλόγου για την παιδεία, στο οποίο εκτίθενται οι παρεμβάσεις και τα πορίσματα του ευρέως διαλόγου για την εκπαίδευση που έλαβε χώρα το 2015 υπό την αιγίδα του ΥΠΕΠΘ.
Το βιβλίο Η δημοκρατία και η ιστορία είναι επεξεργασμένο κείμενο της ομιλίας του Λιάκου στην τελετή αγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Εστιάζει στη σχέση της ιστορίας με τη δημοκρατία. Πριν απαντήσει ο Λιάκος προβαίνει σε δύο προκαταρκτικές επισημάνσεις. Επηρεασμένος από τον Ζ. Ντεριντά, αναλύει, κατά πρώτον, την έννοια της δημοκρατίας. «Προσπαθήσαμε έως εδώ να ιστορικοποιήσουμε την ιστορία της δημοκρατίας, να τη δούμε εκτός τελεολογίας, να αναδείξουμε την ενδεχομενικότητά της και το πόσο εύθραυστη είναι. Στην προσέγγιση αυτή συμπεριλάβαμε και το υποκείμενο. Επομένως, είδαμε τη δημοκρατία ως κάτι διαδικαστικό (processual), ενδεχομενικό (contingent) και σχεσιακό (ρελάτιοναλ)».
Η άποψη αυτή μας δίνει εικόνα για τη δημοκρατία. Αυτή δεν νοείται ως μια διαδικαστική πράξη, ως διαδικασία εκλογής αντιπροσώπων, όπως υποστήριξαν, σημαντικοί κατά τα άλλα οικονομολόγοι, όπως ο Joseph Schumpeter, ούτε βέβαια ως ένα ιδεώδες, προσδιορισμένο και σχεδιασμένο εκ των προτέρων και δια μιας. Αντίθετα αυτή νοείται ως δυναμική διαδικασία και ως σχέση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Δημοκρατία δεν έχει αρχές, ότι εξαρτάται από την έκφραση της πλειοψηφίας της στιγμής. Κάθε άλλο. Έχει αρχές, προϋποθέτει τον δημόσιο χώρο και εγκλείει μία αντίληψη για τα κοινά.
Αφού θυμίσει ότι ιστορικοί τον 19ο αιώνα και σε μεγάλο μέρος του 20ου, στήριξαν αυταρχικά καθεστώτα ανά την Ευρώπη, ο Λιάκος διατυπώνει και ιχνηλατεί οχτώ προτάσεις οι οποίες συνιστούν τρόπους με τους οποίους αυτοί μπορούν να υπερασπιστούν τη δημοκρατία. Τους παραθέτω: Α.) Με τη συνεχή ιστορική κριτική της εξουσίας. Β.) Η ιστορική εξήγηση αφορά τη συγχρονική εξήγηση. Γ.) Με την κατάκτηση της ιστορικής απόστασης. Δ). Η σχέση ανάμεσα στους ιστορικούς και την εξελισσόμενη πραγματικότητα είναι αμφίδρομη. Ε). Με τη συμμετοχικότητα και τον εκδημοκρατισμό της γνώσης. ΣΤ). Δεν πρέπει να ταυτίζουμε τη δημόσια ιστορία με την ιστορική έρευνα. Ζ.) Αντιπαράθεση με τις αξίες που ροκανίζουν τη δημοκρατία (Ακροδεξιά, ρατσισμός, εθνικισμός κλπ.). Η.) «Η δημοκρατία βασίζεται σε μια ισχυρή αντίληψη της έννοιας των κοινών, δηλαδή του επίκοινου ανάμεσα στους πολίτες: του δημόσιου χώρου, των δημόσιων λειτουργιών του κράτους, της δημόσιας εκπαίδευσης, του κράτους πρόνοιας, του δημόσιου απολογισμού και της λογοδοσίας για τους δημόσιους πόρους, των σχέσεων που δημιουργούνται στον δημόσιο χώρο».
Από τις οχτώ αυτές προτάσεις τουλάχιστον πέντε αφορούν άμεσα το ρόλο του ιστορικού στο δημόσιο χώρο, θα έλεγα τον εγκαλούν να συμμετάσχει ενεργά σ’ αυτόν, να υπερασπιστεί αρχές και αξίες. Μία από τις βασικές αυτές αρχές είναι η συνεχής κριτική στην εξουσία, την όποια εξουσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κριτική γίνεται τυφλά, χωρίς αρχές, με γνώμονα τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις. Ο ιστορικός, αντίθετα, είναι πρώτα απ’ όλα ιστορικός, με την έννοια ότι επιχειρεί αδιάκοπα να κατανοήσει και να ερμηνεύσει αυτό που συντελείται, τις προσλήψεις των ανθρώπων, τη δράση τους. Υπό το πρίσμα αυτό, και μόνο αυτό, ασκεί κριτική στην εξουσία. Ταυτόχρονα, όμως υπερασπίζεται δύο βασικές αρχές. Υπερασπίζεται τη Δημοκρατία και τους θεσμούς που τη συγκροτούν (κοινά, δημόσιος χώρος) και., κατά δεύτερον, αντιπαρατίθεται, καταπολεμά οτιδήποτε αντίκειται σ’ αυτήν, οτιδήποτε την υποθηκεύει. Με δύο λόγια ο ιστορικός είναι ερευνητής και, ταυτόχρονα, μετέχει ενεργά στο δημόσιο χώρο υπερασπιζόμενος δημοκρατικές αρχές και αξίες ενάντια σε οποιονδήποτε τις υποθηκεύει, εξουσία, άτομα, ομάδες.
Εργογραφία
Ιταλική Ενοποίηση και η Μεγάλη Ιδέα, Θεμέλιο, 1985.
Η Σοσιαλιστική και Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης (Φεντερασιόν) και η Σοσιαλιστική Νεολαία, Παρατηρητής, 1985.
Η εμφάνιση των νεανικών οργανώσεων. Το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, Λωτός, 1988.
Εργασία και Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Ίδρυμα Εμπορικής Τράπεζας, 1993.
L’ Unificazione italiana e la Grande Idea, Aletheia, 1995.
Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, Πόλις, 2005.
Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία, Πόλις, 2007.
Το 1922 και οι Πρόσφυγες. Μια νέα ματιά (εισαγωγή-επιμέλεια), Νεφέλη, 2011.
Αποκάλυψη, Ουτοπία, Ιστορία, Πόλις, 2011.
Η επιστροφή της Κοκκινοσκουφίτσας. Η Αριστερά και πώς να την σκεφτούμε σε κρίσιμους καιρούς, Νεφέλη, 2014.
Η έκθεση του εθνικού & κοινωνικού διαλόγου για την παιδεία, (εισαγωγή-επιμέλεια), Ασίνη, 2017.
Η δημοκρατία και η Ιστορία, Πόλις, 2018.
Ο ελληνικός 20ός αιώνας, Πόλις, 2019.
1821. Διακόσια χρόνια ιστορίας. Η δημοκρατική παράδοση. 14+1 κείμενα (επιμέλεια), Θεμέλιο, 2021
The Edinburgh History of the Greeks, 20th and Early 21st Centuries: Global Perspectives, Edinburgh University Press, 2023 (με τον Νικόλα Δουμάνη).
Φωτογραφία: Αντώνης Λιάκος, Αλγερία, 2016