7 + 1 Ποιήματα για το Culture Book από επτά (7) και έναν (1) ποιητές και ποιήτριες που με δόκιμο τρόπο ο καθένας και η καθεμία με το δικό τους τρόπο συνομιλούν με την ποιητική τέχνη. Σε αυτή την ενότητα καταγράφουμε ποιήματα που δεν τα έχουν δημοσιεύσει ακόμα οι δημιουργοί τους.
Οι συμμετέχοντες ποιητές και ποιήτριες για τον μήνα Ιούλιο είναι: Γιώργος Αλισάνογλου, Πηνελόπη Γιώσα, Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Παναγιώτης Νικολαΐδης, Ηρώ Νικοπούλου, Αθηνά Παπαδάκη, Σωτήρης Παστάκας, Χαλκιά Νατάσα.
Ο καθένας και η καθεμία τους με τον τρόπο τους έχουν καταγραφεί στη σύγχρονη Λογοτεχνική ιστορία της χώρας μας. Έχουν διαφορετική βιολογική ηλικία και Λογοτεχνική ιστορία. Ανήκουν σε διαφορετικές λογοτεχνικές τάσεις και “γενιές”, έχουν όμως τον δικό τους “μύθο” όταν συνοδοιπορούν με την τέχνη του Ομήρου.
Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.
Καλή ανάγνωση!
Αντώνης Δ. Σκιαθάς
Γιώργος Αλισάνογλου
[ Το λουλούδι επινοεί την μέλισσα]
Η μέλισσα κατάλαβε
ότι η φύση την αγαπούσε
αλλιώς τώρα θα ήταν από καιρό νεκρή
κι έτσι έσκυψε να ακούσει τον χτύπο της καρδιάς
του αγριολούλουδου με το όνομα Έμιλυ Μπροντέ
(πρόσκαιρη αίσθηση αιωνιότητας)
μαύρη σκόνη στα πέταλά του
μιας άλλης εποχής – επιθυμία
λίκνισμα παράξενης γλώσσας
εκεί που οι υπόνομοι μένουν ανοιχτοί
(πρωί πρωί στην Μητροπόλεως)
εκείνη δεν υποψιάστηκε τίποτα
-μες στην αναμονή η λήθη-
τα πράγματα γύρω εξαφανίστηκαν
η μέλισσα κατάλαβε πως δεν ανήκει
σε κανέναν παρά μόνο σ’ αυτό
το αγριολούλουδο
που ξαφνικά
απελευθέρωνε την αβέβαιη διάρκεια
της νιτρογλυκερίνης
(-είσαστε αυτή που περιμένω;
θα με κάνετε ευτυχισμένο;)
δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς
διψούσε για έκταση, νερό, αέρα
και κάποιος άλλος
διψούσε
για πόλεμο
*από το βιβλίο «Κυψέλες» που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κίχλη.
§
Πηνελόπη Γιώσα
Μίμος Ευτυχίας
Στη Μερτζούκα
κορίτσια γίνονται γυναίκες
πρόωρα.
Ζώνονται το πεπρωμένο
όπως το φίδι ο φακίρης
από συνήθειο κι ανάγκη
για επιβίωση.
Στο Νεπάλ
ένα κορίτσι
τον έρωτα απαρνείται.
Τη λένε Κουμάρ
λατρεύεται απ’ όλους
όχι όμως απ’ τον έναν.
Κι εγώ
στης Δύσης
την κλίνη τη συζυγική
τον έρωτα σταλιά-σταλιά
γουβώνω.
Σαν το νερό στη φούχτα
τον φυλώ
προσεκτικά να μην χυθεί
το υστέρημα,
έτσι που καταντήσαμε
μίμοι της ευτυχίας.
§
Γιώργος Χ. Θεοχάρης
ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
[135 βότσαλα λόγου ριγμένα στο νερό της αγάπης και του έρωτα]
[απόσπασμα]
1
Aς βγούμε, λοιπόν, στο δρόμο και στ’ ανθισμένα λιβάδια, στα σπαρμένα χωράφια να ελευθερωθούμε τραγουδώντας, αφιερώνοντας τραγούδια στη ζωή… και τότε θα δούμε την κοπέλα με το βυζαντινό φωτοστέφανο να περνά γυμνή πάνω στο λεπτό της ποδήλατο και δεν θα ‘ναι σουρεαλιστική οπτασία αλλά η πραγματικότητα της εσωτερικής μας ανάγκης χαρισμένη ως εικόνα και συναίσθημα σ’ εμάς από την αγάπη που πνέει ακόμα στη φύση…
2
Κι ό,τι περιμέναμε ίσως είναι εκείνο το κορίτσι που περνάει, το δειλινό, πάνω στο λεπτό του ποδήλατο, κρατώντας ένα πορτοκάλι γεμάτο μοσχοκάρφια και, από την ευωδιά που πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα, βεβαιωνόμαστε ότι το αγαπάει ο έρωτας…
3
Πάμε, λοιπόν, στη φύση να διαβάσουμε τα πικραμένα χορτάρια και τα λυπημένα ζωΰφια. Πάμε ν’ αφηγηθούμε το περιεχόμενο της ευτυχίας μας στα δέντρα και στα πουλιά, κι όταν επιστρέψει από την εκδρομή της η νεαρή ποδηλάτισσα ας την στεφανώσουμε με φρέσκα ανθισμένα κλαδάκια κάπαρης και με κυκλάμινα, από τα απόκρημνα της καρδιάς μας…
8
Με μι’ αγκαλιά τριαντάφυλλα να υποδεχθούμε την αυγή, να ράνουμε το χώμα και τα φύλλα που κρατάνε τη δροσιά, και θα νιφτεί η αγάπη μας μόλις του ήλιου η πρώτη αχτίνα τη χαϊδέψει’ γιατί και τα δάκρυα γίνονται ανθόνερο, άμα κυλάν’ για την αγάπη, κι είναι γενναίο να μπορούμε να κλαίμε για ό,τι πολύ αγαπάμε.
127
Γιατί είναι φορές που μας μιλούνε τ’ άψυχα, αυτά που δεν τους μέλλεται να βυθιστούν μες στην αχερουσία της λήθης’ και γιατί, πώς ν’ αρνηθείς την αγάπη, όταν υπήρξες παιδί που ανατράφηκε στη μνήμη; κι ακόμη γιατί καμιά φορά διασταυρώνεσαι με κάποιον και βλέπεις έναν νεκρό βαθιά μέσα στο βλέμμα του’ και, τέλος, γιατί καθώς οδοιπορείς, αίφνης μια σκέψη τρυφερή σ’ απογειώνει και είσαι πια πουλί που φτεροκοπάει προς το νότο.
§
Παναγιώτης Νικολαΐδης
Ο φίλος μου ο βάτραχος ποιητής
Στον Γ. Καλοζώη
Ο φίλος μου ο βάτραχος ποιητής
καλή ζωή να ‘χει
κάθε πρωί
ρίχνει δυο τρία αυγά
και μπέικον στο τηγάνι
αλλά ποτέ δεν τα τρώει
προτιμά μόνο δυο φέτες ψωμί
και λίγο νερό.
Ύστερα παίρνει τη δερμάτινη τσάντα του
και τα σκαρπίνια του
και πάει πηδώντας από τρένο σε τρένο
στο σχολείο του
διότι εδώ και πολλά χρόνια
είναι διορισμένος μακριά από λίμνες
(τα διαλείμματα
κρύβεται πάντα μέσα στη βλάστηση
για να κοάσει κοντά στο νερό).
Εκεί ό,τι αληθινό λέει
ακούγεται τρομακτικά ψεύτικο
γι’ αυτό κάθε φορά που όλοι νομίζουν
ότι θα καταλήξει κάπου
απροσδιόριστα μικρά σωματίδια
κροταλίζουν στην τάξη
κι οι μαθητές του
πέφτουν αμέσως πρηνηδόν
υποταγμένοι σαν τούβλα
στη βαρύτητα.
Το μεσημέρι πριν επιστρέψει στο σπίτι
πηγαίνει μόνος
σε φανταστικά λούνα παρκ.
Εκεί δεν παίζει
δεν πίνει
δεν τραγουδάει
μόνο αγοράζει πολλές καραμέλες
και κάμποσα άχρηστα μικροπράγματα.
Γι’ αυτό τον μαλώνει συνεχώς
η κυρά του
γιατί όλα αυτά που φέρνει στο σπίτι
μπορούν ξαφνικά να βγάλουν αγκάθια
και να τρυπήσουν
όλες τις κόκκινες λέξεις
στο βάθος της Άνοιξης.
Τα απογεύματα
ο φίλος μου κάνει μαθήματα ζούμπας
τεντώνοντας στήθος, πόδια και χέρια
με το κεφάλι ανάποδα.
Είναι ο μόνος τρόπος για να γλιτώσεις
απ’ τους ιδανικούς αναγνώστες
μου ψιθυρίζει στ’ αυτί με τρόπο
εμείς που γράφουμε
στην εποχή του ατόμου
κινούμαστε όλοι σαν χάρτινος στόχος
μπροστά απ’ την κάννη τους.
Τις νύχτες μετά το δείπνο
πίνει αργά μια πολωνέζικη βότκα
μιλώντας αργά σαν ποτάμι
μέσα απ’ τη βαθιά κοίτη του.
Ύστερα
γράφει μεγάλα ποιήματα
που οι άνθρωποι
δεν ξέρουν πια τι να κάνουν
γι’ αυτό τα χρησιμοποιούν
σαν λευκά πετσετάκια
πάνω από κάτι
γιατί τίποτα πια δεν έχει αξία
χωρίς μετρημένα ποσοστά
λυρισμού
και στοχαστικότητας.
Ο φίλος μου ο βάτραχος ποιητής
καλή ζωή να ‘χει
μην μαραζώνεις μου λέει
δεν με πειράζει
δεν είναι εύκολο να πιάσεις τον χρόνο.
Όσο ο ήλιος φωτίζει τον κόσμο
η αγάπη για ένα παιδί
είναι ανώτερη
από οποιαδήποτε άλλη
είτε στη γη
είτε στη θάλασσα
είτε στον ουρανό.
§
Ηρώ Νικοπούλου
Εμμαούς
Απ’ της κουζίνας το μισάνοιχτο παράθυρο
φάνηκε ο δρόμος για Εμμαούς
γυρνούσες κάθε τόσο πίσω
κι έσπερνες κλεφτές ματιές
ξεθωριασμένος μου φάνηκες πολύ
θολός και κουρασμένος
απ΄ αμμοθύελλα χρόνου
άχνιζε του δειλινού η λαζούρα
γύρω απ’ τα σχήματα
τα βήματα αέρινα
ξέθωρα τα γράμματα
στο πλάι της κορνίζας
Το κάδρο ισιώνω κι ίσα που σώζω
τον καφέ στο γύρισμα
κι όμως έχω μια θύμηση αμυδρή
περπάτησα κάποτε μαζί σου
μέσα στο ξαφνιασμένο φως
που μ’ έλουσε ανέτοιμη
σαν τότε στο παιδικό μου τ’ όνειρο
που αλλάξαμε σανδάλια
και χαμογέλαγες εσύ πλατιά
βαθιά κι ευτυχισμένα
Αυτά σκεπτόμουν
κι ασυναίσθητα άρχισα να στρώνω
Το τραπέζι
§
Αθηνά Παπαδάκη
Εγκλεισμός
Κελαηδάει το πουλί
και ανυψώνεται
ένα πόντο η ψυχή μου.
Πόντο πόντο
προσδοκώ.
Να πιστέψω ξανά
στη στρογγυλότητα
της γης.
§
Σωτήρης Παστάκας
(το Ιώτα από τον «Άπολις» που γράφεται τώρα)
Ίον περιπτέρου
στη στάση του Τραμ
το κορίτσι με την αλογοουρά
που σηκώθηκε να πάρω
τη θέση στο παγκάκι
αρνήθηκε την προσφορά
με ένα γλυκύ χαμόγεεελο.
Ένας άντρας δεν πρέπει
να στέκεται στη σκιά
να λιώνει σαν σοκολάτα
αμυγδάλου· να σπάει
πρέπει αμύγδαλα
-από μύγδαλο σε μύγδαλο-
Από αγάπη σε απάτη.
Από την πλατεία της Νέας
Σμύρνης στο Σύνταγμα.
Έβλεπα να έρχονται τα Τραμ
είδα τον κύριο με το Ριζοσπάστη
το νεαρό με το Φως των σπορ
μαμάδες στην τρίχα
να σπρώχνουν μωρά
σε καρότσια χάι τεκ.
Κορίτσια πικραμύγδαλα
να βλέπουν το κινητό
χωρίς να έχουν στο νου το gap.
Δυο χαμίνια με μεγάλα
μαύρα μάτια πουλούσαν
μπικ και μαντηλάκια
δέχτηκαν με χαρά
τη μισή μου σοκολάτα-συνηγόρησαν
τα πόδια μου να σηκωθούν
-να σκέπτεσαι
τα ελάσσονα και να πράττεις
τα μείζονα, είπα το κενό στο διάζωμα-
το δρομολόγιο να συνεχίσω.
Ασυνόδευτος.
§
Χαλκιά Νατάσα
Ο βάκιλλος της απουσίας
Συναντιόμαστε αθόρυβοι και σιωπηλοί
σαν σκιές πίσω από το στιγμιαίο κλείσιμο των βλεφάρων
συναντιόμαστε αθόρυβοι πίσω από
Παράθυρα σιωπηλών ημερών∙ όμως –
την άλλη μέρα την άλλη μέρα.
Την άλλη μέρα στις όχθες
του νεκρού μου χρόνου
θα σμίξω τα θαυμάσια της ζωής μου
κι όταν σε ανταμώσω
αθόρυβα και σιωπηλά
Όσο απομακρύνεσαι τόσο
θα σ’ αγκαλιάζω
Ο βάκιλλος της Απουσίας κρηπίδωσε την Αγάπη
Πίνακας: Cline Barner – Self portrait 1995 (Acrylic and oil Pastel on Paper)