Γράφει η Χριστίνα Λαμπούση
Η ΚΡΥΨΩΝΑ ΜΑΣ
Κάθε καλοκαίρι, μόλις έμπαινε ο Αύγουστος, η ενορχήστρωση ξεκινούσε. `Ολο το χωριό έμπαινε σε ρυθμούς προετοιμασίας, σκόνη σηκωνόταν παντού και η ησυχία έδινε τη θέση της στην αναταραχή. Οι αυλές γεμίζαν φωνές, μυρωδιές και γέλια κι ο αέρας μύριζε ζωή. Πλησίαζε ο Δεκαπενταύγουστος! Η γιορτή της Παναγίας! Και όλα στρέφονταν γύρω από αυτό το αντάμωμα…
Η Παναγιά στο κάτω μέρος του χωριού φάνταζε τότε σαν καταφύγιο. Καθόμασταν με τις ώρες απέναντι, στην παλιά κρυψώνα που είχαμε φτιάξει από πέτρες και ξερόχορτα και τη χαζεύαμε. Εκεί, κάτω απ’ τη σκιά της μεγάλης καρυδιάς, γεννιόντουσαν τα πιο τρελά όνειρα. Πώς θα πετάγαμε ή πώς τη νύχτα η Παναγιά έβγαινε και περπατούσε στα δρομάκια με φως στα χέρια.
Ήμασταν ένα μπουλούκι παιδιών, αγόρια και κορίτσια, που ξεχύνονταν από το χάραμα ως το σούρουπο στους χωματόδρομους. Οι μεγάλοι μας φώναζαν «Μη τρέχετε σαν τους δαιμονισμένους!», μα εμείς γελούσαμε και τρέχαμε περισσότερο. Σκαρφαλώναμε στα δέντρα, κάναμε κούνια στα χαμηλά κλαδιά, ψάχναμε με μανία για κρυψώνες.
Η δική μας αγαπημένη ήταν πίσω απ’ την εκκλησία, εκεί που το μονοπάτι χανόταν στο δασάκι. Μια μικρή σπηλιά, ίσα που χωρούσαμε μέσα. Εκεί μαζευόμασταν μυστικά, με φακούς και σοκολάτες κι ορκιζόμασταν να μείνουμε φίλοι για πάντα. Εκεί γεννιόντουσαν τα πιο παιδικά όνειρα, καθαρά σαν το φως του Αυγούστου, που τρυπούσε τις φυλλωσιές και έπαιζε στις πλάτες μας.
Το βράδυ της παραμονής, το χωριό φωτιζόταν αλλιώς. Σπίτια, αυλές και μπαλκόνια στόλιζαν εικόνες με κεριά, λουλούδια και λιβάνι. Οι γυναίκες ζύμωναν, οι άντρες καθάριζαν τα πεζούλια. Κι εμείς, τρέχαμε ξυπόλυτοι στις πέτρες, μαζεύαμε λουλούδια να στολίσουμε την Παναγιά.
Το αποκορύφωμα ήταν η λειτουργία το βράδυ. `Ολο το χωριό κατέβαινε με τα πόδια στην εκκλησιά. Οι πιο ηλικιωμένοι έπαιρναν το χρόνο τους, μιλώντας για παλιές εποχές και τάματα που είχαν πιάσει. Οι μανάδες έκαναν το σταυρό τους με ευλάβεια, σιγοψιθύριζαν ευχές και προσευχές. Οι πατεράδες κοιτούσαν τον ορίζοντα, κάπως σκεφτικοί. Κι εμείς τα παιδιά… εμείς ήμασταν αλλού.
Καθόμασταν στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, κοιτώντας τα αστέρια, λέγοντας ιστορίες για φαντάσματα και παλιές αγάπες. Τα όνειρά μας τότε ήταν απέραντα: να γίνουμε πιλότοι, να ταξιδέψουμε στον κόσμο, να φτιάξουμε σπίτια δίπλα στη θάλασσα, να παντρευτούμε τη Μαρία ή τον Γιάννη ή όποιον είχε κλέψει την καρδιά μας εκείνο το καλοκαίρι.
Μέσα στην εκκλησία, η ατμόσφαιρα ήταν πυκνή. Τα κεριά έλιωναν αργά, κι ο ήχος της καμπάνας έσκιζε το βράδυ. Η εικόνα της Παναγίας, στολισμένη με ασπρόρουχα, ρόδα και λιβάνι, φάνταζε σχεδόν ζωντανή. Η γιαγιά μου έλεγε πάντα «Η Παναγιά ακούει, παιδάκι μου. Ό,τι της πεις, το φυλάει στην καρδιά της.»
Μετά τη λειτουργία, το πανηγύρι. Στην πλατεία, τα τραπέζια στρώνονταν από νωρίς. Ψησταριές με κρέατα, κοτόπουλα, τυριά των χωρικών και ψωμί ζυμωτό. Το κλαρίνο και το βιολί άρχιζαν να παίζουν σιγανά, ώσπου να μαζευτεί ο κόσμος. Οι πρώτοι χοροί ξεκινούσαν με δειλές κινήσεις, μα ως τα μεσάνυχτα, το γλέντι φούντωνε.
Εμείς τριγυρίζαμε στα σκοτεινά, μασουλώντας καλαμπόκι. Ποτέ δεν κοιμόμασταν εκείνο το βράδυ. Σκαρφαλώναμε στις στέγες, χαζεύαμε τα κεριά που τρεμόπαιζαν στις αυλές και φτιάχναμε όνειρα για τον κόσμο που μας περίμενε.
Και τώρα, χρόνια μετά, μέσα σε μια πόλη που δεν μυρίζει βασιλικό, με φώτα που δεν τρεμοπαίζουν αλλά τυφλώνουν, επιστρέφω με τη σκέψη. Είναι Δεκαπενταύγουστος ξανά, και ξυπνάει μέσα μου η νοσταλγία.
Θυμάμαι τα παιδικά χρόνια, που μοιάζουν τόσο κοντά και τόσο μακριά. Θυμάμαι το καλοκαίρι εκείνο, που όλα έμοιαζαν απλά, δίκαια, και γεμάτα φως. Τη κρυψώνα πίσω από το ξωκλήσι. Τη γιαγιά που μ’ έπιανε απ’ το χέρι και μου ‘λεγε «Άναψε το κερί σου, παιδί μου». Το μπουλούκι των παιδιών, που τώρα έχει σκορπίσει σε δουλειές, πόλεις, άλλες ζωές.
Κι όμως, κάθε που έρχεται ο Δεκαπενταύγουστος, η καρδιά μου κατηφορίζει ξανά στην εκκλησιά. Ανάβει το κερί της Παναγίας, λέει ένα «ευχαριστώ» κι ένα «συγχώρεσέ με». Και θυμάται.
Θυμάται το φως των κεριών. Τη ζέστη της αγκαλιάς. Τη σιγουριά της πίστης. Τα όνειρα που γεννήθηκαν κάτω απ’ τον πλάτανο. Και για μια στιγμή, όλα είναι όπως τότε. Πριν μεγαλώσουμε. Πριν σκορπίσουμε.
Πριν η νοσταλγία γίνει μόνιμη κρυψώνα…