Αχ, πόσο χαρούμενοι είναι οι γείτονες
Όταν τους βάζουμε φωτιά στο σπίτι τους
Η σκεπή καίγεται μέσα σε φλόγες
Λαμπερές.
Κομπάζοντας κι αυτοί τότε, από την πολλή χαρά
Όταν με τη σειρά τους πέτυχαν
Όλα τα σκυλιά μας να δηλητηριάσουν. Μεγαλείο
Ήταν μεγαλείο πράγματι όταν σκότωσαν την κατσίκα μας
Και την αγελάδα μας. Το καλαμπόκι μας σαν έκλεψαν
Μέρα, μεσημέρι.
Μετά από όλα αυτά
Σκεφτήκαμε ότι ήταν η σειρά μας τώρα
Να διασκεδάσουμε.
Ξεπέρασαμε έτσι όλες τις ανησυχίες μας
Και για να γίνει η διασκέδαση απόλυτη
Μολύναμε την πηγή τους. Από το σπίτι τους
Δεν αφήσαμε τίποτα
Πέτρα πάνω στην πέτρα.
Τώρα καθόμαστε και κοιτάζουμε
Ο ένας στον άλλον.
Ξέρουμε τι θ’ ακολουθήσει.
Ένα είδος μπαϊράμι στο οποίο
Εκείνοι που θα πεθάνουν πρώτοι
Θα χαρούν γιατί δεν θα χρειάζεται πλέον να δουν
Πώς θα τελειώσουν όλα.
Έχω ένα ντουλάπι στη μέση του καθιστικού.
Τέλος πάντων το παίρνω, πέφτω πάνω του. Δεν γνωρίζω καλά
Αλλά, και πιο πολύ δεν ξέρω, γιατί στέκεται εκεί. Είναι μεγάλο
Είναι άδειο. Είναι αμετακίνητο
Δεν μιλά. Μόνο γκρινιάζει μ’ έναν ήχο ακονισμένο
Απ’ όλες τις αρθρώσεις. Μονάχα που είναι ωφέλιμο
Για την προστασία από τους κοριούς
Τα ακάρεα και τις σαρανταποδαρούσες.
Μέχρι να το βγάλουμε έξω
Όλα αυτά θα καταρρεύσουν εντός του
Μπορεί το ντουλάπι
Που βρίσκεται στη μέση του καθιστικού να είναι μια αμαρτία
Πολύ πιο παλιά.
Αλλά ακόμη και πιο πριν απ’ αυτήν ακόμη
Στη χώρα μου, πολλοί άνθρωποι
Δολοφονήθηκαν δια τυφεκισμού
Σε μία μάχη ή από την πείνα ή από τη δίψα
Εξαρτάται, εν πολλοίς, από το πρόσωπο και την εμφάνιση του θανάτου.
Μερικοί από αυτούς
Προσπάθησαν να πουν
Κάτι.
Δεν ήταν τίποτε επικίνδυνο απ’ αυτά.
Παρ’ όλα αυτά, όλους, τους σκότωσαν.
*
Καθυστέρηση
Καθυστέρηση κάθε είδησης
Δύσκολα, αχ, δύσκολα μπορώ να καταλάβω τί γράφεις,
Γύρω – τριγύρω σου υπάρχουν κάμποι με παπαρούνες.
Το σιτάρι έχει εξαφανιστεί πρόωρα.
Εδώ σε μάς, οι νιφάδες πέφτουν από ψηλά,
Μου λες ότι δεν είσαι σίγουρος
Ίσως και να ‘ναι μόνο η στάχτη μερικών,
Όμως ούτε γι αυτό δεν είσαι βέβαιος.
Όλο και πιο δύσκολα φτάνουν τα νέα σε μάς.
Πώς και τί θα περάσει μέσα από το μέλι.
Πώς να σε ρωτήσω;
Πώς να μού απαντήσεις;
Πώς να το μάθουμε;
*
Το θαύμα
—Να ξέρετε ότι δεν
Κατοικεί ακόμη εδώ! Μετακόμισε.
Ο ναός ήταν γεμάτος. Ήταν καταπληκτικό
Ότι δεν είχε απομακρυνθεί από τη Γη, όμοιος
Μ’ ένα αερόστατο γεμάτο ζεστό αέρα.
Τα κεριά, η αναπνοή και οι προσευχές
Έχουν αυτή τη δύναμη κάποτες.
Γύρω, στους αγκώνες και στα γόνατα
Εκατοντάδες άνθρωποι,
Περπατούσαν πλάι στους τοίχους προσμένοντας
Ενα θαύμα.
Το θαύμα το αισθανόσουν στον αγέρα,
Σαν ευωδιά των φρούτων και του γιασεμιού ή στο αγιόκλημα, στο καλοκαίρι.
Έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε, έλεγαν οι κλέφτες
Κοίτα πώς συνωστίζονται, ενώ Αυτός
Μετακόμισε απροσδόκητα,
Χωρίς να πει ακόμη κι ούτε μία λέξη.
*
Του είπε η μάνα, η καλύτερη μάνα του κόσμου.
–Μην πατάς στον λεπτό πάγο επάνω–
Στο κεφάλι του βούιζε ένα σμήνος, μελισσών
Ένα εκατομμύριο μυρμήγκια περπατούσαν κάτω από το δέρμα.
Ο κόσμος γύρω μας ήταν υγρός και ζεστός,
Ακριβώς όπως ήθελε να είναι, αλλά σε αυτόν αυτόν
Κανείς δεν τον εξέτασε να δει
Πώς μοιάζει ο λεπτός πάγος.
—Πρόσεχε πάνω σε ποιόν στηρίζεσαι, όταν προχωράς—
Αλλά αυτός πιο πολύ πετούσε, γιατί ένιωθε
Πώς μεγαλώνουν τα φτερά του
Και δεν εγνώριζε πώς παγώνει το νερό.
—Πρόσεχε, αγαπημένε μου, ο πάγος έρχεται χωρίς να τον περιμένεις—
Ενώ αυτός, που δεν ξέρει να κολυμπά,
Περπατούσε ανενόχλητος πάνω στο νερό.
Τον παρακολουθούσαν με το βλέμμα κι έλεγαν – θα κουραστεί –.
Μερικές φορές προσεύχονταν ακόμη και για αυτό.
– Θα κουραστείς – συνέχισαν να λένε αδιάλειπτα, ο ένας, στον άλλο.
* Ὁ πεζογράφος καὶ διηγηματογράφος, Eugen Uricaru γεννήθηκε τὴν 11η Νοεμβρίου 1946 στὴν μικρὴ πόλη τοῦ Bacau, Buhuşi. Ἀποφοίτησε τὸ 1971 ἀπὸ τὴ Φιλολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Cluj-Napoca, Τμῆμα Ρουμανικῆς καὶ Ἰταλικῆς Λογοτεχνίας. Συμμετεῖχε τὸ 1968 στὴν ἀρχικὴ ὁμάδα ποὺ εξέδωσε τὸ περιοδικὸ τῆς Ἕνωσης φοιτητῶν τοῦ Πανεπιστημίου Babes -Bolyai, Echinox, μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους ποὺ ἐξελίχθηκαν σὲ σπουδαῖα ὀνόματα τῶν γραμμάτων καὶ τῶν ἐπιστημῶν. Ὁ Eugen Uricaru ἦταν ὁ πρῶτος Ἀρχισυντάκτης τοῦ περιοδικοῦ Echinox. Ἀπό τὸ 1971 μέχρι τὸ 1990 ἐργάστηκε ὡς συντάκτης στὸ περιοδικὸ Steauă. Κατὰ τὴ διετία 1990-1992 ἐκδότης, ἀναπληρωτὴς ἐπικεφαλῆς του περιοδικοῦ Luceafarul, στὸ Βουκουρέστι, καὶ στὴ συνέχεια πολιτιστικὸς ἀκόλουθος (1992-1995) τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν στὴν Ἀθήνα καὶ στὴ Ρώμη μεταξὺ 1995-1997. Τὸ χρονικὸ διάστημα 1997-2001 ήταν Γραμματέας τῆς Ἕνωσης Συγγραφέων καὶ ἀπὸ τὸ 2001 ἔως τὸ 2005, Ἀντιπρόεδρος τῆς Ἕνωσης Συγγραφέων 2003-2005. Ἀπὸ τὸ 2005 ἔως σήμερα Πρόεδρος τῆς COPYRO (Ἑταιρεία Συλλογικῆς Διαχείρισης Πνευματικῶν Δικαιωμάτων). Μετέφρασε στὴ ρουμανικὴ γλώσσα τὸν Alexandr Soljenitin, τὸν Curzio Malaparte καὶ τὸν Italo Calvino. Τὰ μυθιστορήματά του ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ γερμανικά, γαλλικά, ἰταλικά, οὐγγρικά, σερβικά, κινέζικα, βιετναμέζικα. Δύο φορὲς κάτοχος τοῦ Βραβείου τῆς Ρουμανικῆς Ἀκαδημίας γιὰ νέο συγγραφέα, πήρε τὸ Διεθνὲς Βραβεῖο Συγγραφέων τῆς Ἕνωσης “di Balkanika”.