«Κι εκείνες οι ολοζώντανες μού κλέβουν το οξυγόνο».
Σύλβια Πλαθ, δύο ποιήματα.
Μετάφραση – Επίμετρο: Δέσποινα Πυρκεττή
Τα ποιήματα «Τουλίπες»[i] και «Ο Νικ και το Κηροπήγιο» προέρχονται από τη δεύτερη ποιητική συλλογή της αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβια Πλαθ, Ariel, που εκδόθηκε το 1965, δύο χρόνια μετά την αυτοκτονία της. Οι συνθήκες του θανάτου της – από εισπνοή φυσικού αερίου στην κουζίνα του σπιτιού της, στο Λονδίνο – παρεισφρέουν εκ των πραγμάτων στην ανάγνωση της ποίησής της. Συχνά, μάλιστα, είναι τόσο έξεργοι οι συσχετισμοί ανάμεσα στη νοηματική συγκρότηση του έργου της και στη ζωή της, ώστε τα ποιήματά της να διαβάζονται ως προοικονομία τέλους – κραυγή απόγνωσης για πολλούς, και για άλλους, λιγότερους, ως θριαμβική διευθέτηση λογαριασμών.[ii] Για παράδειγμα, στο «Δώρο Γενεθλίων» (Ariel), οι στίχοι Γλυκά γλυκά εισπνέω/γεμίζω τις φλέβες μου με τ’ αθέατα, με εκατομμύρια/πιθανούς κόκκους σκόνης ν’ αποψιλώνουν τα χρόνια μου απηχούν το παράπονο της ασθενούς στις «Τουλίπες» που, κλινήρης, αναστατώνεται από την ασφυκτική παρουσία μιας κόκκινης ανθοδέσμης στο λευκό, αθόρυβο δωμάτιο, γιατί ο «κρότος τους» την κατακλύζει.
Παράλληλα με την αναπαραγωγή του βιωματικού/εξομολογητικού εναύσματος που πυροδοτεί εν πολλοίς την ποίησή της Πλαθ, η αισθητική και μορφοποιητική διάσταση του έργου της είναι εξίσου σημαντικές για την υποδοχή του. Ειδικά στη συλλογή Ariel, οι παρηχήσεις είναι στριγγές, οι λέξεις, κυρίως μονοσύλλαβες και δισύλλαβες ριπές, παρατάσσονται ακαριαία, ο ομοιοκαταληξίες είναι αραιές και προσεκτικά επιλεγμένες για να τονίσουν απρόσμενες συνάψεις, οι διασκελισμοί ανοικειώνουν, τα σχήματα λόγου – παρομοιώσεις, μεταφορές, αλληγορίες – διανοίγουν διαρκώς την πρόσληψη. Στη μετάφραση που προτείνουμε εδώ, εκεί όπου δεν ήταν δυνατό να αναπαραχθούν αυτούσια τα σχήματα λόγου (για παράδειγμα, οι επιμέρους ομοιοκαταληξίες stupid pupil και scared and bare στη δεύτερη και τέταρτη στροφή των «Τουλίπων» αντίστοιχα), η απώλεια αντισταθμίζεται με λεκτικές παρεκκλίσεις,εξού και οι «κόκκινες λύπες», που αξιοποιούν την ομοηχία των λέξεων λύπες/τουλίπες, αντικαθιστώντας τα «βαρίδια» (lead sinkers) του πρωτοτύπου. Τέλος, το γκροτέσκο χιούμορ που η Πλαθ μεταχειριζόταν με φειδώ αλλά και δεινότητα σε προγενέστερα ποιήματα, όπως για παράδειγμα στη «Γουρούνα»[iii], γίνεται σαφώς δυσδιάκριτο στη συλλογή Ariel,χωρίς όμως να έχει εκλείψει τελείως.
***
Στις «Τουλίπες», τα λουλούδια «σαν τ’ άγρια θηρία» επινεύουν, όπως και στη «Γουρούνα», στη σύμφυρση του φυτικού με το ζωικό στοιχείο και, κατ’ επέκταση, με το ανθρώπινο, ιχνογραφώντας μιαν οικουμενική πρόσληψη του κόσμου που αναπάντεχα ανασημασιοδοτεί συμβατικές εικόνες, όπως π.χ. ένα μπουκέτο με ευχές για γρήγορη ανάρρωση. Τα ισχυρότερα στιγμιότυπα του ποιήματος περιστρέφονται γύρω από τη συνήχηση του λευκού και του κόκκινου, που τελούν σε απόλυτη ισορροπία: οι λέξεις λευκό και κόκκινο επαναλαμβάνονται πέντε φορές έκαστη στο ποίημα. Στις «Τουλίπες» (όπως και στο «Δώρο Γενεθλίων»), το λευκό είναι το χρώμα των σεντονιών, του νοσοκομείου, το χρώμα των φασκιών και των επίμονα ανοιχτών βλεφάρων, που δεν αφήνουν τίποτα να περάσει απαρατήρητο.[iv] Κάθε λευκό αντικείμενο φέρει το επίχρισμα της αγνής, αθόρυβης ακινησίας,[v] που αναπάντεχα ανατρέπεται από την ανελέητη ορμή του κόκκινου της καρδιάς, καθώς πάλλει «από αγάπη αδήριτη». Ο αέρας, πριν «περίπου ήρεμος», τώρα πηκτός, σωματοποιείται και στο επόμενο ποίημα, μορφοποιημένος σε αιχμηρούς σταλακτίτες.
***
«Ο Νικ και το Κηροπήγιο» απευθύνεται στον τότε νεογέννητο γιο της Πλαθ, Νίκολας, αλλά ταυτόχρονα παρωδεί το αγγλικό νανούρισμα “Jack be nimble/Jack be quick/Jack jump over the candlestick”. Η διακειμενική αναφορά είναι ευανάγνωστη για τον αγγλόφωνο αναγνώστη. λιγότερο έκτυπη είναι η νοσηρή αμφισημία του τίτλου: αν το αγόρι δεν είναι αρκετά σβέλτο όταν πηδά πάνω απ’ το κηροπήγιο, είτε θα καεί είτε θα είναι κακότυχο.[vi] Μέχρι να διανύσει την απόσταση που την χωρίζει από το βρεφικό κρεβατάκι, η αφηγήτρια βυθίζεται στο σκοτάδι των εγκάτων, σαν μεταλλωρύχος, σε βάθη όπου το οξυγόνο λιγοστεύει και η μήτρα της γης απηχεί τη γυναικεία λεκάνη ως «αρχαία σπηλιά», εκεί όπου κοιμόταν το έμβρυο για μήνες. Ούτε καν τα σαρκοβόρα (ιερά) μυστήρια μπορούν να αντιστρέψουν την ορμητική ροή της νέας ζωής. Το βρέφος έχει κληρονομήσει πόνο, αλλά και το θαυματουργό ενδεχόμενο της ανοσίας, τρυφερά δοσμένο με συγκρατημένο λυρισμό: Το αίμα θάλλει καθαρό/μέσα σου, ρουμπίνι μου./Ο πόνος που σε ξύπνησε δεν είναι καν δικός σου.
Το τελευταίο τρίστιχο του ποιήματος «Ο Νικ και το Κηροπήγιο» αναπαράγει στη μετάφραση τις τόσο προσφιλείς στην Πλαθ παρηχήσεις (στερεός/στηρίζεται/στερέωμα), ενώ ανακαλεί, στο ευρύτερο σημασιολογικό πλέγμα της χριστιανικής θρησκείας, την πίστη στο υπερβατικό. στη συγκεκριμένη περίπτωση, την πίστη στην άμωμο σύλληψη αθάνατου όντος. Εντούτοις, αφού η θρησκεία έχει ήδη υπονομευθεί μέσα από την απομαγευτική ανάταξη της μετάληψης, «το μωρό στη φάτνη» εκθέτει το αναπόδραστο της θνητότητας παρά την προσδοκία για αιώνια ζωή. Στο ποίημα, όπως και στο νανούρισμα που υπαινίσσεται ο τίτλος του, ο ύπνος δεν είναι ακίνδυνος: είναι απαραίτητος για να συντηρούνται οι ζωτικές λειτουργίες, αλλά αυτή ακριβώς η καθ’ ύπνον αναστολή της ζωής φέρνει τον ύπνο πολύ κοντά στον θάνατο.
Τουλίπες
Οι τουλίπες είναι πυριφλεγείς, εδώ είναι χειμώνας.
Δες πόσο λευκά είν’ όλα, πόσο ήσυχα, χιονοσκέπαστα.
Μαθαίνω γαλήνη, έτσι όπως ξαπλώνω μόνη στη σιωπή
και το φως πέφτει στους λευκούς τοίχους, στο κρεβάτι, στα χέρια μου.
Είμαι ανύπαρκτη. Τι σχέση έχω εγώ με εκρήξεις;
Παρέδωσα όνομα και ρούχα στις νοσοκόμες,
ιστορικό στον αναισθησιολόγο, το κορμί μου στους χειρουργούς.
Στερέωσαν το κεφάλι μου ανάμεσα στο μαξιλάρι και το κατωσέντονο
σαν μάτι ανάμεσα σε δυο λευκά βλέφαρα που δεν λένε να κλείσουν.
Ηλίθιο βλέμμα, όλα τα καταγράφει.
Οι νοσοκόμες περνούν διαρκώς, δεν μ’ ενοχλούν,
περνούν όπως περνούν οι γλάροι στη στεριά, με τα λευκά τους σκουφάκια,
χειρωνακτούν, ίδιες κι απαράλλακτες,
πόσες είναι, έχω χάσει τον λογαριασμό.
Το σώμα μου για εκείνες είναι βότσαλο, το περιθάλπουν όπως το νερό
περιθάλπει τα βότσαλα προτού τα στιλβώσει τρυφερά στο διάβα του.
Μου φέρνουν μούδιασμα οι αστραφτερές βελόνες τους, μου φέρνουν ύπνο.
Τώρα που έχασα ό,τι είμαι, σιχάθηκα τις αποσκευές –
η δερμάτινη βαλίτσα μου μαύρη θήκη χαπιών,
ο άντρας και το παιδί μου χαμογελούν στη φωτογραφία.
τα χαμόγελά τους, γελαστά κρικέλια, αγκιστρώνονται στο πετσί μου.
Τ’ άφηνα όλα να περνούν ξυστά από δίπλα μου, φορτηγό πλοίο ετών τριάντα
κρατιέμαι με πείσμα από ένα όνομα, μια διεύθυνση.
Μ’ έχουν σκουπίσει ενδελεχώς από κάθε ενδεχόμενο αγάπης.
Φοβόμουν, γυμνή πάνω στο πράσινο τρόλεϊ με το πλαστικό μαξιλάρι
έβλεπα τα πιατικά μου, τα ασπρόρουχα, τα βιβλία
να βουλιάζουν πέρα απ’ το βλέμμα μου ώσπου βυθίστηκα ολόσωμη.
Τώρα είμαι μοναχή, ποτέ πριν τόσο αγνή.
Δεν ήθελα λουλούδια, ήθελα μόνο
να ξαπλώσω με τις παλάμες μου ανοιχτές, κενή από μέσα.
Ελευθερία, δεν φαντάζεσαι πόση ελευθερία –
Η γαλήνη είναι τόσο μεγάλη που σε ζαλίζει,
και δεν ζητάει τίποτα, μια ταμπέλα, μερικά μπιμπελό.
Σ’ αυτήν απολήγουν οι πεθαμένοι. τους φαντάζομαι
να την καταπίνουν σαν πρόσφορο.
Μα πόσο κόκκινες πια, με πληγώνουν.
Πίσω απ’ το περιτύλιγμα τις άκουγα ν’ αναπνέουν
ανάλαφρα, μέσα απ’ τις πάλλευκες φασκιές, σαν φρικτό βρέφος.
Το κόκκινό τους μιλά στην πληγή μου, ανταποκρίνεται.
Είναι αβρές: σαν να επιπλέουν, κι ας με τραβούν προς τα κάτω,
μ’ αναστατώνουν με τις αιφνίδιες γλώσσες και το χρώμα τους,
ένα μπουκέτο κόκκινες λύπες γύρω απ’ τον λαιμό μου.
Κανείς δεν με κοιτούσε πριν, τώρα με κοιτούν.
Οι τουλίπες στρέφονται προς το μέρος μου, προς το παράθυρο πίσω μου
όπου μια φορά τη μέρα το φως αργά πλαταίνει και αργά λεπταίνει,
και με βλέπω επίπεδη, γελοία, χαρτοκομμένη σκιά
ανάμεσα στο μάτι του ήλιου και στα μάτια των τουλίπων.
Δεν έχω πρόσωπο, θέλησα να γίνω απρόσωπη.
Κι εκείνες οι ολοζώντανες μού κλέβουν το οξυγόνο.
Προτού έρθουν, ο αέρας ήταν περίπου ήρεμος,
μπαινόβγαινε αθόρυβα με την ανασαιμιά μου.
Ώσπου οι τουλίπες σαν κρότος τον πλημμύρισαν.
Τώρα ο αέρας μια σκαλώνει μια τυλίγεται γύρω τους όπως το ποτάμι
μια σκαλώνει μια τυλίγεται γύρω από βυθισμένη μηχανή στο κόκκινο της σκουριάς.
Επιτάσσουν την προσοχή μου, που πριν τόσο χαιρόταν
να παίζει και να ξαποσταίνει κατά βούληση.
Ακόμα κι οι τοίχοι σαν να θερμαίνονται.
Οι τουλίπες έπρεπε να’ ταν σε κλουβί σαν τ’ άγρια θηρία.
βρυχώνται όπως βρυχάται λιοντάρι στην Αφρική
κι εγώ αφουγκράζομαι την καρδιά μου: πάλλει
τα κόκκινα άνθη της στο βάζο από αγάπη αδήριτη για μένα.
Το νερό που γεύομαι είναι ζεστό και αλμυρό, όπως η θάλασσα,
κι αναβλύζει από χώρα μακρινή, σαν την υγεία.
Ο Νικ και το Κηροπήγιο
Είμαι μεταλλωρύχος. Καίει το φως, γαλάζιο.
Κερένιοι σταλακτίτες
στάζουν και πήζουν, δάκρυα
που εκβάλλει η γήινη μήτρα
όταν θανάσιμα βαριέται.
Αέρας μαύρη νυχτερίδα
με τυλίγει, τρύπια μαντίλια,
ψυχρά φονικά.
Κολλούν πάνω μου σαν τα δαμάσκηνα.
Αρχαία σπηλιά ασβέστιο
αποκρυσταλλωμένο, αρχαία αντιλαλιά.
Ακόμη κι οι σαύρες είναι λευκές,
οι θρησκευόμενες.
Και τα ψάρια, τα ψάρια —
Χριστέ μου! πάγου παγίδες
σαν κοφτερές λεπίδες
πιράνχας
θρησκείας που μεταλαμβάνει
την πρώτη κοινωνία στις μύτες των δαχτύλων μου.
Το κερί
καταπίνει και ανακτά το μικρό του δέμας,
το κίτρινό του αναθαρρεύει.
Αχ αγάπη μου, πώς βρέθηκες εδώ;
Αχ, έμβρυο, θυμάσαι, ακόμα και στον ύπνο,
μικρό-μικρό σου τό’δωσα
πώς σταυρωτά κοιμόσουν.
Το αίμα θάλλει καθαρό
μέσα σου, ρουμπίνι μου.
Ο πόνος
που σε ξύπνησε δεν είναι καν δικός σου.
Αγάπη, αγάπη μου
κρέμασα στη σπηλιά μας τριανταφυλλιές,
στρωσίδια αραχνοΰφαντα—
βικτωριανά κατάλοιπα.
Ας γκρεμοτσακιστούν τ’ αστέρια
στον σκοτεινό τους προορισμό,
Άσε του υδραργύρου
τα άτομα τα παραλυτικά να στάξουν
μέσα στο τρομερό πηγάδι.
Εσύ είσαι εκείνος
ο στερεός που πάνω του στηρίζεται με φθόνο το στερέωμα.
Εσύ είσαι το μωρό στη φάτνη.
***
[i] Η μετάφραση του ποιήματος «Τουλίπες» εμπλουτίστηκε από την οξυδερκή ματιά του Αντώνη Κ. Πετρίδη.
[ii] Το ποίημα «Άκρη» («Edge», Ariel, 1965) που γράφτηκε μέρες πριν την αυτοκτονία της Πλαθ, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό σπουδή στον θάνατο ως μέσο εκούσιας ολοκλήρωσης του κύκλου της ζωής. Η πρώτη στροφή είναι ενδεικτική: Η γυναίκα τελειοποιήθηκε./ Το νεκρό της/ σώμα φοράει το χαμόγελο του επιτεύγματος,/η ψευδαίσθηση μιας ελληνικής ανάγκης/ρέει στις πτυχώσεις της χλαμύδας της,/Τα γυμνά της/πόδια σαν να λένε:/κάναμε τόσο δρόμο, φτάνει πια.
[iii] Το γκροτέσκο χιούμορ της «Γουρούνας» («Sow», The Colossus, 1960) συμφύρει το θρυλικό οικόσιτο ζώο με κάθε πλάσμα που εξάπτει την περιέργεια χάρη στους πολλαπλούς ρόλους που, ευλόγως ή όχι, του αποδίδονται. Το ποίημα ασφαλώς και θα μπορούσε να εκληφθεί ως αλληγορία για τις πολλαπλές ιδιότητες της γυναίκας, αλλά η κυνική απάθεια της γουρούνας μπροστά στο δέος που έχει προκαλέσει στους παρευρισκόμενους εμπλουτίζει κωμικά τη μονοδιάστατη πρόθεση του έμφυλου σχολίου: Δεν ήταν δα καμιά ολάνθιστη πορσελάνη, κουμπαράς/με σχισμή για να ρίχνουν κέρματα/τα προκομμένα, ούτε κανένα χαζογούρουνο, βορά σε πειράγματα/λίγο πριν δοξασθεί για πρώτης τάξεως ψαχνό και τραγανή κρούστα/γαρνιρισμένη με μαϊντανό. […] Κι αφού δεν χώνευε κανέναν κανόνα/πήγε και καταβρόχθισε τις γούρνες με τις εφτά θάλασσες και κάθε σεισμογενή ήπειρο.
[iv] Έξω από το ποιητικό σύμπαν της Πλαθ, η Κ. Γώγου συστήνει το άσπρο με καταπληκτική αντιστοιχία, αν και με σαφώς ηχηρότερη πολιτική και κοινωνική παρέμβαση : Άσπρη είναι η αρία φυλή/η σιωπή/τα λευκά κελιά/το ψύχος/το χιόνι/οι άσπρες μπλούζες των γιατρών/τα νεκροσέντονα/η ηρωίνη. (Κατερίνα Γώγου, «Για την Αποκατάσταση του Μαύρου».)
[v] Το μοτίβο της σιωπής ως προϋπόθεσης αλλά και επιδίωξης του θανάτου αναδεικνύεται πιο ανάγλυφα στο «Δώρο Γενεθλίων» («Birthday Present», Ariel, 1965) όταν η αφηγήτρια παρακαλεί τον συνομιλητή της να την αφήσει να ανοίξει το αστραφτερό πακέτο που την κοιτάζει επίμονα: Θα το πάρω και ήσυχα θα αποτραβηχτώ./Δεν θα μ’ ακούσεις καν να το ανοίγω, δεν θα τσακίσω το χαρτί,/ Ούτε θα πέσουν οι κορδέλες ούτε θ’ αναφωνήσω.
[vi] Το νανούρισμα περιγράφει μια παιγνιώδη μορφή πρόβλεψης του μέλλοντος στην Αγγλία του 19ου αιώνα: όποιος κατάφερνε να πηδήξει πάνω από αναμμένο κερί, χωρίς να σβήσει τη φλόγα, θα ήταν καλότυχος.
Η Δέσποινα Πυρκεττή (γενν. 1973) σπούδασε Μετάφραση στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Κέρκυρας, Συγκριτικές Πολιτισμικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Θεατρικές Σπουδές στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Εργάζεται ως μεταφράστρια, με γλώσσες εργασίας τα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γαλλικά.