(ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ. Τον Οκτώβριο του 2019 στο Εργαστήρι Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Ινστιτούτου Θερβάντες της Αθήνας, υπό τον συντονισμό μου, ξεκινήσαμε την μετάφραση Ισπανόφωνων ποιητών, με στόχο να γνωστοποιήσουμε σημαντικές φωνές, ανέκδοτες τις περισσότερες φορές στην Ελλάδα.
Η μέθοδος μετάφρασης που ακολουθούμε είναι το εξής: αρχικά, τα κείμενα μεταφράζονται σε ατομικό επίπεδο και στη συνέχεια επανελέγχονται στην τάξη σε συλλογικό επίπεδο, με την συμμετοχή όλων των μεταφραστών. Όμως ο κύριος μεταφραστής, ο υπογράφων, είναι εκείνος που θα επιλέξει, εν τέλει, σύμφωνα με τις προτιμήσεις του, παρά τις προτεινόμενες εναλλακτικές, με την προϋπόθεση ότι δεν υποπίπτει σε κάποιο σημασιολογικό ή άλλης φύσης λάθος. Αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει πλήρης ομοιογένεια μεταξύ των μεταφράσεων, αλλά, αντιθέτως, διακρίνεται, σε κάθε μια, το προσωπικό στίγμα του κύριου δημιουργού της. Πριν δημοσιευτούν, οι μεταφράσεις επιβλέπονται και από τον ποιητή, Κρατικό Βραβείο και Ισπανιστή, Σταμάτη Πολενάκη).
MIGUEL ÁNGEL ZAPATA
Μιγκέλ Άνχελ Θαπάτα (Πιούρα, 1955). Ποιητής και δοκιμιογράφος από το Περού. Σπούδασε Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία στην Λίμα, έκανε μεταπτυχιακό σε Συγκριτική Λογοτεχνία και Διδακτορικό σε Φιλοσοφία και Γράμματα στο Washington University. Είναι Καθηγητής Λατινοαμερικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Hofstra (Νέα Υόρκη). Η ποίηση του έχει λάβει βραβεία και έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Πορτογαλικά, Αραβικά και Ρωσικά.
Η μετάφραση είναι του Ιωάννη Κανάκη.
Βιρχίνια Λόπεθ Ρέθιο
MIGUEL ÁNGEL ZAPATA
Prólogo
Escribo poesía caminando.
Árboles como estrellas en el
patio lleno de geranios.
Las ciudades pasan con sus ojeras
bebiéndose toda el agua de las calles.
Dios es el río: un aire de mar brota
De su casa, relámpagos y cuervos
Embellecen otra vez las nubes.
Allá las torres y los siete mares,
aquellos reyes coronados por ellos
mismos en el festín de la poesía.
Aquí multitudes de arcos abren los
Portones para poder ver el corazón.
La poesía es así: un árbol desconocido
Que cruza la ciudad.
Πρόλογος
Γράφω ποίηση περπατώντας
Δέντρα σαν αστέρια στην
αυλή γεμάτη από γεράνια.
Οι πόλεις περνάνε με μαύρους κύκλους στα μάτια
πίνοντας όλο το νερό των δρόμων.
Θεός είναι το ποτάμι: ένα θαλασσινό αεράκι αναβλύζει
από τον οίκο του, αστραπές και κοράκια
ομορφαίνουν ξανά τα σύννεφα.
Εκεί οι πύργοι και οι επτά θάλασσες
εκείνοι οι βασιλιάδες εστεμμένοι από αυτούς
τους ίδιους στο συμπόσιο της ποίησης.
Εδώ αναρίθμητες αψίδες ανοίγουν τις
πύλες για να μπορέσουν να δουν τη καρδιά.
Η ποίηση είναι έτσι: ένα δέντρο άγνωστο
που διασχίζει την πόλη.
*
Un árbol cruza la ciudad
Un árbol cruza la ciudad con
pájaros oscuros.
Desde la ventana la lluvia ligera
Engaña como la nieve negra.
Él árbol clavado en la tierra se sube
despacio sobre las casas,
trepa más allá de su torbellino, y se
levanta ante la angustia de todos los
males.
En el nombre del árbol, en el nombre
del cielo, los anillos de su corazón.
Ένα δέντρο διασχίζει την πόλη
Ένα δέντρο διασχίζει την πόλη με
πουλιά σκοτεινά.
Από το παράθυρο το ψιλόβροχο
εξαπατάει όπως το μαύρο χιόνι.
Το δέντρο καθηλωμένο στη γη ανεβαίνει
αργά πάνω από τα σπίτια
σκαρφαλώνει πιο πέρα από τον κουρνιαχτό του, και
εξεγείρεται μπροστά στην αγωνία όλων των
κακών.
Εις το όνομα του δέντρου, εις το όνομα
του ουρανού, τα δακτυλίδια της καρδιάς του.
*
El grito de Munch
Camino ensangrentado pro el puente de Brooklyn.
Acabo de cometer un crimen imperdonable.
He escrito un poema bajo el cielo color sangre y
se han sanado todas mis heridas.
Es la primera vez que escribo confundido en un
puente de fierro partido por la mitad.
Se oye el lamento de los glaciares y el cielo tiembla.
Las palabras se sobrecogen en el vacío de la ciudad,
y el puente se quiebra ante la negrura de un fiordo.
Un árbol llora su soledad y yo busco mi remanso
en un glaciar sin fondo.
Estoy perdido en una calle gélida de Nueva York y
ningún rascacielos escucha mis lamentos.
La poesía tiene color sangre y el dolor retumba
tiernamente en el corazón de todos los puentes.
Η κραυγή του Μουνκ
Περπατώ ματωμένος στην γέφυρα του Μπρούκλιν
Μόλις διέπραξα ένα έγκλημα ασυγχώρητο.
Έγραψα ένα ποίημα κάτω από τον ουρανό στο χρώμα του αίματος και
γιατρεύτηκαν όλες οι πληγές μου.
Είναι η πρώτη φορά που γράφω μπερδεμένος σε μια
γέφυρα από σίδερο χωρισμένη στη μέση.
Ακούγεται ο θρήνος των παγετώνων και ο ουρανός τρέμει.
Οι λέξεις τρομάζουν στο κενό της πόλης,
και η γέφυρα σπάει μπροστά στην μαυρίλα ενός φιόρδ.
Ένα δέντρο κλαίει την μοναξιά του και εγώ ψάχνω το ησυχαστήριό μου
σε έναν παγετώνα χωρίς βάθος.
Είμαι χαμένος σε ένα παγωμένο δρόμο της Νέας Υόρκης και
κανένας ουρανοξύστης δεν ακούει τους θρήνους μου.
Η ποίηση έχει χρώμα αίματος και ο πόνος αντηχεί
τρυφερά στην καρδιά όλων των γεφυρών.
*
El arte de la soledad
Estás en casa felizmente contigo, alegre, y sin nadie
a tu costado:
la mesa larga de madera, un cuadro de Eielson,
varios Quintanilla, viejos libros, vino tinto,
tallarines en salsa roja y el pan al ajo una delicia.
Queda todavía el olor de las almohadas arrugadas, el
momento hueco del abrazo, y las fantasmas que
Vuelven como alhucemas a distraer tu grata compañía
cada noche.
Η τέχνη της μοναξιάς
Είσαι στο σπίτι ευτυχισμένα με τον εαυτό σου, χαρούμενος, και χωρίς κανέναν
στο πλευρό σου:
το τραπέζι μακρύ από ξύλο, ένας πίνακας του Έγιελσον,
διάφοροι της Κιντανίγια, παλιά βιβλία, κόκκινο κρασί,
ταλιατέλες με κόκκινη σάλτσα και το σκορδόψωμο μια απόλαυση.
Μένει ακόμα η μυρωδιά των τσαλακωμένων μαξιλαριών, η
κούφια στιγμή του εναγκαλισμού, και τα φαντάσματα που
επιστρέφουν σαν λεβάντες για να αποσπάσουν την ευχάριστη συντροφιά σου
κάθε νύχτα.
*
Uno se cansa de estar solo
Uno se cansa de estar solo delirando
con su ventana en medio de la calle,
entre la nieve que arrastra
su blancor por los callejones olvidados.
Uno se cansa de salir a buscar la
misma mujer con el cabello
largo hasta los pies.
Tal vez en eso consista el arte de la soledad:
escribir repetidas veces la isla con su cielo lila
y la esbeltez del faro que derrama su luz sobre
nuestro cabello alborotado.
Tal vez sea sólo eso: una brújula sin memoria
para el tiempo que vendrá.
Ένας κουράζεται να είναι μόνος
Ένας κουράζεται να είναι μόνος παραληρώντας
με το παράθυρό του στην μέση του δρόμου,
ανάμεσα στο χιόνι που σκορπίζει την λευκότητά του
στα ξεχασμένα σοκάκια.
Ένας κουράζεται να βγαίνει για να ψάχνει την
ίδια γυναίκα με τα μαλλιά
μακριά έως τα πόδια.
Ίσως σ’ αυτό έγκειται η τέχνη της μοναξιάς:
να γράφεις ξανά και ξανά το νησί με τον λιλά ουρανό του
και η λυγεράδα του φάρου που ξεχύνει το φως του πάνω
στα ανακατεμένα μαλλιά μας.
Ίσως να είναι μόνο αυτό: μια πυξίδα χωρίς μνήμη
για τον χρόνο που θα έρθει.
*
Viajando en tren
Viajo en tren mirando el mar mediterráneo.
Qué delicia esta vista.
Aquí comienza el mundo: los ángeles se bañan
desnudos en el espumoso mar.
El caracol avanza hacia la cima sin contratiempos.
Un coro de piedras nos canta en el vagón
Y las rosas se levantan su traje azul
para poder ver el océano sin fondo.
En el tren mi pobre silencio.
Siempre vuelvo con demasiados libros en mis maletas,
tarjetas postales y la cicatriz del tiempo.
He estado en varios trenes pero este es el más bello.
No hay nadie: solo un televisor que no me mira y una
luna que no se siente.
El mar está desnudo y es mi camino.
La jauría está lejos de mí, y este aire me limpia
con los hilos del horizonte.
No hay nadie, mi ojo es una lupa que se
escabulle bajo los pinos que crecen en el mar.
Nunca vi pinos más hermosos, largos y serenos
Navegan hacia otro blancor.
Aquí no hay árboles que tumbar, solo párpados
que sortean el cautiverio de las rocas.
Aquí cantan las piedras enterradas,
los muertos que recuerdan los grandes
barcos perdidos en alta mar.
No hablo de la rosa que flota sino de la rosa que
oye el agua.
La rosa que es azul y es la grieta, el asta y el cordel
del cielo.
El cielo nos mira y nos escribe, no necesitamos
decirle nada.
El cielo tiene flores y habla de otra manera:
su fragancia viene de las redes de las islas,
de la bruma que irradia el sol cuando
abre su boca para abrazarnos.
Busco una isla con mi canoa pequeña,
desde mi bosque de sombras diviso
una llama mientras me ladra el mar.
Ταξιδεύοντας με τρένο
Ταξιδεύω με τρένο κοιτάζοντας την Μεσόγειο.
Τι απόλαυση αυτή η θέα.
Εδώ αρχίζει ο κόσμος: Οι άγγελοι κάνουν μπάνιο
γυμνοί στην αφρισμένη θάλασσα.
Το σαλιγκάρι προχωράει προς την κορυφή χωρίς απρόοπτα.
Μια χορωδία από πέτρες μας τραγουδάει στο βαγόνι
Και τα τριαντάφυλλα φοράνε την μπλε φορεσιά τους
για να μπορέσουν να δουν τον ωκεανό χωρίς φόντο.
Στο τρένο η φτωχή μου σιωπή.
Πάντα επιστρέφω με υπερβολικά βιβλία στις βαλίτσες μου,
ταχυδρομικές κάρτες και την ουλή του χρόνου.
Έχω βρεθεί σε διάφορα τρένα όμως αυτό είναι το πιο όμορφο.
Δεν υπάρχει κανείς: μόνο μια τηλεόραση που δεν με βλέπει και ένα
φεγγάρι που δεν φωτίζει.
Η θάλασσα είναι γυμνή και είναι ο δρόμος μου.
Η αγέλη των σκύλων βρίσκεται μακριά και αυτός ο αέρας με καθαρίζει
με τις γραμμές του ορίζοντα.
Δεν υπάρχει κανένας, το μάτι μου είναι ένας μεγεθυντικός φακός που
δραπετεύει κάτω από τα πεύκα που μεγαλώνουν στην θάλασσα.
Ποτέ δεν είδα πεύκα πιο όμορφα, ψιλόλιγνα και ειρηνικά
πλέουν προς μια άλλη λευκότητα.
Εδώ δεν υπάρχουν δέντρα για να ρίξεις, μόνο βλέφαρα που
αποφεύγουν την αιχμαλωσία των πετρωμάτων.
Εδώ τραγουδούν οι ενταφιασμένες πέτρες,
οι νεκροί που θυμούνται τα μεγάλα
καράβια χαμένα στην ανοιχτή θάλασσα.
Δεν μιλώ για το τριαντάφυλλο που επιπλέει
αλλά για το τριαντάφυλλο
που ακούει το νερό.
Το τριαντάφυλλο που είναι μπλε και είναι η ρωγμή, το κατάρτι και το σχοινί
του ουρανού.
Ο ουρανός μας βλέπει και μας γράφει, δεν χρειαζόμαστε
να του πούμε τίποτα.
Ο ουρανός έχει λουλούδια και μιλάει με άλλο τρόπο:
Η ευωδιά του έρχεται από τα συμπλέγματα των νησιών,
από την ομίχλη που ακτινοβολεί ο ήλιος όταν
ανοίγει το στόμα του για να μας αγκαλιάσει.
Ψάχνω ένα νησί με το μικρό κανό μου,
από το δάσος μου των σκιών διακρίνω
μια φλόγα ενώ μου κραυγάζει η θάλασσα.