Scroll Top

Edoardo Sanguineti – Δύο ποιήματα – Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας

ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ (ΚΑΙ ΖΩΑ)

Είμαστε όλοι πολιτικοί (και ζώα):
αφού το είπα αυτό, μπορώ επίσης να σου πω πως
μισώ τους μισητούς πολιτικούς: (θα σ’ απαλλάξω ακόμη κι από μια λιτή αναφορά σε έναν επεξηγηματικό και αιτιολογημένο κατάλογο): (μπορείς να επιλέξεις εσύ τα επώνυμα και τα ονόματα και να πυροβολήσεις στο σωρό): (και να διαλέξεις εσύ τη δικαιολογία, ανά περίπτωση)
αλλά, για απλοποίηση, προσθέτω ότι, εάν είναι αλήθεια ότι,
για μένα (όπως λέω και επαναλαμβάνω) όλα είναι πολιτική,
σε αυτόν τον κόσμο, η πολιτική δεν είναι το παν: (κι αυτό καθορίζει,
ποιοι είναι για μένα, οι μισητοί πολιτικοί και τα δικά μου γιατί):
μου αρέσει αυτή η υπέροχη πολιτική
που είναι παρούσα στις χειρονομίες της καθημερινής ζωής, στις καθημερινές λέξεις
(όπως γεια, ψωμί, μουνί, ευχαριστώ πολύ): (όπως τα γκράφιτι που βρίσκεις στις τουαλέτες,
σπρέι-χυμένα στους τοίχους, ανάμεσα σε ένα σύνθημα κι ένα άλλο, από κάτω, ζωηρά):
(κι εκτός αυτού, ξέρω ότι δεν λέγεται, αλλά, τελικώς, μου είναι μισητοί και οι άνθρωποι και τα ζώα)

SIAMO TUTTI POLITICI (E ANIMALI)
Siamo tutti politici (e animali):
premesso questo, posso dirti che
odio i politici odiosi: (e ti risparmio anche soltanto un parco abbozzo di catalogo
esemplificativo e ragionato): (puoi sceglierti da te cognomi e nomi, e sparare
nel mucchio): (e sceglierti i perché, caso per caso)
ma, per semplificare, ti aggiungo che, se è vero che,
per me (come dico e ridico) è politica tutto,
a questo mondo, non è poi tutto, invece, la politica: (e questo mi definisce,
sempre per me, i politici odiosi, e il mio perché):
amo, così, quella grande politica
che è viva nei gesti della vita quotidiana, nelle parole quotidiane
(come ciao, pane, fica, grazie mille): (come quelle che ti trovi graffite dentro i cessi,
spraiate sopra i muri, tra uno slogan e un altro, abbasso, viva):
(e poi, lo so che non si dice, ma, alla fine, mi sono odiosi e uomini e animali)

* * *

ΓΥΑΛΙΑ
Έχω προσαρμοστεί στα γυαλιά (τα οποία η άδεια οδήγησης μου τα καθιστά υποχρεωτικά πλέον, μέσα σε δυο ημέρες: βλέπω τα πάντα πιο ξεκάθαρα: (αλλά δεν σημαίνει τίποτα αυτό για μένα, δεν έγινα καλύτερος, στην πραγματικότητα: ένα φανάρι είναι πάντα ένα φανάρι, ένα πεζοδρόμιο είναι πεζοδρόμιο: κι εγώ είμαι ακόμα εγώ, έτσι)
(όσο για την οδυνηρή αίσθηση ζάλης,
συνοδό της ημικρανίας, ξαναπήγα, σε ένα Οπτικό Ινστιτούτο στη Λεωφόρο Μπουένος Άιρες
κι αυτή τη φορά, τη βίωσα και την ξεπέρασα): (ο οφθαλμίατρος
ισχυρίστηκε ότι, με την πάροδο του χρόνου, είχα δημιουργήσει τη δική μου αυθαίρετη αναπαράσταση της πραγματικότητας, που προορίζεται τώρα, με τους φακούς, να καταρρεύσει ξαφνικά):
και μπόρεσα
να ελπίσω, για μια στιγμή, πως θα μπορέσω να ξαναφτιάξω μια ζωή και μια όραση σε χαμηλή τιμή)Occhiali
Mi sono riadattato agli occhiali (che la patente, a me, rende obbligati, ormai,
in un paio solo di giorni: vedo tutto più netto: (ma niente mi è, per questo,
diventato migliore, in verità: un semaforo è sempre un semaforo, un marciapiede
è un marciapiede: e io sono sempre io, così)
(quanto al doloroso senso di capogiro,
vaticinato, con l’emicrania, da un Istituto Ottico di corso Buenos Aires, al quale
mi sono rivolto, questa volta, l’ho sperimentato e l’ho superato): (l’oculista
affermava che, con il tempo, io mi ero costruito una mia rappresentazione arbitraria
della realtà, adesso destinata, con le lenti, a sfasciarsi di colpo):
e ho potuto
sperare, per un attimo, di potermi rifare, a poco prezzo, una vita e una vista)

Ο Εντοάρντο Σανγκουινέτι (Γένοβα 1930-2010) ποιητής, συγγραφέας, κριτικός και βουλευτής του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Δίδαξε Ιταλική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Γένοβας και υπήρξε ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ομάδας 63 (Gruppo 63, ιταλικό κίνημα της νέας avant-garde που ίδρυσαν οι πέντε ποιητές της Ανθολογίας Ι Novissimi : Alfredo Giuliani, Elio Pagliarani, Edoardo Sanguineti, Nanni Balestrini και Antonio Porta ). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από ένα προσωδιακό-ειρωνικό τόνο, όπου επικρατεί η αποσυναρμολόγηση παραδοσιακών αφηγηματικών μορφών και η επιθυμία για ανάκτηση της «μαλλιαρής» γλώσσας σε μια ημερολογιακή καταχώρηση περιστατικών της καθημερινής ζωής.

*

Edoardo Sanguineti Nato a Genova nel 1930, poeta scrittore e critico. Docente di Letteratura Italiana all’Università di Genova ed esponente di punta della neoavanguardia e del gruppo 63 (Movimento d’avanguardia italiano così denominato dopo un Convegno a Palermo nel 1963). Con il suo romanzo Capriccio italiano, pubblicato proprio in quegli anni strappo’ un urlo di dolore ai benpensanti dell’epoca, ma nonostante ciò il libro ebbe un grande successo e fu tradotto in tedesco, francese, inglese. Nella sua poesia è andato progressivamente emergendo un registro parodico-ironico, tendenzialmente diaristico, che si esercita sulle occasioni della vita quotidiana. Sanguineti ha anche scritto libretti per le musiche di L. Berio, soggetti per balletti e una riduzione dell’Orlando furioso per la regia di L. Ronconi. Nell’anno delle celebrazioni per il centenario verdiano, Sanguineti ha pubblicato un volumetto, Verdi in technicolor, dove in modo assai pervicace iscrisse il melodramma di Verdi nella tradizione del grande realismo europeo. Il secolo appena concluso ha visto raccogliere le sue note di costume e numerosi interventi giornalistici nei quali ha prevalso, come nei suoi romanzi, uno smontaggio delle tradizionali forme narrative e una volontà di recupero del linguaggio “basso”. E’ morto nel maggio 2010.