Το 1998 δύο Αμερικανοί κλασικοί φιλόλογοι, διαβλέποντας τις τάσεις στα πανεπιστημιακά προγράμματα, εξέδωσαν ένα εμβληματικό έργο μ’ εξίσου εμβληματικό τίτλο. “Ποιος σκότωσε τον Όμηρο;” Φαινομενικά το βιβλίο επικεντρώθηκε στο ζήτημα της παρακμής των κλασικών σπουδών στα πανεπιστήμια εξαιτίας δύο παραγόντων: της εργαλειακής υπερ-εξειδίκευσης στην πανεπιστημιακή κουλτούρα, που καθιστά τις ιδέες μονοπώλιο μικρών ομάδων ακαδημαϊκών που αναλώνονται σε ανούσια συνέδρια και υπερ-αναλυτικές μελέτες, και δεύτερο, της ραγδαίας ανάπτυξης μιας μεταμοντέρνας κουλτούρας που επιδιώκει να αποδομήσει τα κλασικά κείμενα με βάση το φύλο, τη φυλή και την κοινωνική τάξη.
Στις μέρες μας, μπορούμε να προσθέσουμε μία ακόμη διάσταση: στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας και του πραγματισμού, τα κλασικά κείμενα είναι παρωχημένα, μαυσωλεία ιδεών. Αν όμως ανατέμνουμε περισσότερο τις διαστάσεις του ζητήματος θα φτάσουμε στον πυρήνα ενός θεμελιώδους φιλοσοφικού ερωτήματος. Εδώ κι αιώνες, ο ουμανισμός των κλασικών κειμένων ενέπνευσε τους σπουδαιότερους στοχαστές, από τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό, στον ευρωπαϊκό δέκατο ένατο αιώνα. Είτε ως πηγές επιδράσεων είτε ως πηγές αντιδράσεων. Από αυτή τη γόνιμη διαλεκτική σχέση αναδύθηκε η σκέψη του νέου κόσμου. Η σχέση των νεοτέρων με τους παλαιούς δεν ήταν πάντοτε μια σχέση αγαστής επικοινωνίας, ήταν μια σχέση κριτικής αλληλεπίδρασης, η οποία ενδυνάμωσε τη φιλοσοφική-ιδεολογική παρακαταθήκη της ανθρωπότητας. Κανείς δεν σκέφτηκε πως εξαιτίας των κοινωνικών και ιστορικών μεταμορφώσεων, ένας Όμηρος, ένας Αριστοτέλης, ένας Θουκυδίδης, θα έπρεπε να εξουδετερωθεί, να ριχτεί στη φωτιά, να ξεχαστεί. Έπρεπε ν’ αναμετρηθείς με τα κείμενα. Ο Χομπς απορρίπτει παντελώς τον Αριστοτέλη, αλλά επηρεάζεται βαθύτατα από τον Θουκυδίδη.
Ο ακρωτηριασμός του κλασικού corpus (που μπορεί να επεκταθεί βέβαια και σε “κλασικά κείμενα” των νεοτέρων χρόνων) για να εξυπηρετήσει τα ιδεώδη και τις αξίες μιας εποχής οδηγεί νομοτελειακά στη διανοητική πενία και τον αναλφαβητισμό. Δεν θα υπεισέλθω σε ζητήματα ερμηνευτικής προσέγγισης των κλασικών κειμένων. Το θέμα είναι πολύπλοκο. Φιλοσοφικά ωστόσο είμαι πολύ δύσπιστος απέναντι στις ιστορικιστικές (contextualistic) προσεγγίσεις. Όπως έγραφε ο George Sabine πριν 80 χρόνια θα ήταν τραγικό εάν ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρήσει πως, από τον (εφήμερο) προνομιακό εποπτικό θρόνο του παρόντος, θεωρεί πως είναι ανώτερος από τους παλαιούς και τους κρίνει ως να είναι αυθεντία. Ο ιστορικισμός πάσχει εγγενώς ως ερμηνευτικό εργαλείο διότι ο ιστορικιστής είναι υποκείμενος στην ιστορία του, στις συνθήκες που τον εξέθρεψαν. Συνεπώς δεν μπορεί έγκυρα να υπερασπίζεται την καθολικότητα της ερμηνείας του.
Υπερασπίζομαι την ανάκαμψη των κλασικών σπουδών, ιδιαίτερα στα σχολεία παρά στα ανώτερα ιδρύματα (γιατί εκεί επικρατεί πια η εργαλειακή πραγμάτευση) δίχως τις παρωπίδες του ιστορικισμού αλλά επίσης χωρίς την άκριτη προγονολατρεία. Μελέτη σε βάθος, επανεξέταση, κριτική επανερμηνεία. Το θεμελιώδες ερώτημα είναι «ποια διαχρονική αξία έχουν τα κλασικά κείμενα;», γιατί αξίζει να τα μελετάμε, τι κομίζουν στη νόηση, στη φαντασία, στον ψυχοπνευματικό κόσμο μας, και όχι “γιατί τα κλασικά κείμενα είναι άχρηστα” για τον αναμορφωμένο, μοντέρνο, εξαγνισμένο από τις αμαρτίες του παρελθόντος ανθρώπου του εικοστού πρώτου αιώνα, στον βαθμό που οι συγγραφείς των κλασικών κειμένων δεν υπερασπίστηκαν αυτονόητα για μας δικαιώματα.
* Ο Κυριάκος Δημητρίου είναι καθηγητής της Ιστορίας των Ιδεών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.