Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ελευθερώσεις το ποίημα από το να το φυλακίσεις
μέσα στο αμετάβλητο του βιβλίου.
Την ώρα που το ποίημα τυπώνεται, καταδικάζεται και ταυτόχρονα απελευθερώνεται.
Με το αμετάκλητο της σελιδοποίησης, το ποίημα έχει ήδη αποστερηθεί όλες τις πιθανές
και απίθανες εκδοχές του, τη δυνατότητα του να γίνει αυτό όχι εκείνο
και μετά να ξαναγίνει εκείνο όχι αυτό και κατόπιν τίποτα από όλα αυτά.
Να παλινδρομήσει ξανά και ξανά μέσα στις φλέβες του αλλόκοτου όντος που το φέρει
ως ευμετάβλητη πηγή ενέργειας και ασύλληπτη σε ρευστότητα πιθανότητα.
Ενόσω πλάθεται υπό την κυριότητα του ποιητή, το ποίημα έχει την ευχέρεια να ανήκει
και να προστατεύεται, όταν όμως εντοιχιστεί στη λευκή σελίδα
ανήκει πια σε κανέναν και σε όλους
επειδή έχει αποδράσει από την αιχμαλωσία της σαν εμμονή, αναθεώρησης του.
Η ανυπομονησία τώρα το πλημυρίζει
και μετριέται με όρους αιωνιότητας.
Μπορεί να περιμένει για πάντα και αυτό να μην είναι αρκετό
Μπορεί η αναμονή του να διαρκέσει λίγο-μερικές δεκαετίες.
Περιμένει όμως ελεύθερο αν και στο διηνεκές αναλλοίωτο
Περιμένει αμετάβολο, αν και υποκείμενο πλέον στην πολυπρισματικότητα
αμέτρητων οπτικών.
Διανέμεται σε εκατοντάδες αντίτυπα, αν είναι τυχερό, σε χιλιάδες
η πνευματική του ύλη διασπείρεται στον κόσμο
θα έπρεπε να αποδυναμώνεται, το αντίθετο:
Όσο περισσότερο περιοδεύει
η ανθεκτικότητα του κατοχυρώνεται, οι αντοχές του αυξάνονται.
Παραμένοντας ανίδωτο, φθίνει, αρρωσταίνει, αναπολεί τον καιρό
των ατέλειωτων τροποποιήσεων του.
Ιδωμένο, αναζωογονείται και με αυτοπεποίθηση, εξωστρέφεται.
Η μοναχικότητα του δεν είναι πια μοναξιά, είναι πραγμάτωση.
Για τον δημιουργό του, που το είδε ως βρέφος να μεγαλώνει αλλά να μην γερνά
που το παρέλαβε βρέφος μόλις γεννήθηκε από τη μεγάλη μήτρα της ποίησης, θα φορεί
πάντα την ίδια ενδυμασία, τα ίδια βρεφικά ρουχαλάκια.
Θα είναι όμως γυμνό μπροστά σε όσους τύχει να το συναντήσουν πρώτη φορά
και κυρίως, να το διαβάσουν, εγχείρημα δύσκολο και απρόβλεπτο.
Αυτοί θα το ντύσουν, ξανά και ξανά
όμως τούτη υπόθεση, αφορά μια άλλη ιστορία.
(ανέκδοτο)