Στίχος ἀρχινισμένος κι ἀξεδιάλυτος,
μισὸς σταυρός, μισὴ σταυροφορία, τόπος μισὸς
μιᾶς ἐπανάστασης ποὺ ἡττήθηκε ἀπ’ τὴν ἴδια της τὴ νίκη.
Ἐξαίσια ἄρρωστος, ἐσύ, μὲς στὴν ἐντατικὴ τῆς οὐτοπίας,
βλέμμα στραμμένο στὴν ψυχὴ καὶ ἡ ψυχὴ
μάτι στραμμένο στ’ ἄστρα,
ξανά, ξανὰ στὸν οὐρανό,
μόνο ὁ οὐρανὸς χωρᾶ μαζὶ τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι,
τὰ ἐρείπια πρὶν καὶ τὰ ἐρείπια μετά,
μόνο ὁ οὐρανός, κόκκινο φῶς ‒ὀσμὴ σφαγείου
ἢ ἀρχινισμένης φύσης εὐωδιά.
Σφίγγει ἡ θηλιὰ τῆς ἄνοιξης, μητέρα,
στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆς ψαλμὸς
καὶ ψάλτης ὁ ἱδρὼς στὸ μέτωπό μου·
δὲν εἶναι ἡ γῆ ποὺ μὲ κρατᾶ, τῆς ἱστορίας
τὸ ἄκυρο μὲ σέρνει ἀπ’ τὸ μανίκι.
Τὸ μέλλον ἀτενίζοντας, ἄ, ἐσὺ μητέρα,
ὁ γιός σου πάσχει ἀπὸ παρόν·
πῶς ἄνοιξε στὴ δημοσιὰ βηματισμὸ ὁ χρόνος,
μέλλον ἐγώ, πῶς μ’ ἄφησε πίσω του τὸ παρόν·
στάχτη τὰ χνάρια μου καθὼς πατῶ σὲ στάχτη.
Ἀκοῦστε: ἠχεῖ τὸ σιωπητήριο, ἡ σημαία
ἔχει ὑποσταλεῖ· ἀκοῦστε:
δὲν εἶναι ἡ γῆ τὸ τέρας μου, ἀποθυμιὲς
χρωστούμενες λυγοῦν τὰ γόνατά μου,
λέξη βαραίνει ἀπάνω μου τὸ ὕψος,
μὰ πιὸ πολὺ τὸ κάτω του σκαλί·
σφαχτὸ βαραίνει ἀπάνω μου ἡ ἀγάπη
Ἄνοιξέ μου Μαρία! Πονῶ!
Σὰν ἀχθοφόρος κουβαλάω τὸ κενό,
σὰν πεπρωμένο ζῶ τὸν μορφασμό μου.
Ὄχι ἄνεμος μὰ σύννεφο σπρωγμένο ἀπὸ ἀνέμους·
ὄχι βροχὴ μ’ ἀνέστιος κάτω ἀπὸ τὴ βροχή·
Αὐτός, Ἐσύ· ψάχνει τὸ πρόσωπό σου ἀντωνυμία ν’ ἀκουμπήσει
στὴν πιστολιὰ ποὺ ἀκούστηκε, Βολόντια,
σὰν κόσμος ποὺ ἔσπασε πρὶν ἁρμολογηθεῖ.
*
ΤράκλΦεγγάρι! Ναί, φεγγάρι! Σχεδὸν φεγγάρι.
Τίποτε τραγικό! Τὰ πάντα!
Ὁ ποιητὴς Γκέοργκ Τρὰκλ
ἔξω ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο ἐκστρατείας
‒μέθη στὰ μάτια του τὰ διαλυμένα πρόσωπα
πρὶν τυλιχτοῦν στὶς γάζες‒
καπνίζει τὶς γαλάζιες ἀνεμῶνες του,
φυσάει τὸν γαλάζιο τους καπνὸ στὸν κίβδηλο ἀέρα.
Εἶναι ἀπαθὴς ὁ κίβδηλος ἀέρας,
κανένα δέντρο δὲν λυγάει, πουλιοῦ κι ἀγγέλου
δὲν ἀνοίγει τὰ φτερά.
Δὲν εἶναι ἄνεμος ὁ κίβδηλος ἀέρας.
Δὲν φεύγει σὲ καμιὰ μεριά, ἀπὸ καμιὰ μεριὰ
δὲν ἐπιστρέφει.
Κρατᾶ τὴν ὄψη του στὴ γῆ, κοιτάζει·
τὰ διαλυμένα πρόσωπα κοιτάζει, τὰ σπλάχνα
ἄνθη ἀσπαίροντα στῶν ἀγοριῶν τὶς χοῦφτες,
τὰ ἐδεμικά τους βλέφαρα πρὶν κλείσουν·
τὸν ποιητὴ κοιτάζει Γκέοργκ Τρὰκλ νὰ ὀνειρεύεται,
μὲς στὸν γαλάζιο του καπνὸ νὰ ὀνειρεύεται
τὸ αἷμα πρωινὴ δροσιὰ σὲ φυλλωμένο στόμα,
τὰ δάχτυλα τῶν ἀγοριῶν χτενίδι στὰ μαλλιά·
τὸν ποιητὴ μὲς στοῦ θανάτου τ’ ὄνειρο κοιτάζει,
ὑπνοβατώντας στὴ σιωπὴ ποὺ δίνει τοῦ θανάτου
ὅ,τι τοῦ ἀνήκει
‒πόσο μεγάλη ἡ σιωπὴ πρὶν βρυχηθεῖ τὸ ἀγρίμι,
στάλα βροχῆς προτοῦ ἀκουστεῖ στὴν τσίγκινη σκεπή!
Πόση ζωὴ πρὶν συντριβεῖ ἡ ζωὴ στὸ μέτωπό της!
— Φεγγάρι! Ἄ, ναί, φεγγάρι!
Τοῦ φεγγαριοῦ ἀφιονισμένη κεφαλή, ἐλέησέ με!
Τρίλιες τοῦ κότσυφα στὴν ἀλγεινὴ γαλήνη, ἐλεῆστε με!
Ἐλέησέ με λέξη τρυφερή,
μὲς στὸν γαλάζιο μου καπνὸ νανούρισμα ν’ ἀναπαυθεῖ
ἡ θερισμένη ἀνάσα
‒εἶναι ὁ πόλεμος!
Μπαίνει τὸ τραῖνο στὸν σταθμό, ἄδεια μανίκια,
μπατζάκια διπλωμένα στὸν μηρό
‒ἡ πόλη ἥσυχη!
Ὁ Σταῦρος Ζαφειρίου γεννήθηκε τὸ 1958 στὴ Θεσσαλονίκη. Μέχρι τώρα ἔχει ἐκδώσει δεκατέσσερις ποιητικὲς συλλογὲς καὶ τέσσερα παραμύθια. Ἔχει ἐπίσης δημοσιεύσει κριτικὰ κείμενα σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες. Ποιητικὰ βιβλία του κυκλοφοροῦν στὴ Γαλλία καὶ στὴν Ἰταλία, ἐνῶ ποιήματά του ἔχουν μεταφραστεῖ καὶ δημοσιευτεῖ σὲ πολλὲς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες. Ὑπῆρξε δύο φορὲς ὑποψήφιος γιὰ τὸ Κρατικὸ Βραβεῖο Ποίησης καὶ μία φορὰ γιὰ τὸ Κρατικὸ Βραβεῖο Παιδικοῦ Βιβλίου. Γιὰ τὸ βιβλίο του «Πρὸς τὰ ποῦ» τιμήθηκε τὸ 2013 μὲ τὸ Βραβεῖο Ποίησης τοῦ περιοδικοῦ γιὰ τὸ βιβλίο καὶ τὶς τέχνες «Ὁ Ἀναγνώστης».