Κομμάτια[1]
(Mahler, Symphony No. 3. VI. Langsam. Ruhevoll. Empfunden
– Leonard Bernstein, 1961)
Ανάλαφρο φυσούσε το αεράκι, το μεσημέρι, απ’ τη μεριά της θάλασσας, και λίκνιζε τη βάρκα μες στον όρμο των Υστερνίων, στην Τήνο, Ιούλιο μήνα. Καθόμασταν σ’ ένα καφενεδάκι και τρώγαμε τους τοπικούς μεζέδες. Το φως αναρριχόταν ως τα πράγματα, ασπιδοφόρος ήλιος πολεμώντας, κι οι ήχοι συλλάβιζαν αργά την κάθε νότα ενός οργάνου που σιωπούσε μα παλλόταν, σαν τις καρδιές μας που δουλεύουν ασταμάτητα τα αισθήματα, το αλάτι στις πληγές μας, και την αγάπη μας, τη γύρη των ονείρων. Ό,τι κυλάει στον χρόνο είναι ένα τσέρκι που σπρώχνουν τα παιδιά, παίζοντας, πάλι. Κι αυτό δεν είναι ποίημα, είναι η μνήμη μας που χτίζει πέτρα πέτρα το τοπίο, την κάθετη ξερολιθιά, το ξερό χόρτο, τη σαύρα που γλιστράει μες στ’ αγκάθια, το κίτρινο των λόφων που σκουραίνει, καθώς το φως γλιστράει και ρέει σαν την άμμο που δεν αδειάζει μα γεμίζει την κλεψύδρα μας βγάζει εδώ στην άλλη όχθη του καιρού, πριν βγει απ’ το πέλαγος τ’ ολόγιομο φεγγάρι, πριν ρίξει άγκυρα η αγάπη στον βυθό μας, την κάθε αυγή ν’ αρμολογούμε άστρο τ’ άστρο, ξενυχτισμένοι στον εξώστη του σπιτιού, τη σκαλωσιά που θα κρατάει τον ουρανό. Η μνήμη μας μας βγάζει στην άλλη όχθη – στάλα μελάνι που νοτίζει τη σελίδα και γράφει πως είμαστε εδώ στον μικρόν όρμο, το μεσημέρι, ενόσω ο άνεμος φυσάει, εγώ κι εσύ, μαζί, πλάι στη θάλασσα.
[1] Από το ομώνυμο ανέκδοτο ποιητικό βιβλίο.
*
(Σ)
Το γράμμα της σιωπής, της σαγήνης της. Των σύννεφων – σκονισμένα σκιάδια στη σιγή του σύμπαντος. Οι σπίνοι, οι σουσουράδες και τα συνοδευτικά στρουθία συλλειτουργούν στο σούρουπο με το σήμαντρο. Το σφύριγμα του σιρόκου στα σουραύλια της συκιάς συντροφιά με το σιγανό σκίρτημα της σαύρας, σαν σκοτεινιάζει. Το σύρσιμο του σκορπιού; Με σαγιονάρες, συλλαβίζοντας στίχους σονέτων. Σχισμένες σελίδες, με συμπαθητική μελάνη, για σάρωμα, με τα σκουπίδια. Της σελήνης, σύντομα, η Σειρήνα – το σμάλτο της, ο συριγμός της. Τα σταφύλια στο στόμα. Το σάλιο στυφό. Οι σκύλοι, σπαθίζοντας το σκοτάδι, σιγά σιγά σώπασαν. Σςςς… Σε σκέφτομαι, στιγμές, συχνά, συνέχεια. Τα στήθη σου. Τα συναισθήματα σκιές που σβήνουν η συνήθεια κι η συγκατάβαση. Κι ο σαρκασμός. Συγχώρησέ με. Σφίξε με. Σώσε με. Το σώμα σκεπασμένο, στοργικά, με το σεντόνι. Ο σπαραγμός. Σκόρπισε σωστά τη στάχτη. Συμπλήρωσε: της σκουριάς, της σήψης, της σάρκας, του σάβανου, του σκέλεθρου, του σκευοφυλακίου, του σταυρού, της σωτηρίας.
Ο Ευριπίδης Γαραντούδης γεννήθηκε το 1964 στην Καβάλα. Εξέδωσε τέσσερα ποιητικά βιβλία: Μεθεόρτιο ή Lyrica. Ποίημα σε 33 μέρη (Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2009), Ονειρεύτηκα τη Genova (Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι 2011), Τα σύνεργα (Αθήνα, Τυπωθήτω – Λάλον ύδωρ 2015) και Το διπλό δίγαμμα (Αθήνα, Κίχλη 2019). Επίσης το θεατρικό αναλόγιο Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Ένας διά-λογος με τον Σεφέρη (Αθήνα, Περισπωμένη 2019). Είναι καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.