Scroll Top

Μια λύπη διάφανη σαν την αλήθεια (από τον ανέκδοτο τόμο δοκιμίων “Πέραν της γραφής II”)/ Η λύπη των άλλων, 2009 (“Πέραν της γραφής”, Κέδρος 2015) – Δύο δοκίμια της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου για τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΕΓΩ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΘΑ ΚΡΑΤΑΩ ΕΩΣ ΘΑΝΑΤΟΥ, 2016

Μια λύπη διάφανη σαν την αλήθεια

Πάντοτε πίστευα ότι στην ποίηση το υποκείμενο δεν είναι ο ποιητής αλλά ο Λόγος, ο Λόγος όμως που ουσιώνεται εντός εκείνου που αποφασίζει να μακρύνει για λίγο από την υποκειμενικότητά του και να προσεγγίσει το όλον ως νόημα αλλά και ως δυνατότητα.
Κάπως έτσι θα έλεγα πως λειτουργεί την ποίηση ο Κώστας Παπαγεωργίου, οδηγούμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μιαν εκλεκτική συμφιλίωση της διάνοιας με τον θάνατο. Κι αν σύμφωνα με τον Γκαίτε ο ποιητής «κτίζει ξανά τον κόσμο», τότε θα έλεγα ότι ο Παπαγεωργίου διασώζει μέσω της ιδιωτικής όρασης την αισθητική απόλαυση του θαυμασμού απέναντι στην οικοδόμηση ενός σύμπαντος αντικατοπτρισμών που ωστόσο σ’ αυτό εγκαταβιώνει διάφανη η αλήθεια.
Η γλώσσα λοιπόν με όχημά της την αλληγορία κινείται προς το είδωλο και την ίδια στιγμή που μας εγκαλεί σε απόλυτη προσήλωση σ’ αυτό, την ίδια αυτή στιγμή καταλύει τα όρια και ανοίγεται σ’ άλλο προορισμό.
Ως εκ τούτου, αυτό που η ευρηματική ευκινησία του Παπαγεωργίου πρωτίστως καταλύει δεν είναι τόσο τα όρια ανάμεσα στην ποίηση και στην πεζογραφία, εγκαθιστώντας τη μία μες στην άλλη με την έννοια του απαρασάλευτου εσωτερικού ρυθμού που δεν εγκαταλείπει καμία από τις δυο.
Αυτό που εντέλει καταλύει είναι τις ποικίλες βεβαιότητές μας αναφορικά με την πρόσληψη των φαινομένων.
Άλλη εντελώς οπτική από αυτήν που μάθαμε να έχουμε μας συστήνει.
Τα τοπία που αναδύονται στην επιφάνεια του στίχου είναι μιας άλλης αντίληψης κατάκτηση. Πολυεπίπεδος και διαστρωματικός, με την έννοια των αλλεπάλληλων επιστρώσεων της αποκαλυπτικής γραφής του, εγκαινιάζει την άλλη όραση μέσω της απαράμιλλης τακτικής αποφλοίωσης που ακολουθεί.
Με την ελευθερία αμέριμνου περιηγητή που αδιαφορεί για τον χρόνο, αποφασίζει να σταθεί και να πλησιάσει στο ύψος των ματιών του το συμβάν της ύπαρξης. Προσλαμβάνει λοιπόν και αποδίδει τα φαινόμενα, εξετάζοντάς τα με την ευθύνη και τη σχολαστικότητα φανατικού ερευνητή που με μόνη τη βοήθεια του μικροσκοπίου του καταδύεται στην αναζήτηση των δομικών στοιχείων του αρχιτεκτονήματος της ψυχής. Ο εσωτερικός του ορίζοντας διακλαδίζεται και μεταλλάσσεται επιλέγοντας ένα ιδιότυπο ζουμάρισμα στον χωροχρόνο των πραγμάτων.
Η μνήμη και η συνείδηση, το ενύπνιο και το βίωμα, η πύκνωση κι η παρουσίαση ποικίλων εκδοχών μεταλλαγμένων και ίδιων κατορθώνουν ένα επίτευγμα σύμπλευσης της σκιάς με τον ήχο, της αφής με τη σιωπή, του λευκού με το μαύρο. Μια επιτακτική θαρρείς ανάγκη αντιστροφής και αναποδογυρίσματος, ώστε να διασαλευτεί η τάξη και μία καινούργια στη θέση της να εμφανιστεί.
Μια σκηνοθετική μ’ άλλα λόγια παρέμβαση που ακυρώνει τα εύρυθμα και φυσιολογικά και εξαναγκάζει τον γραμμικό χρόνο σε πισωγύρισμα αιφνιδιαστικό, προκειμένου να εμπλακούν σε νέο χρόνο πια τα πρόσωπα και οι προθέσεις τους.

Όλων των ρολογιών ο διανυμένος χρόνος αν επέστρεφε κι εκεί που πρωί σημαίνοντας έκοβε τ’ όνειρο στα δυο και το ποδοπατούσε ή αργά με των βημάτων του εκκρεμούς τη σταθερότητα να ερχόταν λέει μ’ ένα φως έστω αμυδρό να δω τουλάχιστον κι εγώ λίγη πραγματικότητα.

«Περί χρόνου»

Όλα στην ποίηση του Παπαγεωργίου τεντώνουν διεσταλμένα την έντασή τους, όχι για να μιλήσουν απόλυτα για το νόημα όσο για τη μάταιη κάποτε αναζήτησή του.
Για να αποδώσουν, με άλλα λόγια, σε όλη της την έκταση την ποιότητα που κρύβεται σε βάθη σκοτεινά παρ’ όλη τη λευκότητά τους.
Κι ενώ θίγει το ζήτημα της αέναης ανταλλαγής του μαύρου, προκειμένου να μας αποδοθεί το «θνησιμαίο, αείζωο λευκό» που αναφέρεται και στον «Μικρό Ναυτίλο», μοιάζει να απαντά κάπως αλλιώς στη διερώτηση του Ελύτη αν όντως δηλαδή το φως […]αναπηδά από την ύστατη ένταση του μαύρου.
Στο εξαιρετικό του καταληκτικό ποίημα (Αστερίσκοι) το διευκρινίζει ξεκάθαρα:
«Ανία της λευκότητας η υπέρβαση αλλά λευκό προεκτείνοντας μαύρο σεντόνι απλώνεται σε παρθένο δάσος».
Η εξωτερική πραγματικότητα δανειστικά λειτουργώντας ερεθίζει την έμπνευση που όμως ολοκληρωτικό πεδίο δράσης της αποφασίζει να έχει το όνειρο και την ατέρμονη επιστροφή στη βιωμένη περιοχή του παρελθόντος χρόνου.
Πρόκειται για μια επιλογή στραμμένη στην ασφάλεια της προηγούμενης ημέρας, όπου η συνείδηση με νωπή τη μνήμη της κατακτημένης εμπειρίας απαλλάσσεται από ανασφάλειες αιφνίδιων ανατροπών και ησυχάζει.

Μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα της επόμενης μέρας με ακόμα οι ώρες της τόσο νωπές και ασχημάτιστες δεν διακρίνονται μα όλες μαζί ένα κράμα μουντό και αξεδιάλυτο κάνουν. Εγώ κρατημένος και σαν από προαίσθημα κακό δεν θέλω να μπω – ας βουίζουν στ’ αυτιά μου τα επόμενα. παριστάνω ότι δεν και ότι δήθεν ανέμελα ρίχνω πέτρες στης περασμένης νύχτας το παράθυρο. Ακούω σπασίματα γυαλιών και τότε σκέφτομαι μπορεί κάποιος δικός μου αγαπημένος να χαμογελάει κρυφά.

«Η επόμενη μέρα»

Κρατημένος, λοιπόν, απ’ το μαύρο της νύχτας και των ενυπνίων, της σιωπής που γαληνεύει και δεν απαιτεί, αλλά και από την ίδια του την αρχή κρατημένος που δεν είναι άλλη από τη βεβαιότητα του θανάτου, εκλαμβάνει το μαύρο ως τέλος εναρκτήριο, που όμως μόνο διά μέσω της γραφής αναβάλλεται.
Ένας λόγος δηλαδή που αναστέλλει τη σιωπή και ανθίσταται στον θάνατο, καθώς ασχολείται με όλα όσα διασώζουν εντός τους ψήγματα αθανασίας.
Κι αυτά δεν είναι άλλα από το όνειρο και τον στοχασμό της λύπης, όταν διαπερνούν την υλικότητα των πραγμάτων και άρα τη μακρινή καταγωγή τους, τον θάνατο.
Γι’ αυτό και, όπως λέει, «με μαύρη κλωστή συρράπτει τα ράκη ευγλωττίας» που συλλέγει κι αλλού «με όπου το μαύρο αταίριαστο κατάμαυρο αναχάραζε ο ύπνος των λουλουδιών». Η αφηγηματική πυκνότητα του ελλειπτικού ενίοτε λόγου του θαρρείς και σκοντάφτει ή αίφνης θυμάται κάτι και πισωγυρνά ή λαχανιάζει και κόβει τα λόγια της, γιατί η γραφή του είναι λόγος άμεσα απευθυνόμενος.
Ως εκ τούτου, ασθμαίνει και παλινδρομεί, για να προλάβει να μεταφέρει ακέραιο το βίωμα μιας άλλης χρονικής επικράτειας.
Κάποτε, μάλιστα, θαρρείς πως για όλην αυτή τη γοητευτική ταλαιπωρία στην οποία υπέβαλε την άμεση αντίληψή μας μια τύψη ασυνείδητη τον ωθεί να επανέλθει προτείνοντάς μας στίχους επιγραμματικούς -εν είδει αφοριστικών διατυπώσεων και στοχασμών που εγκιβωτίζουν το καίριο και το αναδεικνύουν.
Πρόκειται για στίχους αντικλείδια ή αλλιώς φωτεινές ταμπέλες σε μαρκίζα που αναγγέλλουν την πύκνωση που προηγήθηκε και ίσως προσπεράσαμε.
Τους επαναφέρει σαν κίνηση οικειότητας και δωρεάς, σαν αντιχάρισμα στην καταβύθισή μας.

Διάτρητη αρμονία παράγουν των θορύβων οι αιχμές και με ήχους οξείς σφυρηλατείται η νωχέλεια.

«Αστερίσκοι»

Το φωτοστέφανο που μόλις πια διακρίνεται στους αστραγάλους είναι το έπαθλο αποστάσεων ερήμην μου που διάνυσα.

«Αστερίσκοι»

Το μηδέν αγνοεί την αρμονία του κύκλου και η καμπύλη του ανασύρεται απ’ το τίποτα χωρίς επίγνωση ενός κέντρου αδιατάρακτου να την ορίζει.

«Αστερίσκοι»

Ο Παπαγεωργίου ανασαίνοντας στα όρια του χώματος και του ουρανού διαλέγει ως χρόνο του ποιήματος τη νύχτα ή μάλλον μια νύχτα πρωινή που έχει τη μνήμη της λάσπης να την ορίζει.
«Δεν ήταν πρωί αλλά νύχτα με απλώς αραιωμένο το μελάνι των φύλλων της», θα πει στο ποίημα «Ο τελώνης της γραφής» ή αλλού θα μιλήσει για ένα «χνούδι πρωινού», ζεστού ακόμη από τη θαλπωρή του ύπνου.
Με ύφος χαμηλόφωνων προσωπικών διαπιστώσεων και με αθόρυβους βηματισμούς επιμένει στη μινιμαλιστική ποιητική του, η οποία μάλιστα συνομιλεί εκτός από τον αναγνώστη ακόμη και με τον ίδιο.
Αρνούμενος να καταφύγει στην ευκολία των άμεσων δηλώσεων που εκκινούν από το εξωτερικό συμβάν και καταλήγουν στην έξαρση της πρωτογενούς συγκίνησης, επιλέγει την κάτω-κάτω επιφάνεια της σύλληψης και οργανώνει τον εσωτερικό του ορίζοντα με στοιχεία φαινομενικά ασύμβατα και διαμελισμένα, στην πραγματικότητα όμως άκρως λειτουργικά για την εξυπηρέτηση του σκοπού του.
Κι αυτός βέβαια δεν είναι το αναμενόμενο κλείσιμο του κύκλου αλλά η αρμονική συμβίωση ετερογενών φαινομενικά στοιχείων που τείνουν στη διάνοιξη και όχι στην τελεία. Το ποίημα μένει ανοιχτό λοιπόν στον αναγνώστη του και συνεχίζει να γράφει κύκλους επάλληλους και διαδοχικούς σε μιαν ενηλικίωση ιδιότυπη ερήμην του ποιητή του. Και όσο για τις βεβαιότητες… προς Θεού, μακριά απ’ αυτόν και τις προθέσεις του. Τα πάντα αναιρούνται και ανατέμνονται σε μια διελκυστίνδα αμφιβολιών, όπου με το υποθετικό αν να εικάζει και να αμφισβητεί παρακολουθούμε τις πολλαπλές εκδοχές της ίδιας και απαράλλακτης αμηχανίας απέναντι στο θαύμα της ύπαρξης.

  • 1.Η χλόη αν ήταν κείμενο με των πελμάτων μόλις το άγγιγμα θα ηχούσαν νοήματα. «Της χλόης»
  • 2.Τι θα γινόταν άραγε η βροχή αν κάποια μέρα επέστρεφε ανάερο ρούχο του πρωινού στον διάτρητο εαυτό της… «Χώμα ουρανού»
  • 3.Αν ήταν όλα πλήρη νοήματος θα έφτανε να δώσω ένα ζεστό φιλί στους ηττημένους». «Χωρίς τη γύρη της αφής»
  • 4.Κι αν η πορεία μιας σταγόνας χωριζόταν στα δύο θα μιλούσαμε τώρα για άλλο ημισφαίριο. «Υπόθεση καιρού»

Τίποτα το συμβατικό και αναμενόμενο λοιπόν δε συναντά η ανάγνωσή μας, καμία προηγούμενη γνώση περί αυτονομίας του ποιήματος δεν καθρεφτίζεται στον λόγο του. Όλα θρυμματισμένα και αποκομμένα θαρρείς κατορθώνουν να διασώσουν την ενότητά τους σε μια παράλληλη και διαλογική συνύπαρξη ενός όλου το οποίο κατ’ αντιστοιχία με τη φιλοσοφία των φράκταλς κατορθώνει να διασώσει στο ελάχιστο ένα ολόκληρο σύμπαν. Με προσεκτικές κινήσεις χειρουργού και ανατόμου η γραφή του μας παραπέμπει στις λιλιπούτειες μινιατούρες που απεικονίζονται στους μικρότερους καμβάδες του κόσμου, κόκκους ρυζιού ή φτερά πεταλούδας, κατασκευές που απαιτούν ακρίβεια και χέρι σταθερό.
Εκείνο ωστόσο που αποπνέουν οι στίχοι του, πέρα από τη δεξιοτεχνία λεπτουργήματος όσον αφορά στον ρυθμό και στο εύρημα, είναι μια λύπη ανάγλυφη και οριακή που όμως δε γίνεται οδύνη. Είναι η λύπη για την απώλεια του συντονισμού με την αρχική ίσως πηγή, μια λύπη άχρωμη που προξενεί αρρυθμία […] «και ούτε είναι χρώμα η λύπη αλλά σφυγμός με ρυθμό χαλασμένο». «Βάρος τυφλό»
Η λύπη του άλλωστε είναι η λύπη όλων μας και είναι προαιώνια. Εκκινεί και κατατείνει στην ίδια απορία της ύπαρξης, γιατί, όπως λέει, «η λύπη δεν υφαίνει ουράνιο τόξο αλλά τα χρώματα θερίζοντας συνθέτει ένα μεσίστιο γιατί που φτάνει δήθεν από μακριά επειδή ποτέ δεν έφυγε». «Ουράνιο τόξο»
Είναι μια λύπη απλωμένη σαν λάδι χλιαρό που μπορεί να μην προκαλεί εγκαύματα μα ούτε τα επουλώνει. Λύπη παραπλανητική και οικεία που αιτιολογεί τη νωχέλεια της ύπαρξης, όταν αδυνατεί να αντισταθεί στην αμετάκλητη βεβαιότητα του επερχόμενου ψύχους.

Όλα του κόσμου τα έγχορδα ωχριούν μπροστά στο θρόισμα μιας βεντάλιας μακρινής και με άνοιγμα πετάγματος στα χέρια γυναίκας λυπημένης όχι εξάπαντος από έρωτα. Γιατί δεν υπάρχει φτερό αντάξιο του ύψους που ονειρεύτηκε ούτε κόμη εφάμιλλη κεφαλιού ελαφρά γερμένου κατά τη μεριά της προσμονής εκεί που πάντα σχηματίζονται τα ανελέητα αίτια του χειμώνα.

«Αίτια του χειμώνα»

«Η χλόη», λοιπόν, «του ουρανού» και το χιόνι, τα «κρίνα» και τα «όνειρα κήτη», τα «μωβ φτερά» και «η γύρη της αφής», τα «δάκρυα μιας άλλης λύπης» -αυτής για τη Λουτσιέτα-, αφού η διάρκεια –όπως λέει- δεν ανήκει κανενός, το «σωσίβιο χώμα» και η λάσπη -η λάσπη που αναπόφευκτα «θα έχει τον τελευταίο λόγο»-, όλα μα όλα μικρές ασκήσεις και γυμνάσματα που μετέωρη θα αφήνουν την ίδια πάντα απορία, για την οποία μίλησε και ο Χειμωνάς:
«Τον ονειρευόμενο θα τον βαραίνουν όλο και περισσότερο ‘τα καθήκοντα της λύπης’: νοείν, λέγειν και (απόρως) είναι».
Μόνο που ο Παπαγεωργίου, ονειρευόμενος και άκρως λυπημένος, δε μοιάζει να απορεί και ούτε καταδέχεται να τρέφει ψευδαισθήσεις.
Γνωρίζει πως μόνο η επικράτεια του εφήμερου εντέλει διαρκεί, γι’ αυτό και κατηγορηματικά δηλώνει:
«Έτσι κι αλλιώς πρώτος εγώ θα ξεχαστώ μετά θα με ξεχάσουν οι άλλοι αφού και όλα να ενωθούν ο ενικός μια μέρα θα θριαμβεύσει».

«Πρώτος εγώ»

* Από τον ανέκδοτο τόμο δοκιμίων Πέραν της γραφής II

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΛΑΜΠΥΡΙΖΕΙ ΤΟ ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΟ

Η λύπη των άλλων, 2009

Αναζητώντας τη διαυγή πλευρά του σκοτεινού, ο Παπαγεωργίου κινείται µε άνεση στον ενδιάµεσο χώρο, εκεί όπου διενεργούνται οι µεταβολές, και τα αρχέτυπα των πραγµάτων προαναγγέλλουν τα είδωλά τους, προτού αυτά καθρεφτιστούν µες στη συνείδηση. Πίσω από το διαφανές και το αιώνιο περιεργάζεται το κλειστό και εφήµερο των στοιχείων της ζωής, ενώ µε µια σειρά εικόνων και διεισδυτικών συνθέσεων επιχειρεί να αποκαλύψει τα θραυσµατικά υλικά που συντηρούν σε µια ενότητα την εµπειρία αισθήσεων και συναισθηµάτων. Μέσα απ’ αυτή την αναλυτική καταγραφή του µυστηρίου της ζωής – όπως µάλιστα αυτό αντανακλάται στο φως και στο νερό – ουσιαστικά γινόµαστε ακροατές µιας διαρκούς επερώτησης, µιας εναγώνιας πάλης, προκειµένου να κατακτηθεί η σηµασία, αφού:
«Στις κορυφές των ήχων ό,τι ανθεί σηµαίνει».
Τα ποιητικά σύµβολα, φερµένα κατευθείαν από την επικράτεια της σιωπής, αποδίδουν το σχήµα ενός κόσµου ασαφούς, προσδεµένου στην εσωτερική όραση, που αναγνωρίζει µόνο ό,τι συγκλονίζεται από τον απογυµνωµένο πυρήνα των πραγµάτων. Αναζητώντας την πυκνή εκφραστική απλότητα, οδηγείται στην καταγραφή φευγαλέων εικόνων και αισθήσεων, που αναδίδουν µια βαθιά µελαγχολία και αφήνουν µια στυφή και κάποτε πικρή γεύση για το απροσδιόριστο που σαν πυρετός µας καίει. Και µέσα σ’ αυτό τον πυρετό θαρρείς και έχει µυστικά αποφασιστεί η καταγραφή του κόσµου, όπως αυτός εισπράττεται απ’ τα γεµάτα έξαψη και ίλιγγο µάτια του ποιητή. Οι µέρες µέσα από την επανάληψή τους γίνονται αντικείµενο παρατήρησης, ενώ ο ύπνος και η άφιξη των πρωινών στα µπαλκόνια ανοίγουν την παράσταση, για να παιχτεί το έργο της καθεµιάς ζωής. Ένα έργο µε τη δική του ιδιόρρυθµη δικαιοσύνη και τη δική του σκηνική οικονοµία.

Μέρα µπαλκόνι

α΄

Μέρα µπαλκόνι φορτωµένο από παλιά πρωινά που όλη νύχτα ανέβασαν εργάτες ανειδίκευτοι του ονείρου. Με τροχαλίες, τροχούς και σύνεργα αχρηστεµένων απ’ τον χρόνο ρολογιών. Μ’ έι ωπ! Με ρυθµό τις βαριές αλυσίδες τραβώντας· έι ωπ! Επειδή η κάθε µέρα θέλει τα κουρέλια της. Ειδαλλιώς δεν µπορεί ν’ ανατείλει· που απ’ αυτά άλλα λάβαρα υψώνει και άλλα κρεµάει στις άκρες του θεωρείου της. Ν’ αρχίσει πάλι η τελετή. Κοπιάστε.

Οι µέρες µπορεί να φέρνουν φως, όµως είναι ένα φως επηρµένο, που εγκιβωτίζει απώλειες και αµέτρητες αιµατοχυσίες, θυσίες µ’ άλλα λόγια ανελέητες, προκειµένου να έρθει η νέα µέρα, µόνο που για τον ποιητή αυτή «την τρέφει και τη συντηρεί» το σκοτεινό.

Μυστήριο

Μόνος ξαναβαφτίζοµαι σε κρυφή τελετή. Με αντί για λάδι ακάθαρτη βροχή µόνος αλείβοµαι και λύνω τον δεµένο µου αφαλό, την πρόσδεσή µου µε το άγνωστο ετοιµάζοντας. Γοερά προφέρω τ’ όνοµά µου, καρφώνοντας στο στήθος των περαστικών σταυρούς και στα παιδιά µοιράζοντας µαύρα κουφέτα.

Το όνειρο αλλά και ο ύπνος-θάνατος που το κυοφορεί, µια πρόβα ανυπαρξίας και άλλη µια πρόβα της ζωής µετά, λειτουργούν για το ποιητικό «εγώ» ως θέµατα που χρήζουν έρευνας ενδελεχούς. Μέσα από τα συµφραζόµενα λοιπόν επιχειρεί να αποσφραγίσει το περίκλειστο µυστήριο που αναπαράγει τους φόβους µας. Κι ο ύπνος στα ποιήµατα, κατοπτρικός και λασπωµένος, µας επιστρέφει στη νέα µέρα στεφανωµένους µε τη µοναδική γνώση πως καµιά βεβαιότητα δεν το ‘χει σκοπό να µας χαριστεί, καµιά ολισθηρότητα δεν προβλέπεται να µας παρακάµψει. Ένας βάλτος πριν και ένα έλος µετά είναι όλη κι όλη η σκηνογραφία, ένας θάνατος εκ γενετής και ένα πένθος διαρκές, που και µόνο η συνειδητοποίησή τους στέκει ικανή να µας εισάγει στην άλλη όραση, εκείνη που µας αποκαλύπτει τον ήδη συντελεσµένο προσωπικό αφανισµό.

[…] Αλλά είµ’ εγώ που γίνοµαι βαραίνοντας ο υγρός βυθός· το έλος θανάτου ως τώρα ανεκµετάλλευτου, επειδή µην ξέροντας αδέξια τον διαιρούσα και τον σκόρπιζα σε απουσίες ασήµαντες και τελετές και µάταια δάκρυα.

«Υγρός βυθός»

Ο ύπνος όµως λειτουργεί κάποτε και ως ο µεσάζοντας, ο ειρηνευτής κυανόκρανος που διαµεσολαβεί, προκειµένου να µετέχουν οι αισθήσεις µας έστω και στην ψευδαίσθηση της άλλης εµπειρίας, αυτής που η χαµένη ενότητα µε το Όλον µάς έχει αποστερήσει. Στην περίπτωση αυτή η ποιητική αναγωγή των αναζητήσεών του κατορθώνει να κάνει σαφή την ανάγκη του για ουρανό. ∆εν πρόκειται όµως για έναν ουρανό αχανή, ασαφή και άµορφο µέσα στη γαλανότητά του, αλλά για έναν ουρανό που η επιθυµία του ποιητή να υπάρξει εντός του τον υποστασιοποιεί καθιστώντας τον οικείο, προσιτό και στέρεο. Πεινώντας για ουρανό, κατά τον Σαχτούρη, κρύβεται πίσω απ’ τον ύπνο του και, προφασιζόµενος την άγνοια που η έλλειψη εγρήγορσης του επιβάλλει, µιλά σαν παρατηρητής που περιγράφει όσα συντελούνται ερήµην του στον χώρο του ασυνείδητου.

Του ύπνου β΄

Όρθιος στα πίσω πόδια µε τα εµπρός γδέρνει καθρέφτη αθέατο και γλείφει κόκαλα ουρανού. Ο σκύλος του ύπνου µου αξηµέρωτα.

Κατά την ανάγνωση των ποιηµάτων, η εναλλαγή ύπνου, βυθού και ουρανού µε παρέπεµψε αυτόµατα στον Παπαδίτσα, όταν µιλούσε για τον ποιητή, που σαν άλλος Ενδυµίων
«…µέσα στο βαθύ του “ύπνο” οραµατίζεται µε ανοιχτά µάτια το παρόν και αισθητοποιεί µε τα ίδια µάτια το µέλλον»,

αλλά και αλλού, όταν έγραφε πως

«Τα ποιήµατα, όπως και τα νησιά, είναι οι προς τον ουρανό συνέχειες του βυθού».

Ο Παπαγεωργίου ωστόσο γράφει και για την ίδια την οδυνηρή περιπέτεια της γραφής. Με ποιήµατα περί ποιητικής µιλά για «λέξεις δακρυσµένες» που δεν ευτύχησαν να κερδίσουν στο παιχνίδι των νοηµάτων, µιλά για ένα µοίρασµα δωρεάς αλλά και καταφρόνιας

από έναν άγγελο κλαµένο αλλά µε βρώµικα φτερά που κάποιους ευλογεί δίνοντάς τους φλόγες µιας αθέατης φωτιάς και σε άλλους κάρβουνα µε αδέξια σχήµατα κλαδιών µισοσβησµένα που καπνίζουν.

«Συσσίτιο»

Ο ύπνος βέβαια λειτουργεί και ως η αναγκαία συνθήκη ή, αλλιώς, το προαπαιτούµενο για τη διαδικασία εισόδου της υλικής του υπόστασης στον άλλο Τόπο και στον άλλο Χρόνο. Εκεί το ακύµαντο του νου που δεν το διαταράσσει κανένας θόρυβος της πολύβουης σκέψης γίνεται η απαραίτητη προϋπόθεση για τη δηµιουργία του σκηνικού, που δεν είναι άλλο από την ακύµαντη λίµνη όπου έρχονται να καθρεφτιστούν «οι ξενιτεµένοι» του, όπου «οι θλιµµένοι του σκύβουν και ξεδιψούν». Αυτοί είναι οι άλλοι που η δική του σκέψη τους συντηρεί στη ζωή, µια σκέψη προσηλωµένη στην απουσία τους, δίνοντάς τους νερό και πρόσωπο να υπάρξουν. Υπάρχουν συνεπώς οι λυπηµένοι του, οι αποκαλούµενοι ως «άλλοι», για τη λύπη των οποίων µάλιστα µας µιλά. Υπάρχουν και στέκονται µόνο όταν η δική του σκέψη προσφέρει κατάλυµα στα αλλοιωµένα τους χαρακτηριστικά. Στέκονται, υπάρχουν και λυπούνται, καθώς η αδράνεια, που η έλλειψη ανταπόδοσης προκαλεί, τους µετατρέπει σε αγάλµατα τα οποία εντούτοις δεν αγάλλονται, αφού πάει καιρός πια που ούτε καλούν ούτε καλούνται, και άνεργα µένουν τα στόµατα, άνεργα και τα φιλιά. Η λύπη των άλλων είναι η δική του λύπη που συνίσταται στην αδυναµία του να µετατρέψει το σκηνικό και να ζωοποιήσει τους αγαπηµένους νεκρούς, που πλέον δεν ανθούν στην όρασή του παρά µόνο στον ύπνο του. Και βέβαια η λύπη των άλλων είναι η δική του λύπη, στο µέτρο που µέσω της ασκηµένης του αντίληψης συνειδητοποιεί το ανεπαίσθητο άγγιγµα του χρόνου, όταν αυτός, υποδυόµενος το φως ύπουλα και αθόρυβα, εισβάλλει, επεµβαίνει, αλλοιώνει, υπονοµεύει αµετάκλητα την ανυπεράσπιστη ύπαρξή µας. Με ένα ποίηµα ενδελεχούς παρατήρησης αποκαλύπτει τη συνωµοσία που ερήµην µας διενεργείται και ευθύνεται για το οριστικό του θανάτου αποτύπωµα στα κύτταρά µας.

Φως-αφή

Το φως η αφή του χρόνου πόσο αθόρυβα, µε ανάσας άγγιγµα νοερό, µετακινεί τα πράγµατα όλα σαν απαλλαγµένα από το βάρος τους· τα πρόσωπα χωρίς ν’ αγγίζει κάνει αλλιώτικα να φαίνονται κι ευνοεί το κάρφωµα της µνήµης σε ύψη απάτητα. Κόµπους της λύπης λύνει µονοµιάς µε ανέµου ράγισµα, χωρίς ωστόσο να την καταργεί. Με τι απαλά τα νύχια του, σαν µόλις να έχουνε πλαστεί γδέρνει το δέρµα. Που ανεπαίσθητα σηκώνοντάς το, στις σκοτεινές χαράδρες του αίµατος κρύβει τα µαύρα του ήλιου αυγά να επωαστούν. Και άλλες φορές, µε ανέµου φέρσιµο, του δέρµατος την άκρη ανασηκώνοντας, στη χλόη των σπλάχνων πόσο τρυφερά τα εναποθέτει.

Με εµφανείς υπερβάσεις των νοουµένων και νέες οπωσδήποτε σηµάνσεις ο Παπαγεωργίου εγκαινιάζει την άλλη εκδοχή του ονειρικού, που εµπεριέχει το πραγµατικό και σε καµία περίπτωση δεν περιέχεται σ’ αυτό. Ένας ανορθόδοξος διάλογος µε το επιµέρους που µετουσιώνει το βιωµατικό στοιχείο σε ιδιότυπη καταγραφή µιας µνήµης διεσταλµένης. Το υπονοούµενο τότε σηµαίνει, και το υποφώσκον καταφάσκει και δηλώνει την καθηµερινότητα του υπερβατικού αδιαφορώντας για τις ανατροπές που αιφνιδιάζουν. Μιλά και υπερασπίζεται λοιπόν τη νέα γλώσσα που κατάγεται από τον ρυθµό, έναν ρυθµό φερµένο από τα έγκατα µιας άλλης σιωπής, εκεί ακριβώς όπου οι λέξεις-µεταλλεύµατα ανασύρονται από το λατοµείο του λόγου. Μιλά και περιγράφει µε τρόπο καίριο τη διαδικασία της εξόρυξης αυτής, όπου κάποτε το νόηµα θαρρείς και αδιαφορεί για την τύχη του και αρκείται στον ρυθµό και στη σοφία του που κινεί τα λόγια.

[…]

Βεβαίως αµέτοχη σ’ αυτό δεν είναι η ακοή, που ανάγνωση δεν έµαθε ποτέ και αγράµµατη έτσι αρκείται σε ήχους ακατάληπτους – ας περπατάει ξυπόλητη σε συλλαβών ρυθµούς. Ανάγνωση δεν ξέρει και αγνοεί το πέρασµα του νοήµατος πώς γίνεται στις λέξεις· πώς µ’ ένα ανάκουστο βουητό τα γράµµατα παραµερίζει και εισχωρεί. ∆εν ξέρει, αλλ’ όµως γέρνοντας καµιά φορά ν’ ακούσει το ανεπαίσθητο και εικόνων θραύσµατα να συναρµολογήσει από τους ήχους τους, θυµάται και δακρύζει.

«Η αγάπη αρκεί, α΄»

Η σύνταξη δεν είναι λίγες οι φορές που αναγκάζεται να οδηγηθεί σε υπερβάσεις, να αναιρέσει και να αµφισβητήσει τα συµβατά και τα συµβιβασµένα και να αποσπαστεί από την αλληλοδιαδοχή του αναµενόµενου και του συνειρµικού. Υπονοµεύει τις ευκολίες αισθητικών παραδοχών και συναιρεί στον στίχο του τα ασύµπτωτα και αταίριαστα, αποδεικνύοντας ότι η αισθητική συγκίνηση προκύπτει κάποτε πιότερο µέσα από τις αποσιωπήσεις παρά απ’ την ευκρίνεια σαφών υπερδηλώσεων.

Η αγάπη αρκεί, β΄

Κι αν το µελάνι στάζει αργά στον θόλο τ’ ουρανίσκου· και αν απλώνεται ύστερα στη χλόη της γλώσσας όπου αµέριµνα κυλιούνται οι λέξεις παίζοντας λαχανιασµένες τόσο ώστε ν’ ακούγονται δυσδιάκριτες· τα γράµµατα ν’ αλλοιώνεται το σχήµα τους – του ρω η ουρά λειψή, του λάµδα ξεχαρβαλωµένο το αντιστήριγµα – η αγάπη αρκεί. Εξάλλου η ακοή δεν ξέρει ανάγνωση· δεν ξέρει ούτε τους ήχους των γραµµάτων να διακρίνει – τόσο αγράµµατη. Αγνοεί το πέρασµα του νοήµατος πώς γίνεται στις λέξεις και αρκείται στο άκουσµα µονάχα του ρυθµού, που τσακισµένος βγαίνει όπως τρικλίζοντας µέσ’ από τα συρµατοπλέγµατα ενός ερειπωµένου δεκαπεντασύλλαβου. Γι’ αυτό σου λέω, η αγάπη αρκεί.

Η αρχιτεκτονική γραφή του, λιτή και συγκρατηµένη, µε αφαιρέσεις που δεν αφαιρούν αλλά προσθέτουν δραµατικότητα, µας πείθει ότι ο Παπαγεωργίου γνωρίζει καλά πως το παιχνίδι παίζεται στις λακωνικές αποδόσεις του άλεκτου αισθήµατος και στις διαβαθµίσεις του. Άλλωστε το αίσθηµα είναι αυτό που θα παλεύει πάντοτε να αποδοθεί, και φυσικά αυτό που επίσης πάντοτε θα µας διαφεύγει. Ένα αέναο κυνηγητό απαντήσεων και ερµηνειών που µονίµως αντιστέκονται και µας ξεφεύγουν. Αυτό είναι βέβαια η ποίηση, και όσο πιο γρήγορα κανείς το αντιληφθεί – όπως το αντιλήφθηκε ο Παπαγεωργίου –, τόσο πιο ξεκάθαρο γίνεται εντός του ότι το Τίποτα, κρυµµένο πίσω από τη λέξη «Κανείς», την καταληκτική της συγκεκριµένης συλλογής, είναι αυτό που έπεται αλλά και προηγείται. Ως εκ τούτου, αποφασίζει να αγνοήσει την αιώνια διερώτησή του που µένει αναπάντητη, να προσπεράσει τους ήχους, να βάλει στην άκρη τα νοήµατα, για να διαπιστώσει και να παραδεχτεί πως εντέλει µόνο «Η αγάπη αρκεί».

* Πέραν της γραφής, Κέδρος 2015