Βεβαιώνω πώς καλοκαιρινά, φύτρωνα σε έκταση πευκώδη. Μια θύμηση κυψέλης είμαι, ένα σανδάλι πεταμένο σε πουρνιές, μεταξωτή φανταστική αλογοουρά και κούπα μαυρισμένο χαμομήλι. Αν είχαν σπόρο οι εικόνες να κεράσουνε κι η σκέψη χάμω μπλε τραπεζομάντηλο να στρώσει, η μνήμη πεύκου μαύρες βελονιές ίσως και κάρφωνε στις ούγιες.
Στην μεγάλη φωτιά του νησιού, ήμουν μικρό παιδί, παιδί με κροσέ πράσινο φουστάνι ντάλα Αυγούστου, τι κι αν η μέρα κουβαλούσε χωμάτινη εκδρομή. Από τα πλατανάκια που είχαμε κατασκηνώσει χάρη των μελισσιών του παππού, θ´αφήναμε για λίγο την φροντίδα τους στην θεία χάρη, με αντάλλαγμα τ´ αγίασμα της Παναγούδας στις Μαριές. Η μέρα κουβαλούσε εκδρομή, στο παράθυρο συνωστίζονταν μια οδύνη εικόνων, ακουμπούσα στην πυρακτωμένη έρημο της πλάτης μιας παλιάς μερσέντεζ των Γερμανών νοικιάριδων και με μάτια ακουμπισμένα στην άτρακτο, βολιδοσκοπούσα πόσα κλαδιά περίσσευαν ανάμεσα σε στροφές και σε γκρέμνι, ένα στόμα κασετόφωνο έπαιζε λουλούδια, δίχως λέξεις να ξεφεύγουν, δίχως μποτιλιάρισμα στις γραμμές, από ανατολικά σε δυτικά και τούμπαλιν, πηγαίναμε εκεί που ανασταίνονται σε εύηχα τοπωνύμια Παναγιές ανεπιστρεπτί.
Η φωτιά μας αντάμωσε γύρω-γύρω όλοι σ´ ένα προσκυνηματικό υπόγειο στην μονή μαζί με δεκάδες Αγίους, Οσίους και Νεομάρτυρες, άνδρες και γυναίκες, κι εμάς κι αυτούς σε μια διάταξη σιωπής κι ας έψαλαν το “Ω Πανύμνητε Μήτερ”, όταν ακούς μελόδραμα – μου μηνούσε πάντοτε η γιαγιά -, να στέκεσαι προσοχή – κυρίως στην προσευχή του -, κιχ δεν έβγαλα. Όλοι εικονίζονταν κοντά μας, γύρω μας, κάποιοι περίπου στο ύψος το δικό μου, σάρκες από τις σάρκες μας, όμοιοι με μας, ώστε να μπορούμε να τους φτάσουμε σε ώρα έκτακτης ανάγκης, -ρούπι δεν το κούνησα-. Άπαντές τους κρατούσαν στο ένα χέρι τους σταυρό, μα εγώ έβλεπα γιαταγάνια, θυμήθηκα τον θρύλο που είχε πει ο παππούς, που είχαν έρθει, λέει, χρόνια πριν πολλά στο ίδιο μέρος, πειρατές, οι φοβεροί Αγαρηνοί, και γέμισαν με κοκκινάδι, δέντρα, χώματα, ζώα και ντόπιους, τίποτα δεν άφησαν όρθιο, κι αν μέχρι τότε το τσιρ τσιρ μου έφερνε στον νου της Θώμης την μασίνα κι αγκαλιές με τηγανητούς λευκούς πιπερίτες, λαλαγγίτες και καλούδια, εκείνη την μέρα πείστηκα πως η φωτιά είναι κάποιο πειρατικό καράβι, οι φωνές έξω απ´ το ποίημα έρχονται στα παιδικάτα και συνεχίζοντας πάνε, οι άνθρωποι παραλογίζονται, ονειρεύονται ξανά τους άγριους που κόβουν χέρια με μαχαίρια, σπάζουν τις ανεμόσκαλες με τον λοστό, φορτώνονται στα πλοία, ασθματικά μικρά φορέματα πράσινα που χρόνια πολλά μετά μπορεί να γίνονται και κόκκινα και μαύρα, αφού το έσω άμα μια φορά καεί…
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το αλληλούια, άλλο τίποτα δεν θυμάμαι. Μόνο που χυμένο το μέλι στην δημοσιά, νεκρά τα αφτέρωτα και φτερωτά μας κι όλα μεμιάς να ντύνονται κεντρί στο ξηλωμένο φορεμένο, στην τσέπη μου φθαρμένη εικονίτσα, ολόσωμη μορφή του Αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας επισκόπου, με ολογραφή “Κύριε πιός εξέσχυσε τον χιτώνα;”.Για να τον ξεπλυθώ σκαρφίστηκα δέκα Νιαγάρες.
Στην μεγάλη φωτιά του νησιού, ήμουν μικρό παιδί, παιδί με κροσέ πράσινο φουστάνι ντάλα Αυγούστου, τι κι αν η μέρα κουβαλούσε χωμάτινη εκδρομή. Από τα πλατανάκια που είχαμε κατασκηνώσει χάρη των μελισσιών του παππού, θ´αφήναμε για λίγο την φροντίδα τους στην θεία χάρη, με αντάλλαγμα τ´ αγίασμα της Παναγούδας στις Μαριές. Η μέρα κουβαλούσε εκδρομή, στο παράθυρο συνωστίζονταν μια οδύνη εικόνων, ακουμπούσα στην πυρακτωμένη έρημο της πλάτης μιας παλιάς μερσέντεζ των Γερμανών νοικιάριδων και με μάτια ακουμπισμένα στην άτρακτο, βολιδοσκοπούσα πόσα κλαδιά περίσσευαν ανάμεσα σε στροφές και σε γκρέμνι, ένα στόμα κασετόφωνο έπαιζε λουλούδια, δίχως λέξεις να ξεφεύγουν, δίχως μποτιλιάρισμα στις γραμμές, από ανατολικά σε δυτικά και τούμπαλιν, πηγαίναμε εκεί που ανασταίνονται σε εύηχα τοπωνύμια Παναγιές ανεπιστρεπτί.
Η φωτιά μας αντάμωσε γύρω-γύρω όλοι σ´ ένα προσκυνηματικό υπόγειο στην μονή μαζί με δεκάδες Αγίους, Οσίους και Νεομάρτυρες, άνδρες και γυναίκες, κι εμάς κι αυτούς σε μια διάταξη σιωπής κι ας έψαλαν το “Ω Πανύμνητε Μήτερ”, όταν ακούς μελόδραμα – μου μηνούσε πάντοτε η γιαγιά -, να στέκεσαι προσοχή – κυρίως στην προσευχή του -, κιχ δεν έβγαλα. Όλοι εικονίζονταν κοντά μας, γύρω μας, κάποιοι περίπου στο ύψος το δικό μου, σάρκες από τις σάρκες μας, όμοιοι με μας, ώστε να μπορούμε να τους φτάσουμε σε ώρα έκτακτης ανάγκης, -ρούπι δεν το κούνησα-. Άπαντές τους κρατούσαν στο ένα χέρι τους σταυρό, μα εγώ έβλεπα γιαταγάνια, θυμήθηκα τον θρύλο που είχε πει ο παππούς, που είχαν έρθει, λέει, χρόνια πριν πολλά στο ίδιο μέρος, πειρατές, οι φοβεροί Αγαρηνοί, και γέμισαν με κοκκινάδι, δέντρα, χώματα, ζώα και ντόπιους, τίποτα δεν άφησαν όρθιο, κι αν μέχρι τότε το τσιρ τσιρ μου έφερνε στον νου της Θώμης την μασίνα κι αγκαλιές με τηγανητούς λευκούς πιπερίτες, λαλαγγίτες και καλούδια, εκείνη την μέρα πείστηκα πως η φωτιά είναι κάποιο πειρατικό καράβι, οι φωνές έξω απ´ το ποίημα έρχονται στα παιδικάτα και συνεχίζοντας πάνε, οι άνθρωποι παραλογίζονται, ονειρεύονται ξανά τους άγριους που κόβουν χέρια με μαχαίρια, σπάζουν τις ανεμόσκαλες με τον λοστό, φορτώνονται στα πλοία, ασθματικά μικρά φορέματα πράσινα που χρόνια πολλά μετά μπορεί να γίνονται και κόκκινα και μαύρα, αφού το έσω άμα μια φορά καεί…
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το αλληλούια, άλλο τίποτα δεν θυμάμαι. Μόνο που χυμένο το μέλι στην δημοσιά, νεκρά τα αφτέρωτα και φτερωτά μας κι όλα μεμιάς να ντύνονται κεντρί στο ξηλωμένο φορεμένο, στην τσέπη μου φθαρμένη εικονίτσα, ολόσωμη μορφή του Αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας επισκόπου, με ολογραφή “Κύριε πιός εξέσχυσε τον χιτώνα;”.Για να τον ξεπλυθώ σκαρφίστηκα δέκα Νιαγάρες.