Μη φεύγεις φρόνιμα σαν όμορφα νυχτώνει
Μη φεύγεις φρόνιμα σαν όμορφα νυχτώνει
Πρέπει να καιν τα γερατειά όταν η μέρα γέρνει
Θυμός, θυμός αρνούμενος το φως που σβήνει.
Αν και οι σοφοί το δέχονται στο τέλος το σκοτάδι
Γιατί αστραπές διχαλωτές τα λόγια τους δεν έχουν
Δεν φεύγουν φρόνιμα σαν όμορφα νυχτώνει.
Οι καλοί κλαίνε στο έχε γεια, λαμπρά που θα χορεύαν
Σε δενδροφύτευτο γιαλό για τις λεπτές τους πράξεις
Θυμός, θυμός αρνούμενος το φως που σβήνει.
Οι ανδρείοι που πιάσαν στο φτερό τον ήλιο τραγουδώντας
Και μάθαν, τόσο αργά, πως τον συνόδευαν με θρήνους
Δεν φεύγουν φρόνιμα σαν όμορφα νυχτώνει.
Οι σοβαροί πεθαίνοντας κοιτάνε τυφλωμένα
Μάτια τυφλά θα ‘χαν χαρά σαν διάττοντες θα λάμπαν
Θυμός, θυμός αρνούμενος το φως που σβήνει.
Και συ, πατέρα, εκεί ψηλά σε λυπημένο λόφο
Ευχή-κατάρα τα φρικτά δάκρυά σου, σε ικετεύω.
Μη φεύγεις φρόνιμα σαν όμορφα νυχτώνει.
Θυμός, θυμός αρνούμενος το φως που σβήνει.
Do not go gentle into that good night
Do not go gentle into that good night,
Old age should burn and rave at close of day;
Rage, rage against the dying of the light.
Though wise men at their end know dark is right,
Because their words had forked no lightning they
Do not go gentle into that good night.
Good men, the last wave by, crying how bright
Their frail deeds might have danced in a green bay,
Rage, rage against the dying of the light.
Wild men who caught and sang the sun in flight,
And learn, too late, they grieved it on its way,
Do not go gentle into that good night.
Grave men, near death, who see with blinding sight
Blind eyes could blaze like meteors and be gay,
Rage, rage against the dying of the light.
And you, my father, there on the sad height,
Curse, bless, me now with your fierce tears, I pray.
Do not go gentle into that good night.
Rage, rage against the dying of the light.