Οι παραπάνω διαπιστώσεις κι αποστάγματα είναι στολίδια και κορμός για το χριστουγεννιάτικο δέντρο, δέντρο που δέχεται ορθωμένο, αειθαλές τον κεραυνό ενός στίχου και δεν κόβεται μήτε με τον πιο τροχισμένο πέλεκυ των υλοτόμων σκέψης για τούτο πρότεινα σε φωνές ετερόκλητες σε ύφος και τεχνική (υπάρχουν και πολλές ακόμη που θα ΄θελα) να κρατήσουμε αυτό το δέντρο όρθιο, σηματωρό στις επόμενες γενιές και γραφές. Χρόνια πολλά, μοναδικά σε λάμψη νιφάδων θαλπωρής!
Χρήστος Κατρούτσος
Δημήτρης Αγγελής
ΣΟΛΑΡΙΣ
Στέκομαι μουσκεμένος στο μέσον μιας καταιγίδας. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι τρέχουν
να καλυφθούν κάτω απ’ τη γέφυρα του αυτοκινητόδρομου. Προσπαθώ να πιω απ’ το
φλυτζάνι μου που έχει περισσότερο βρόχινο νερό παρά τσάι. Πάλι το άλογο μπήκε
τρομαγμένο στο δωμάτιο. Πάλι γαβγίζει ο σκύλος σαν να βλέπει ξένους. Για τριάντα
δευτερόλεπτα αιωρούμαστε ξαφνικά μες στη βροχή μαζί με τα βιβλία μας, το κλουβί
με τους παπαγάλους, την ξεραμένη ανθοδέσμη. Τη μουσική του Μπαχ στα μαλλιά
σου. Ύστερα πέφτουμε μαλακά στα χορτάρια.
Ξύπνησα σήμερα και νόμιζα πως ήμουνα σπίτι σου. Επειδή σε τίποτα δεν ελπίζω πια.
[Από τη συλλογή Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου, που θα κυκλοφορήσει στις αρχές του 2022 από τις εκδόσεις Πόλις.]
§
Αλέξανδρος Κορδάς
ΤΑ ΠΑΘΗ
Στα βάθη μέσα του καρπού κρυμμένος ειν’ ο σπόρος,
κι ο άνθρωπος παρόμοια του Σύμπαντος συμβάν.
Το άπειρο το πνεύμα του πως να χωρέσει ο χώρος,
κι απλώνοντας τις ρίζες του θε ν’ ανοιχτεί στο παν.
Σ’ ασύλληπτη παρακοή μας τράβηξ’ ο Εωσφόρος,
σαν την Ζωή και τον Αδάμ τους έπεισε να φαν,
από της Γνώσης το Δεντρί που γύρω του ουροβόρος,
ξαπλώνονταν μισόκαλος ‒ως όφις‒ ο Σατάν.
Το δέντρο τώρα της Ζωής τα Χερουβείμ φυλάν.
Ο ξυλοτρώκτης το ζητά, το πόθησεν ο σκόρος·
τα πόδια μας σε άλλα μήκη παν και περπατάν.
Της σωτηρίας τον καρπό τα χέρια μας κρατάν,
μα αλίμονο, βαρύτατος της πληρωμής ο φόρος·
στην έσχατη την Άβυσσο τα πάθη μας τραβάν.
§
Μαρία Κουλούρη
Ζωή με κάθε τρόπο
Ήταν καλοκαίρι
αν και δεν σημαίνουν τίποτα πια οι εποχές
Κρατούσες το σώμα σου
με όλη την αφοσίωση του αέρα στις
λευκές σελίδες του υγρού τοπίου
Θα φυσάει αποφάσισες
κι ούτε μια κλωστή να κρατηθώ
Λες και μπορούσα εγώ να ξηλώσω το ρούχο σου
Ήταν καλοκαίρι
δεν είχες ακούσει πως η ζέστη διαστέλλει
Ας έριχνες τουλάχιστον μια βροχή
αφού τη θάλασσα είχες αδειάσει
σε κάθε μικρό σου κόλπο
σε κάθε ακρωτήρι
Άλλα αμφίβια ανέπνεαν στο βυθό
Ήταν καλοκαίρι τίποτα δεν σεβάστηκες
Είμαι όμως ψάρι από καλή γενιά
έξω από το νερό πολλά τραγούδια ξέρω
§
Έλενα Πολυγένη
Η Αφροδίτη φαίνεται φιλόξενος πλανήτης
Πατέρα,
σώσε με
γύρισα σπίτι
ανοιγοκλείνοντας τα χείλη σαν συσκευή χωρίς ήχο
την ώρα που θάβω τα μυστικά μου
όπλα στον κήπο
έναν κήπο από στάχτη και σκουριασμένο μέταλλο
γύρισα σπίτι μα εδώ δεν είναι σπίτι μου
το μέλλον επέστρεψε μεταμορφωμένο
σε τίγρη
κρατά στα δόντια του το πτώμα μιας
και μόνης ημέρας
γύρισα στον κατάφυτο αγριόχορτα κάμπο
τα ξεριζώνω ένα –ένα όπως τις μνήμες
σαν να στέλνω κάποιο μήνυμα, ελπίζω
να μην το λάβει κανένας
ξεφυτρώνει ανεξέλεγκτα μεσ’ απ’ τα έγκατα
της γης μου, ένας σπόρος που
μου τρώει τα σπλάχνα
σαν το παρελθόν
σαν την ανάγκη ν’ αποκαλυφθεί η Αλήθεια
Πατέρα σπατάλησα στο κλάμα το χρόνο σου
δεν ήξερα να κάνω κάτι άλλο
εξαρχής γνώριζα πως τίποτα δεν ήταν δικό μου
ένας κρύος πηλός μ’ έπλαθε στο σχήμα του κι όμως
ένα κομμάτι διαρκώς φτερούγιζε
έξω απ’ τον χάρτη
αν γύρισα το κεφάλι κι απ’ την άλλη μεριά
ήταν για να μην βλέπω
η σφαίρα παραμένει το τελειότερο σχήμα, το Σύμπαν
στο μυαλό μου καταλύεται
αστέρια φέγγουν τη μελλοντική υπόσχεση
για μια σταθερή πηγή φωτός
που θα μας ξεγελά, ερχόμενη
από έναν ανύπαρκτο Κόσμο
§
Ιωάννα Σκλαβενίτη
”Φθινοπωρινή νηστεία”
Σε είδα,
να διασχίζεις την θάλασσα.
Μοιάζει σαν ψέμα αυτός ο ήλιος.
Και οι άλλοι γελούν,
με όλα τα πρόσωπα
του Θεού ή των ανθρώπων
ποτίζοντας το περιβόλι
των πένθιμων οργασμών.
Ούτε σήμερα, ούτε χθες,
αιώνες τώρα
σκορπάνε να ψαρέψουν
το σφουγγάρι του ματιού σου.
Δεν ξέρεις πια,
αλλά αρνούμαι να έχω το ίδιο όνομα
φοβάμαι και τα λουλούδια
αν χρειαστεί
το σπίτι που μυρίζει.
Όχι, δεν κατάπια τίποτα.
Θα σταματήσω.
Έτσι και αλλιώς,
ανοίγω το παράθυρο
μου φτάνει.
§
Σταύρος Σταύρου
Προτροπή
Άκου,
ας μη συστηθούμε.
Ας αφήσουμε αυτό το μικρό
ασήμαντο κενό ανοιχτό
όσο μπορούμε.
Ας μη συστηθούμε,
ας μιλάμε μόνο
ας κοιταζόμαστε
μόνο,
ας πατήσουμε αβέβαια πάνω στη γέφυρα
που χτίζεται με κομμάτια αμηχανίας
κι αν ανταμώσουμε πουθενά,
αν αγγίξει ο ένας τον άλλον,
ας είναι χωρίς συστάσεις.
Ας είναι χέρια με ασαφή προσανατολισμό,
ας είναι χείλη δίχως
κατευθυντήριες γραμμές.
Αν συστηθούμε
αν διευθετήσουμε ετούτη την εκκρεμότητα,
μπορεί να πιστέψουμε πως ξέρουμε
ο ένας τον άλλον,
πως έχουμε όνομα,
πως έχει τίποτε εδώ πέρα όνομα
και πως είναι δικό μας.
§
Μάξιμος Τρεκλίδης
F(-7)
Στη ρακένδυτη ελπίδα δειλινός εξηγούμαι κι απόλυτος
καθώς τα θέρη (οτιδήποτε ευκόλως θρυμματίζεται)
θρέφουν εφήμερα του εντόμου τη δροσιά
σαράκι δεν αφήσαμε να ωριμάσει κι ο άβηδος
έριξε όλα τα ποιήματα στο πρώτο γκελάρισμα νερού
όπως οι λέμβοι στη νεκρόπολη του Αιγαίου άβυδος ανήρ
κι ο έλληνας μαντρωμένος έξω απ’ το λεξιλόγιό του
μ’ ένα χαίρε του δάσους μ’ ένα χαίρε θαλάσσης
την ερημιά προσμένοντας κι ούτε μια προσευχή ν’ αστράφτει
καθώς συγκλίνει άψογα στην παράταση του ηλίου
με εξειδίκευση σε κάθε είδους κακοπέραση σπεύδει
το μαύρο διαρκώς
να τον προλάβει.
§
Θωμάς Τσαλαπάτης
Κάρολος ο 6ος της Γαλλίας
Ο τρελός των Παρισίων έλεγαν
O κάποτε γνωστός και ως «αγαπημένος».
Ο μουρλός βασιλιάς της Γαλλίας
Αυτός που πιστεύει πως είναι φτιαγμένος από γυαλί.
Όλες οι προσβολές τους, φτάνουν μέχρι τα ανάκτορα,
Φτάνουν μέχρι τις κάμαρες, φτάνουν μέχρι τα αυτιά μου.
Δεν με εξοργίζουν,
κάποιες φορές ίσως να με μελαγχολούν,
Όλες οι προσβολές τους,
Παιδιά που πετάνε πέτρες μέσα σε γυάλινα θερμοκήπια.
Υπάρχει βέβαια μια δόση αλήθειας στις λοιδορίες τους.
Μόνο που δεν βίωσα την τρέλα μου για μένα.
Εύθραυστος, ετοιμόρροπος, κάθε στιγμή ένα βήμα πριν από τα θρύψαλα.
Το έκανα για αυτούς.
Βλέπετε,
δεν ήταν πως ήμουν φτιαγμένος από γυαλί,
Όσο το ότι έβλεπα τους γύρω μου ως πέτρες.
Πίνακες: Δια χειρός Χρήστου Κατρούτσου