Scroll Top

Αντώνης Δ. Σκιαθάς – Η Ησυχία του Πεπρωμένου

Xάρτης της Eλλάδας (1826). Aφιέρωση από τον δημιουργό του στον Kάρολο Φαβιέρο.

Iστορικό Αρχείο «Ευγενίας Αντωνίου Σκιαθά». 

Η φωτιά είχε κουρνιάσει στο πιο δυνατό κυπαρίσσι του κτήματος. Το έλιωσε μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας. Φυτεμένο από τον Ιωσήφ Ρηγίδη με καμιά δεκαριά ακόμα, άρχισε να θεριεύει την εποχή που οι μισθοφόροι του Ιμπραήμ ρήμαζαν τον τόπο.
Το εμπόριο σταφίδας, του χαρουπάλευρου και της ξυλείας των εύφλεκτων πεύκων τον είχε κάνει τρανό οικονομικά. Το όνομά του είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη. Είχε πρακτορεία με αντιπροσώπους για τα εμπόρια του σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις.
Στην Μόσχα, στην Αγία Πετρούπολη, στο Λονδίνο, στη Βιέννη, στην Οδησσό πήγαινε συχνά να κλείσει συμβόλαια για τα εμπορεύματά του και να ζήσει την αρμονία του χρυσού.
Υπολόγιζε τη διγλωσσία και την εξουσία του Σουλτάνου, φοβόταν την πειρατεία στο Αιγαίο των Υδραίων και των Ψαριανών, τον ενδιέφεραν όμως κάθε φορά και οι αποφάσεις των ευρωπαίων για την Ελλάδα.Όταν η Εταιρεία άρχισε να ψάχνει κεφάλαια και πρόσωπα να στηρίξουν τον αγώνα, ορκίστηκε από τους πρώτους Φιλικός. Έβαλε αρκετά ασημένια τάλιρα στο ταμείο της.
Πίσω στην πατρίδα του την Εύβοια, είχε αφήσει τις ξερολιθιές της φαμίλιας του στον ήλιο. Είχε αφήσει αλλά δεν είχε απωλέσει τους γονέους του και τ’ αδέρφια του˙ ακόνιζαν λάμες δαμασκηνές για τα γιαταγάνια που έλειπαν στον αγώνα και σκάλιζαν κοτσάνια από πουρνάρια για τις ξυλοκομπούρες που ήθελαν στα ζωνάρια τους οι αγωνιστές.
Τα γεγονότα της επανάστασης είχαν βαλτώσει για τα καλά και η λευτεριά της πατρίδας ήταν ξανά στα σίδερα της ήττας.
Είχαν σβήσει σχεδόν όλα τα καντήλια που κράταγαν αναμμένα χρόνια πολλά, στα μνήματα των προγόνων τους οι αγωνιστές. Εδώ και κει, κανά εικονοστάσι πλέον αναμμένο να κρατά την ελπίδα ζωντανή για μια πατρίδα χωρίς το ζυγό του κατακτητή.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μπαινόβγαινε στη φυλακή. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος τελείωνε βίαια στα τριάντα επτά του με συνθλιμμένα τα γεννητικά του όργανα από τα πρωτοπαλίκαρα του Γκούρα. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης έπεφτε από το άλογό του νεκρός στο Φάληρο από τα βόλια των δικών του.
Ο τόπος στα δόντια του εμφυλίου πάλι και πάλι, ξανά και ξανά το φίλιο χέρι να μπήγει καρφί το μίσος σε κορμί αδερφικό.
Οι Μεσολογγίτες αφημένοι στην τύχη τους χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, χωρίς βόλια έπεσαν στα χέρια του Ιμπραήμ και του Κιουταχή. Ο Παπαφλέσσας, προσωπικότητα ηρωική, για να λυτρωθεί από τα δεινά των επιλογών του, «αυτοκτόνησε» στο Μανιάκι με ακόμα καμιά τρακοσάρια ιδεολόγους της λευτεριάς του τόπου.

Έκαιγε μέρες η φωτιά στα βουνά της Εύβοιας. Δεν άφηνε τίποτα όρθιο στο διάβα της. Χόρευε, από κλαρί σε κορμό, από πουρνάρι σε πεύκο, από βελανιδιά σε ελιά και από τα λιόδενδρα στο τελευταίο κυπαρίσσι που έμεινε όρθιο για περίπου διακόσια χρόνια στο κτήμα των Ρηγίδων. Το αρχοντικό ρηγμένο καταμεσίς ένας σωρός καρβουνιασμένα χρόνια.

Η τελευταία κόρη του Ιωσήφ πέθανε το 1931 εκατόν δεκαεπτά χρονών. Η Χρύσω είχε γεννηθεί το 1814 και ήταν το πέμπτο παιδί μετά τα δύο αγόρια του και τα δίδυμα κορίτσια που τα έχασε στη γέννα της η Κατερίνα του. Η μαμή τα είχε τραβήξει νεκρά το ένα στην αγκαλιά του άλλου.
Χρυσούλα ονόμασε ο Ιωσήφ το επόμενο κορίτσι για να ξορκίσει το θάνατο των προηγούμενων παιδιών του.
Η Χρύσω έκανε τρία αγόρια. Τα δύο τα σκότωσαν λήσταρχοι την εποχή της βασιλείας του Γεωργίου του Α΄ σε ενέδρα. Τους πήραν αρκετά φορτώματα σταφίδα και όσα χρυσά νομίσματα είχαν επάνω τους.
Από τότε η Χρύσω πέρασε σε άλλους κόσμους. Την υπόλοιπη ζωή της και ήταν αρκετά μεγάλη, την πέρασε με την ψυχοκόρη της από τη Χαλκίδα, που της έφτιαχνε φαγητό, συγύριζε το αρχοντικό και της διάβαζε για τα καμώματα της ιστορίας στα χρόνια του πατέρα της.   Είχε ασθενική όραση. Την έφαγε το μαράζι για τα νεκρά αγόρια της. Ο τρίτος, ο μεγαλύτερος ο Ανδρέας, χάθηκε σ’ ένα ναυάγιο στη Μαύρη Θάλασσα με όλες τις φύτρες του.

Ο Ανδρέας είχε γεννηθεί την εποχή που έφτανε ο Όθωνας στην Αθήνα. Τον αγαπούσε πολύ ο παππούς του Ιωσήφ, καθώς είχε το όνομα του αδικοχαμένου του αδερφού. Ο Ανδρίκος αρκετά μεγαλύτερος του Ιωσήφ, πρωτοκαπετάνιος του Νικολάου Κριεζώτη. Τον έστησαν σ’ ένα πάσσαλο στο φράκτη του πέτρινου αρχοντικού και του πήραν με μία σπαθιά το κεφάλι, ξεκολλώντας το από τους ώμους.
Τον Ανδρέα τον έκανε γενικό κουμανταδόρο στις αντιπροσωπείες του στην Αυτοκρατορική Ρωσία. Εκεί έστησε την φαμελιά του, έκανε παιδιά με τη σύζυγό του Σβετλάνα, κόρη συνεργάτη του παππού του. Σε ένα ταξίδι οικογενειακό του στην Ελλάδα με ατμόπλοιο, για να ξεναγήσει τα παιδιά του στα πατρώα εδάφη και να γνωρίσουν τη νόνα τους τη Χρύσω. Είχε να τα δει από τότε που γεννήθηκαν.
Χάθηκαν όλοι, δεν τους βρήκαν ποτέ. Το κτήμα των Ρηγίδων από τότε ρήμαξε, με τη Χρύσω βυθισμένη στα δικά της σκοτάδια και τη ψυχοκόρη της Μαριγώ βυθισμένη στη δική της μοναξιά στη συζυγική της κλίνη.
Το αρχοντικό του Ιωσήφ Ρηγίδη στέρεο, γεμάτο χελιδονοφωλιές, αλλά χωρίς τις σάρκες του ήλιου στα δωμάτια του, με δυο μοναχικές γυναίκες να σέρνουν τις σκιές τους καθημερινά στα πλακόστρωτα του οίκου.

Το είχαν ονομάσει στοιχειωμένο. Έλεγαν ότι τα βράδια έβγαινε η Χρύσω με μια λευκή ποδιά γεμάτη ρόδια, κλαίγοντας τα αγόρια της και μετά κατηφόριζε στο γιαλό κι έσπερνε τα ρόδια στα κύματα.
Οι γείτονες τρόμαζαν και με τις σκιές των κυπαρισσιών που έκοβαν το φεγγάρι στη μέση, καθώς ανηφόριζε από τη θάλασσα και μετά κρυβότανε στις απέναντι κορφές της Δίρφυος.

Η φωτιά δεν άφησε τίποτε όρθιο, τα βρήκαν όλα στάχτη. Το κτήμα των Ρηγίδων μετά τους Γερμανούς κατακτητές, το 1942, το άνοιξαν ξανά οι φλόγες. Οι πελεκημένες πέτρες άψυχες, η μια πάνω στην άλλη, άχνιζαν και μοιρολογούσαν το σόι του έμπορα Φιλικού Ιωσήφ και της κόρης του.
Τα πάντα στάχτη. Κάρβουνα τα δρύινα έπιπλα, οι βενετσιάνικοι καθρέπτες, το βιενέζικο γραφείο του ιδρυτή του εμπορικού οίκου, τα αγγλικά επιδαπέδια ρολόγια. Μόνο τα ασημένια σερβίτσια και οι χρυσές μπιζουτιέρες φώτιζαν θαμμένες στα μαύρα.
Εκεί ψηλά στο δώμα με τα μαρμάρινα περίγλυφα λιοντάρια στα ρείθρα της πόρτας, τα μεγάλα μπαούλα από την Τεργέστη με τις δαντέλες και τις γούνες κατεστραμμένα, πρώτα από τα σαράκια, τους σκόρους και τώρα από τις φλόγες.

Άνοιξαν, σχεδόν διέρρηξαν τη χρυσή κασετίνα με τα πορτρέτα της τσαρικής οικογένειας σε σμάλτο στο καπάκι της. Δώρο του πρίγκηπα Λιέβεν για τη φιλία του με τον Ιωσήφ.
Τα χειρόγραφα που φύλαξε ο σταφιδέμπορας απείρακτα από τη φωτιά. Το πολυσέλιδο χειροποίητο τετράδιο με ζωγραφιές, σκέψεις, ημερολογιακές σημειώσεις συντρόφευε μια αποξηραμένη ανθοδέσμη και μια αρμαθιά σελίδες χειρόγραφες με πολλές σημειώσεις και υπογραφές.

Ο Ιωσήφ ήταν παρών την 6η Ιουλίου του 1827 στο Λονδίνο, στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου Ελευθερίας της Ελλάδας. Έγραψε και φύλαξε τα δικά του τεκμήρια για την υπογραφή της συμφωνίας.
Μύρισε τα αρώματα από τις συνοδείες των τριών αυτοκρατορικών και βασιλικών αποστολών. Είδε τα κεριά αναμμένα στους πολυελαίους εκείνο το καλοκαίρι να υμνούν την ελευθερία της σκλαβωμένης πατρίδας του. Είδε τις άμαξες με τα ουγγαρέζικα άλογα να φέρνουν πρίγκηπες, κόμητες, στρατηγούς για να μιλήσουν για την Ελλάδα των αγωνιζόμενων Ελλήνων, για την Ελλάδα της διχόνοιας, για την Ελλάδα που ζει με τις μεσιτείες των Συμμαχικών Δυνάμεων, για την Ελλάδα που από το 1827 ειρήνευσε και γαλήνεψε γιατί η Γαλλία, η Αγγλία και η Ρωσία, μονομερώς απαίτησαν το συμφέρον και την ησυχία της Ευρώπης.
Ο Ιωσήφ με την εμπιστοσύνη που είχε κατακτήσει στην αυτοκρατορική αυλή της Ρωσίας ακολούθησε τον πρίγκηπα Λιέβεν σε αυτή την σύναξη ειρήνης και ελευθερίας.

Στην κασετίνα με το Μονόγραμμα του δωρητή της και η ανθοδέσμη του γραφείου που υπογράφηκε το πρωτόκολλο. Σκόνη απ’ τα ξεχασμένα λουλούδια της επιτυχίας. Σκόνη στα φύλλα που γράφτηκε το κείμενο πρόχειρα πριν καθαρογραφεί.

                    Άρθρον συμπληματικών και μυστικόν.
Ἐὰν ἡ Ὀθωμανική Πύλη, ἐν διαστήματι ένός μηνός, δὲν δεχθῇ τὴν προβληθησομένην μεσιτείαν, αί ὑψηλαί συμφωνοῦσαι δυνάμεις παραδέχονται τα ἀκόλουθα μέτρα
Α΄. Θέλει δηλοποιηθῇ εἰς τὴν Πύλην ἀπό τους έν Κωνσταντινουπόλει ἀντιπροσώπους των, ὅτι τὰ δυσάρεστα έπακόλουθα καὶ τὰ δεινὰ, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς τὴν φανερὰν συνθήκην, ὡς ἀχώριστα ἀπὸ τὴν κατάστασιν τῶν πραγμάτων, ἥτις πρὸ ἓξ ἤδη ἐτῶν διαρκεῖ εἰς τὴν ᾿Ανατολὴν, καὶ τῆς ὁποίας τὸ τέλος, κατὰ τὰ μέσα, ἃ διαθέτει ἡ Ὑψηλή Πύλη, φαίνεται ἀκόμη μακρὰν, ὑποχρεόνουν τὰς ὑψηλὰς συμφωνούσας Δυνάμεις νὰ λάβουν ἄμεσα μέτρα προσεγγίσεως μὲ τοὺς Ἕλληνας.
Εννοεῖται, ὅτι αἱ Δυνάμεις, διὰ νὰ ἐκτελέσουν αὐτὸν τὸν σκοπόν, θέλουν συστήσει εμπορικὰς σχέσεις μετὰ τῶν Ελλήνων, στέλλουσαι καὶ δεχόμεναι ἐκ μέρους αὐτῶν προ- ξένους, καθ᾽ ὅσον ὑπάρχουν εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀρχαὶ ἱκαναὶ να διατηρήσουν τοιαύτας σχέσεις,

   Β’. Ἐάν, εἰς τὸ ῥηθὲν διάστημα τοῦ ἑνὸς μηνός, ἢ Πύλη δὲν δεχθῇ τὴν προβαλλομένην εἰς τὸ Α’. ἄρθρον τῆς φανερᾶς συνθήκης ἀνακωχὴν, ἢ ἐὰν οἱ Ἕλληνες δὲν στέραξουν νὰ τὸ ἐκτελέσουν, αἱ ὑψηλαὶ συμφωνοῦσαι Δυνάμεις θέλουν δηλοποιήσει εἰς ἐκεῖνο τῶν διαμαχομένων δύο μερῶν, τὸ ὁποῖον ἐξακολουθήσῃ τὰς ἐχθροπραξίας, ἢ καὶ εἰς τα δύο, χρείας καλούσης, ὅτι αἱ ῥηθεῖσαι ὑψηλαὶ Δυνάμεις έχουν σκοπὸν νὰ μεταχειρισθοῦν ὅσα μέτρα αἱ περιστάσεις ὑπαγορεύσουν εἰς τὴν φρόνησίν των, διὰ νὰ ἐπιτύχοῦν τὸ ἄμεσον ἀποτέλεσμα τῆς ἀνακωχῆς, τὴν ὁποίαν ἐπιθυμοῦν, προλαμβάνουσαι, ὅσον δύνανται, κάθε σύγκρουσιν μεταξύ τῶν ἀντιφερομένων μερῶν. Καὶ τωόντι, ἀμέσως μετὰ τὴν ρηθεῖσαν δήλωσιν, αἱ ὑψηλαὶ Δυνάμεις θέλουν μεταχειρισθῆ ἐκ συμφώνου ὅλα τὰ μέσα διὰ νὰ ἐκτελέσουν τὸν σκοπόν των, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ λάβουν μέρος εἰς τὰς μεταξύ τῶν δύο διαμαχομένων μερῶν ἐχθροπραξίας.
Κατά συνέπειαν, αἱ ὑψηλαὶ συμφωνοῦσαι Δυνάμεις, ἀμέσως μετὰ τὴν ὑπογραφὴν τοῦ παρόντος συμπληρωτικοῦ καὶ μυστικοῦ ἄρθρου, θέλουν πέμψει πρὸς τοὺς κατὰ τὰς θα- λάσσας τῆς ᾽Ανατολῆς ναυάρχους τῶν στόλων των οδηγίας συμπτωματικὰς, συμφώνους μὲ τὰ ἀνωτέρω παραίδηδεγμένα.
Γ΄. Καὶ τελευταῖον, ἂν, παρὰ πᾶσαν ἐλπίδα, τὰ μέτρα ταῦτα δὲν ήναι ἱκανὰ διὰ νὰ κάμουν τὴν Ὀθωνακικήν Πύλην νὰ δεχθῇ τὰς προτάσεις τῶν Δυνάμεων, ἢ άν οί Έλλήνες ἀπορρίψουν τὰς ὑπὲρ αὐτῶν συμφωνίας της σημερινῆς συνθήκης, αἱ ὑψηλαί συμφωνοῦσαι Δυνάμεις οὐχ ήττον θέλουν εξακολουθήσει τὸ τῆς εἰρηνοποιήσεως ἔργον επί τῶν μεταξὺ αὐτῶν συμφωνηθεισῶν βάσεων, καὶ κατὰ συνέπειαν δίδουν ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τοὺς ἐν Λονδίνῳ ἐντὸς σώπους των τὴν ἄδειαν νὰ συζητήσουν καὶ νὰ προσδιορίσουν τὰ μετὰ ταῦτα μέτρα, εἰς τὰ ὁποῖα ἠμπορεῖ νὰ γένῇ χρεία νὰ καταφύγουν.
Τὸ παρὸν συμπληρωτικὸν καὶ μυστικὸν ἄρθρον θέλει ἔχει τὴν αὐτὴν ἰσχὺν, ὡς νὰ ἦτο καταχωρισμένον κατά λέξιν εἰς τὴν σημερινὴν συνθήκην. Θέλει δὲ ἐπικυρωθῇ, καὶ αἱ ἐπικυρώσεις θέλουν ἀνταλλαχθῆ συγχρόνως μὲ τὴν ῥηθείσαν συνθήκην.
Εἰς πίστωσιν τούτων, οἱ ἀμοιβαῖοι πληρεξούσιοι ὑπέγραψαν καὶ ἐσφράγισαν τὸ παρόν. Εγένετο ἐν Λονδίνῳ τὴν 6 Ἰουλίου 1827.
ΔΥΔΑΕΥ.ΠΟΛΙΓΝΑΚ. ΛΙΕΒΕΝ

Κάηκε η ψυχή μας, καρβουνιάστηκε ο τόπος μας. Χάθηκε και το αερικό της Χρύσως στο πέλαγος ψάχνοντας να βρει τα νεκρά της αγόρια. Έπεσε το κυπαρίσσι, λυτρώθηκε η Μνήμη για τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου.

* Ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς είναι ποιητής/κριτικός λογοτεχνίας.