Οι νέοι ποιητές και πεζογράφοι είθισται να αναζητούν τη γνώμη των μεγαλύτερων ηλικιακά και πιο καταξιωμένων και αναγνωρισμένων λογοτεχνών. Γι’ αυτό, συνηθίζεται να ταχυδρομούμε τις συλλογές και τα βιβλία μας στους άλλους λογοτέχνες. Το ίδιο έπραξα κι εγώ, όταν εξέδωσα την πρώτη μου ποιητική συλλογή το 2007. Ήμουν τότε ήδη 34 ετών, γεγονός που υποδήλωνε ότι είχα ήδη σχετικά καθυστερήσει να εκδώσω βιβλίο. Ο λόγος ήταν ότι έπασχα (και φυσικά πάσχω ακόμα) από πλήρη κώφωση. Οπότε δεν ήταν καθόλου εύκολο για μένα να καταφέρω να εκδώσω αυτά που έγραφα.
Από πολύ μικρή διάβαζα με μανία όλους τους ποιητές και έγραφα, προσπαθώντας να μιμηθώ τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα. Φυσικά, την ποίηση της Δημουλά την γνώριζα ήδη από το σχολείο. Υπήρξα μαθήτρια σε όλη τη δεκαετία του ’80, καθώς έχω γεννηθεί το 1973. Εκείνη ήταν ήδη γνωστή ποιήτρια, αγαπητή στο κοινό και είχε κιόλας ανθολογηθεί στα σχολικά μας βιβλία. Θυμάμαι ιδιαίτερα το ποίημα «Άωρα και παράωρα», από τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, που το διδαχτήκαμε στη Γ΄ Λυκείου (1989-90). Μια μικρή έρευνα στο διαδίκτυο μου δείχνει ότι αυτό το ποίημα εξακολουθεί να διδάσκεται στα λύκεια ακόμα και σήμερα. Καθώς ήμουν τότε μόλις 17 ετών, η εντύπωση που μου έκανε αυτό το ποίημα ήταν τεράστια. Το παραθέτω εδώ, για να το ξαναθυμηθούν και οι αναγνώστες μας:
Ανάμεσα νύχτας κι αυγής
σφηνωμένη βρήκα την άωρη ώρα.
Ασεβής ευθυμία πουλιών με ξύπνησε τόσο νωρίς
και βγήκα στων σκοταδιών την άμπωτη.
Το μπαλκόνι μου ήσυχα λάμνει
στ’ αβαθή χρώματα.
Ονειρεύονται ακόμα οι κήποι
ερχομό αγνώστων ανθέων.
Αργά ξεδιπλώνεται ο περιβόητος ορίζοντας
σα φθηνή κορδέλα του μέτρου.
Με λήθη μοιάζει η θάλασσα: μας ξέχασαν.
Με λήθη μοιάζει το άπειρο. Άπειρος λήθη.
Ένα καΐκι ξεκουρδίζεται στο βάθος,
το παίρν’ η απόσταση και παίζει.
Μουρμουριστά των χρωμάτων η στάθμη ανεβαίνει.
Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.
Ξυπνάει ένα λευκό κουπί,
φτεροκοπάει μια στέγη,
ένα παραθυρόφυλλο σπαρτάρισε.
Έντρομο αφυπνίζεται κάποιο καμπαναριό,
ένοχο: η πίστη πρέπει να ξυπνάει πρώτη.
Πρώτη απ’ όλα.
Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.
Διαγράφονται κλειστές οι πόρτες
και τα όρια πεισμώνουν.
Σ’ ενάργεια βγήκαν τα βουνά
και σε γυρίζουν πίσω.
Και συ προσδοκία πού πας;
Έχουν ξυπνήσει από ώρα οι αρνήσεις.
Κι εγώ, εγώ που είμαι και ονομάζομαι
προχωρημένη ώρα,
τι γυρεύω ανάμεσα σε τούτες τις νήπιες διαθέσεις;
Θυμάμαι καλά την προσπάθεια που κατέβαλλα, ως μαθήτρια, αυθόρμητα και χωρίς να μου το υποδείξει κανείς, για να το μάθω απέξω (όπως έκανα και κάνω μέχρι σήμερα με όλα τα αγαπημένα μου ποιήματα). Θυμάμαι πόσο με είχε εντυπωσιάσει ο στίχος: «Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα», όπως και το δίστιχο: «Ονειρεύονται ακόμα οι κήποι / ερχομό αγνώστων ανθέων. » Καθώς τότε δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα από τα λογοτεχνικά ρεύματα ή τις φιλολογικές θεωρίες, τα διάβασα όλα με τη μέθη και την ορμή της εφηβείας. Ώστε λοιπόν, αναρωτιόμουν, τα σχήματα μπορούσαν να περπατούν; Οι κήποι να ονειρεύονται; Το καμπαναριό να αφυπνίζεται έντρομο και ένοχο;
Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα, ολοκάθαρα, ότι μαζί με τους ανθρώπους μπορεί και να κοιμούνται γύρω τα κτήρια και η φύση και να ξυπνούν σταδιακά μαζί μας τα πρωινά. Μαζί, βέβαια και με τις αρνήσεις που «έχουν ξυπνήσει από ώρα» και μας υπενθυμίζουν ότι στο μισοσκόταδο της νύχτας μπορούν να συμβούν οι προσδοκίες και τα θαύματα, που όμως στο σκληρό φως της ημέρας σκοτώνονται, καθώς επιστρέφουμε στην πεζή καθημερινότητα.
Αργότερα, στη φοιτητική μου ζωή, παρόλο που δεν σπούδαζα σε φιλολογική σχολή, αλλά στην ιατρική, αναζητούσα στον ελεύθερο χρόνο μου αυτή τη μαγεία της ποίησης που είχα βιώσει και στην εφηβεία. Έτσι, μεταξύ άλλων, εντρύφησα περισσότερο στο έργο της Δημουλά, μελετώντας τις προηγούμενες και τις επόμενες συλλογές της. Καθώς υπήρξε επικοινωνιακό φαινόμενο και ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στο κοινό, συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία, απολάμβανε μια απήχηση που δύσκολα αποκτά κάποιος ποιητής ή ποιήτρια εν ζωή σήμερα. Για πολλά χρόνια, σχεδόν όλα τα λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά και οι εφημερίδες, οι ημερίδες, τα συνέδρια είχαν και κάποιο δικό της ποίημα, μια φιλολογική ανάλυση, ένα σχόλιο που να την περιλαμβάνει.
Επανέρχομαι τώρα στο 2007 που, όπως ανέφερα στην αρχή του κειμένου μου, κατάφερα να εκδώσω την πρώτη μου ποιητική συλλογή. Εγώ ήμουν 34 ετών, παντελώς άγνωστη ως ποιήτρια και η Δημουλά 76 ετών και ήδη πασίγνωστη. Όπως προείπα, ήταν πολύ δύσκολο να μένα τότε να εντοπίσω τους άλλους ποιητές και να μπορέσω να τους στείλω το βιβλίο μου. Το ίντερνετ, δηλαδή ο δικός μου τρόπος να ξεπεράσω τους επικοινωνιακούς σκοπέλους της κώφωσης ήταν ακόμα στα πρώτα χρόνια της ανάπτυξής του. Τα socialmedia μόλις που είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους και οι περισσότεροι δεν είχαν ακόμα ανακαλύψει το facebook (κάτι που άλλαξε, σε μεγάλο βαθμό, τη δική μου ζωή). Καθώς δεν μιλούσα (και δεν μιλάω) στο τηλέφωνο και δεν πήγαινα στις ποιητικές βραδιές, αφού δεν άκουγα και δεν καταλάβαινα τι λέγανε, η μόνη μου δυνατότητα επικοινωνίας από μακριά ήταν το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο για τους νεώτερους και το κλασικό ταχυδρομείο για τους μεγαλύτερους.
Με μεγάλη δυσκολία και με τη βοήθεια φίλων κατάφερα κάποια στιγμή να αποκτήσω τις διευθύνσεις ορισμένων γνωστών ποιητών μας, στους οποίους και ήθελα να ταχυδρομήσω το βιβλίο. Μου έδωσαν περίπου 30 διευθύνσεις, μεταξύ άλλων και της Δημουλά. Της έγραψα ένα σύντομο εισαγωγικό σημείωμα και το εσώκλεισα σε έναν φάκελο, μαζί με το βιβλίο μου και πήγα στο ταχυδρομείο της γειτονιάς, με κάποιο καρδιοχτύπι, για να το στείλω. Θυμάμαι ότι έστειλα συνολικά 30 βιβλία και είχα πολλή αγωνία, καθώς δεν γνώριζα κανέναν παραλήπτη από κοντά και έτσι ντρεπόμουν φοβερά μήπως τους ενοχλώ και μήπως τελικά αυτή μου η κίνηση θα τους ήταν ανεπιθύμητη.
Οι μέρες περνούσαν και δεν είχα λάβει απάντηση από κανέναν, κάτι που επιβεβαίωνε τον φόβο μου ότι ίσως τελικά δεν έπρεπε να προβώ σε μια τέτοια αποστολή βιβλίων. (Άραγε, σκεφτόμουν, είχαν φτάσει στους παραλήπτες; Ούτε αυτό δεν είχα τρόπο να επιβεβαιώσω, τότε…) Αίφνης, ύστερα από κανένα μήνα, πήρα τελικά 3 απαντήσεις μαζί. Από τα 30 άτομα, μόνο οι 3 μπήκαν στον κόπο να γράψουν ένα γράμμα, να ψάξουν να βρουν φάκελο και γραμματόσημο και να πάνε στο ταχυδρομείο να το στείλουν.
Σήμερα (μόλις 13 χρόνια μετά! ) που η επικοινωνία με αγνώστους έχει γίνει για μένα πολύ πιο εύκολη λόγω του facebook (και εν γένει των κοινωνικών δικτύων), σήμερα που λαμβάνω και εγώ η ίδια κάθε εβδομάδα σχεδόν τις ποιητικές συλλογές νεώτερων ποιητών, μου φαίνεται απίστευτο το γεγονός ότι πριν τόσα λίγα χρόνια ζούσα σε έναν τόσο διαφορετικό κόσμο. Βέβαια κι εγώ πια δεν ξέρω αν θα έμπαινα στον κόπο να ταχυδρομήσω μια χειρόγραφη επιστολή σε έναν νέο ποιητή ή ποιήτρια (εξάλλου έχω σχεδόν ξεχάσει να γράφω χειρόγραφα ήδη από το 1998, που απέκτησα τον πρώτο μου υπολογιστή). Για να είμαι ειλικρινής, η ευκολία του e–mail (του facebook, των sms, του viber και πάει λέγοντας) δεν μπορεί να συγκριθεί με τον κόπο που απαιτείται για να γράψει κάποιος ένα χειρόγραφο και να πάει μετά στο ταχυδρομείο.
Από τους τρεις, λοιπόν, που μου απάντησαν (και οι οποίοι – και – γι’ αυτό το λόγο έχουν έκτοτε περίοπτη θέση στην καρδιά μου), η μία ήταν η αείμνηστη πλέον Δημουλά. (Οι άλλοι δύο ευτυχώς είναι ακόμα εν ζωή και πλέον μπορώ να επικοινωνώ μαζί τους και στο facebook. )Η συγκίνηση και το σοκ που ένιωσα παίρνοντας και διαβάζοντας το μικρό επιστολικό δελτάριο που μου απέστειλε η Δημουλά (και το οποίο παραδίδω για πρώτη φορά στη δημοσιότητα και συνοδεύει αυτό το κείμενο), ήταν τεράστια. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η πιο γνωστή και καταξιωμένη ποιήτρια της εποχής μπήκε στον κόπο όχι μόνο να διαβάσει, αλλά και να απαντήσει (ακολουθώντας μάλιστα την κοπιαστική διαδικασία που σας περιέγραψα παραπάνω), σε μια νέα και εντελώς άγνωστή της, σε ποιητικό αλλά και σε ανθρώπινο επίπεδο, ποιήτρια.
Αργότερα, καθώς το διαδίκτυο αναπτυσσόταν και κυρίως μετά το 2010-12 που μπόρεσα να «συζητώ» πιο εύκολα με άλλους ομότεχνους στο facebook, έμαθα με έκπληξη ότι η ίδια συνήθιζε να έχει αυτά τα επιστολικά δελτάρια που βλέπετε στη φωτογραφία και να στέλνει τέτοια σε όλους όσους της έστελναν τις ποιητικές τους συλλογές.
Τα επόμενα 13 χρόνια, από το 2007 που μου απάντησε η Δημουλά ως το 2020, φέτος δηλαδή, που απεβίωσε, ήλπιζα ότι θα μου δινόταν κάπως η ευκαιρία να τη συναντήσω έστω μια φορά διά ζώσης. Στο κάτω κάτω στην Αθήνα μέναμε και οι δύο. Δυστυχώς όμως δεν τα κατάφερα ποτέ, καθώς όχι μόνο δεν πήγαινα σε ποιητικές βραδιές, αλλά επιπλέον ασχολήθηκα εντατικά με τα θέματα των κωφών, παραμερίζοντας σε κάποιο βαθμό και τις λογοτεχνικές μου δραστηριότητες.
Ενδεικτικά, δεν της ταχυδρόμησα καν το δεύτερο βιβλίο μου, που εκδόθηκε το 2015. Εξακολουθούσα να ντρέπομαι στη σκέψη ότι θα την πίεζα, έμμεσα, να απαντήσει και σε αυτό το βιβλίο, οπότε και θα έπρεπε να ξαναπάει στο ταχυδρομείο, σε ακόμα πιο προχωρημένη ηλικία. Έστειλα το βιβλίο αυτό μόνο σε όσους συνομιλούσα πια στο facebook και στο e–mail και αφού πρώτα τους ενημέρωνα, ώστε να κατανοήσω αν επιθυμούν αυτή την αποστολή.
Βέβαια, επειδή ο καιρός έχει παράξενα γυρίσματα κάποιες φορές, κατάφερα πάλι έμμεσα να επικοινωνήσω με την Δημουλά το 2018, δύο χρόνια πριν πεθάνει, όταν παρακολουθούσα μαθήματα στο ανοιχτό πανεπιστήμιο και έτυχε να έχω καθηγήτριά μου την συνονόματη εγγονή της, μια εξαιρετική φιλόλογο που της μετέφερε τους χαιρετισμούς μου. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που κατάφερα κάπως να την πλησιάσω. Δεν ήταν, φαίνεται, γραφτό να γνωριστούμε και να συνομιλήσουμε ποτέ διά ζώσης.
Ήδη το 2007 εκδίδονταν πολλές ποιητικές συλλογές. Αν δεν απατώμαι γύρω στις 500 κατ’ έτος. Το 2018, που έχω στη διάθεσή μου τα αναλυτικά νούμερα, εκδόθηκαν 813 ποιητικές συλλογές. Οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι, όπως και εγώ πλέον, λαμβάνουμε πολλές από αυτές, επειδή μας τις ταχυδρομούν. Σε βαθμό που είναι δύσκολο πια και για μας να τις διαβάζουμε και να προσπαθούμε να απαντάμε στους νεότερους ποιητές. Δεν θα κρύψω ότι καμία φορά βαρυγκομώ στη σκέψη ότι «πρέπει» να τις διαβάσω και να απαντήσω. Φυσικά, δεν με υποχρεώνει κανείς να το κάνω αυτό, καθώς δεν συνηθίζω να γράφω στήλες κριτικής ή βιβλιοπαρουσιάσεων. (Το έχω κάνει αυτό μόνο για συγκεκριμένα βιβλία που μου κίνησαν το αναγνωστικό μου ενδιαφέρον).
Όμως, κάθε φορά που σκέφτομαι ότι δεν έχω χρόνο ή διάθεση να σκύψω πάνω από τα γραπτά των νεότερων ποιητών, ανακαλώ στη μνήμη μου την αείμνηστη Δημουλά και τον ευγενικό τρόπο με τον οποίο έσκυψε, στα 76 της, πάνω στο γραπτό μιας άγνωστης νεαρής ποιήτριας, δίνοντάς μου με τη στάση και τη χειρονομία της ένα μάθημα ήθους για το πώς πρέπει να φέρονται οι μεγαλύτεροι (ηλικιακά αλλά και λογοτεχνικά) στους νεώτερους. Ένα μάθημα ήθους, που χαίρομαι που το σημερινό αφιέρωμα μου δίνει τη δυνατότητα να κοινοποιήσω στο διαδίκτυο, μαζί με την προτροπή πως στο εξής έτσι οφείλει να συμπεριφέρεται και η δική μας ποιητική γενιά απέναντι στους νέους που ζητούν τη γνώμη και τη συμβουλή μας.
Όλοι από κάπου ξεκινήσαμε και ως νεώτεροι είχαμε την ανάγκη να έρθουμε σε επαφή με τα ποιητικά μας πρότυπα. Τώρα, όσοι από μας μεγαλώσαμε, ας μην απογοητεύσουμε τους νεώτερους, που έχουν ανάγκη την παρότρυνσή μας και ζητούν με λαχτάρα την απόκρισή μας. Ας σκύψουμε και εμείς στα γραπτά τους με την ίδια αγάπη και την ίδια ευγένεια που έδειχναν κάποιοι από την παλαιότερη γενιά.