Διανύοντας την απόσταση μιας πορείας προσωπικής, πολιτικής, κοινωνικής,
φτάνω και είναι νύχτα. Μέσα από το κρύο φως δυνατών λαμπτήρων τα πάντα είναι εμφανή, δίχως σκιές, με ξαφνικούς, παράξενους για τ’ αυτιά μου κραδασμούς ηλεκτρικών πομπών του αεροδρομίου της Πάφου.
Κατεβαίνω, πατάω στη γη με πολύ αέρα στα μαλλιά˙ προχωρώ με αργό βήμα, κρατώντας την βαριά από τα βιβλία τσάντα μου. Το ξέρω, τίποτα πια δεν με περιμένει, δεν έχω ούτε καν σπίτι. Το κατεδάφισαν, έριξαν κάτω και την παλιά του πόρτα με τους ξύλινους παραστάτες και το μεγάλο ορθογώνιο τζάμι◦ ένα παράθυρο στην πόρτα για φως κι αέρα. Τώρα στέκεται σε τσιμεντένια πρόσοψη μια αλουμινένια πόρτα με όνομα κι ιδιοκτησία, σε ξένη γλώσσα. Απρόσωπα, χωρίς κάποια ιδιαιτερότητα ή πρωτοτυπία, χάραξαν τα ονόματά τους. Καμία τρυφερότητα ύφους γραφής, μόνο φαραωνικά μεγέθη˙ σαν ένα θεατρικό μονόπρακτο, επιτομή μεσαιωνικής κωμωδίας.
“Η έρημος μεγαλώνει, αλίμονο σ΄έκείνον που κρύβει ερήμους” *
Το δικό μας σπίτι, μολονότι δεν είχε χαραγμένο όνομα στη πόρτα του δεν ήταν ανώνυμο, άφηνε τα γιασεμιά, τις βουκαμβίλιες και τις περικοκλάδες να αναρριχώνται απάνω του, τα τριαντάφυλλα και τους νάρκισσους, να γεμίζουν τον κήπο. Πού κήπος πια … από τότε που την ακρωτηρίασαν κάθε σπιθαμή γης είναι πολύτιμη στη Κύπρο. Επιστρέφει συχνά κατά το σούρουπο η εικόνα του σπιτιού μας, μαζί του φτάνουν εικόνες μυστηρίου από θραύσματα, ψίχουλα ελπίδων, πασχαλίτσες μνήμης σαν κεφάλια γυρμένα στο στήθος◦ τότε γίνεται μια δεύτερη επέμβαση μεταμόρφωσης ώστε τα ταπεινά αντικείμενα να πάρουν τη σημασία και την ευθύνη των συναισθημάτων.
-Από που είσαι; με ρωτούν όλοι.
-Από την Βάσα Κοιλανίου άρχισα να λέω, όχι από τη Λεμεσό όπου κατοίκησα μα από το αμπελοχώρι του παππού του Περικλή που δεν γνώρισα.
Τι να πω; από την Αλεξάνδρεια όπου με γέννησε η μάνα μου, και να νομίζουν ότι δεν είμαι κύπρια; Όχι, λοιπόν, είμαι, είμαι από κάθε πέτρα του βουνού κάθε θαλασσινό φύσημα του αέρα, από το κοκκινόχωμα της Μεσαορίας. Είμαι μέρος από όλη την Κύπρο, κυρίως από την Λευκωσία με την οποία μοιράζομαι τις συμφορές.
Δευτέρα του Πάσχα.
Άρχισα το ταξίδι μου από την Πάφο, μια γη πολύπλοκης γεωλογίας που κρύβει τα μυστικά της κάτω από τα φλεβικά πετρώματα, κάτω από τον υαλώδη ιστό της απουσίας της αξέχαστης πολύτιμης φίλης Μυριάνθης, αιματοδώτης της ποίησης της Κύπρου, χωρίς εξεζητημένες φωνασκίες. Ψελλίζω συγκινημένη ένα αγαπημένο ποίημα της:
Το δέντρο//Ο λίβας άλωσε τα φύλλα/η λάβα σάρωσε το βλέμμα/αίμα του δέντρου πράσινο//οινοχόη/χοηφόρος νεκρικής σπονδής/Ίσκιοι κουρνιάζουν τώρα στις κουφάλες του/άλλες του παραστέκουν εποχές/σκόνη και τέφρα/φράζουν τα φυρά κλαδιά/αδιάφορα καθώς συρρέει/ρέει και μένεται/εταίρα/η άλλη νύχτα//**
Ήξερα ότι θα αγκάλιαζα την Αναστασία, την Μαρούλλα, την Χριστιάνα, και αυτό με παρηγορούσε. Κρύφτηκα λοιπόν για λίγο μες τα πυριγενή πετρώματα της ψυχής μου και ξεκίνησα με την Μαρούλλα μια περιοδεία στην Περιστερώνα με τους κήπους και τα πλινθόκτιστα σπίτια της. Καθίσαμε κάτω από μια κληματαριά, ήπιαμε την μανταρινάδα της κας Ανδριανής συζύγου του παπά του χωριού. Εκεί είδα τα παιδιά και τα εγγόνια τους: μάτια θαλασσιά και ήρεμες κινήσεις του σώματος. Προχωρήσαμε προς το φαράγγι των Αετοφωλιών. Άγριος τόπος, όλο θρύλους. Ο ήλιος ήταν ψηλά όταν φτάσαμε στην Τρεμιθούσα, περάσαμε μετά από τη Φιλούσα, την Μελάδεια, την Λυσό, φτάσαμε στο μοναστήρι του Άη Ισιδώρου που έμοιαζε με τον φανταστικό κήπο της Εδέμ, απ΄ εκεί είδαμε στο βάθος τη Μιρμικόφου “άλλη φορά πηγαίνουμε” είπε η Μαρούλλα που έχει υπομονή. Στο καφενείο ακούσαμε ιστορίες που έλαβαν μέρος πριν το 1974, για τουρκοκύπριους που πήραν γυναίκες ελληνοκύπριες και κατοίκησαν στη Κρίτου Τέρρα, γυναίκες που μιλούσαν ελληνικά και γέρασαν μόνες, δύο βήματα μακριά από το πατρικό τους σπίτι. Κανείς, ούτε και οι γονείς τους θέλησαν να τις ξαναδούν, ούτε τα παιδιά τους τα τουρκόσπορα… Φαντάστηκα το στόμα των γυναικών τούτων πικρά δεμένο, μην τυχόν περιπλανηθεί στον αέρα μια ελληνική λέξη. Αυτά στη θρυλική Κύπρο.
“Πάμε στη Σουσκιού, τη διψασμένη γη όπως την αποκαλούσαν οι τούρκοι;”
“Είναι γέριμη τώρα και χρόνια, κατέρρευσε, τι να πάμε να κάνουμε Αλεξάνδρα μου!” Είπε η Μαρούλλα και συλλαβίζοντας τις λέξεις πρόσθεσε:
“Πάμε για μια τρεμιθόσουπα, έχω χρόνια να την φάω!”
-“Έλα να κάτσουμε να φάμε, έχω τρεμιθόσουπα”, έφτασε η φωνή της θείας μου της Λούλας από τα παλιά χρόνια, χρόνια που με κατοικούν λαμπρά. Καθόταν η θεία με τα φαρδιά καπούλια της και τέντωναν οι κουμπότρυπες της λεπτής και δροσερής ρόμπας της, έδινε την συνταγή στη μάνα μου:”Φτιάχνεις πρώτα τη ζύμη, ανακατέφκεις το αλεύρι με το νερό και λίγο αλάτι. Ανοίγεις φύλλα και τα κόφκεις σε πολύ μικρές και λεπτές λωρίδες, δηλαδή κάνεις το τριν. Βάζουμε στην κατσαρόλα μας το νερό και τα τρεμίθια να βράσει, προσθέτουμε και το τριν.
Ρίχνουμε λίγο αλάτι και ανακατεύουμε ελαφρά μέχρι να ψηθούν”.
Γυρίσαμε κατά το σούρουπο στη Πάφο, εκεί βρήκα να με περιμένει ο Μάρκος, νέος ποιητής στο πρώτο του βιβλίο. Μιλούσαμε επί ώρες, από που αντλείται υφολογικά και θεματικά η ποίηση, ήτοι η ποίηση διηγείται την αλήθεια; Όπως έγραφε ο Ιταλο Καλβίνο “Οι Οδύσσειες στην Οδύσσεια”, μέσα στην Οδύσσεια εγκιβωτίζεται μια νέα Οδύσσεια, στην οποία ο Οδυσσέας ταξιδεύει σε μέρη στα οποία η αληθινή Οδύσσεια δεν τον έχει ταξιδέψει… ότι επομένως ο Οδυσσέας αράδιαζε διηγώντας ψέματα πολλά, που όμως έμοιαζαν αληθινά. Μιλούσαμε μέχρι που μας βρήκε η νύχτα. Νυχτώνει απροσδόκητα στη Κύπρο!
Το μικρό ξενοδοχείο του κ. Γιώργου στη Παλιά Πόλη, με περίμενε όπως πάντα. Εκείνος έχει το πάθος της συλλογής, μαζεύει κάθε είδους αντικείμενο, συλλέγει αγάλματα, σπαθιά, μαχαίρια, ασπίδες, τα οποία νομίζει ότι έχουν αξία διότι φαίνονται παλιά, τα παραθέτει σαν λάφυρα πολέμου στην αυλή του ξενοδοχείου. Τους δίνει λοιπόν αξία και αυτά τον κρατούν όρθιο σαν άνθρωπο, γνώστη του κάλλους και της ιστορίας.
Το άλλο πρωί αναχώρησα για τη Λεμεσό. Μπήκα στο υπεραστικό λεωφορείο μαζί με μερικούς τουρίστες, βουλγάρους χτίστες, ένα δύο φοιτητές, αρκετές οικιακές εργάτριες από τις Φιλιππίνες: αόρατες υπηρέτριες που φροντίζουν τους ηλικιωμένους γονείς της μεσαίας τάξης της Κύπρου.
Κατέβηκα στη Χαβούζα, το αρχαιότερο από τα κτίσματα της Λεμεσού που σχετίζεται με την υδροδότηση της πόλης. Κατέβηκα με τον Κωνσταντίνο προς το στέκι μου, την Κεντρική Αγορά της Λεμεσού. Καθίσαμε στην πλατεία Σαριπόλου. Στο μαγειρειό του κ. Παναγιώτη, ζήτησα μισή δόση σούπας λουβάνα. Από το διπλανό τραπέζι κάποιος με κοίταζε επίμονα. Ίσως να ήθελε να με ρωτήσει: “Από που είσαι;” Θα του απαντούσα “Από την πλατεία Σαριπόλου”. Είμαι ακριβώς απ΄ τον στενό πλακόστρωτο δρόμο της οδού Φιλίππου Μακεδόνος, εκεί όπου ο βρετανικός στρατός έστησε τοίχο από το ένα πεζοδρόμιο ως το άλλο και έθεσε συρματόπλεγμα στη κορυφή για να παγιδεύει τους νέους που τυχόν μετέφερναν όπλα για τους αντάρτες. Ας μη ξεχνάμε ότι και από αυτόν τον δρόμο πέρασε η απελευθέρωση της Κύπρου από τους αποικιοκράτες! Τότε ο παππούς ακουμπούσε την πόρτα, δεν την έκλεινε. Οι νέοι με μια δρασκελιά έμπαιναν στον ηλιακό, μετά στην αυλή και κατόπιν πηδούσαν στην διπλανή του γείτονα και έβγαιναν σε άλλο δρόμο. Αυτά τα έλεγε η γιαγιά καθώς μπάλλωνε τη νύχτα τις κάλτσες και έπλεκε επιδέξια την μυθολογία της Κύπρου, με την Θέκλα και τη Θεογνωσού, τις γειτόνισσες μιας ζωής.
Φάγαμε με τον φίλο Κωνσταντίνο. Μιλήσαμε για τη συνεργασία μας για την έκδοση του βιβλίου του που βρισκόταν προ των πυλών. Μετά, πριν με καταπιεί η θάλασσα της Λεμεσού, περπάτησα, περπάτησα ζητώντας τα ξεμαλλιασμένα αλμυρίκια. Έγιναν άφαντα, τα πήρε φαίνεται μαζί του ο λίβας του μοντερνισμού. Προχώρησα σε ένα καταχωμένο στα δέντρα ξενοδοχείο, στο σαλόνι του οποίου έγιναν μερικές φιλικές συναντήσεις, ζεστές ματιές, αθόρυβες λέξεις ρυτιδωμένες με φίλες που με τον καιρό γίναν άγνωστες. Τις βλέπω στο facebook και δεν τις αναγνωρίζω με ρετουσαρισμένες φωτογραφίες, βαμμένα μαλλιά και άψογο χτένισμα, δίχως ρυτίδες, άψυχες σαν κούκλες. Αυτά μέχρι την άλλη μέρα.
Έκανα ένα γύρω στη παλιά πόλη ζητώντας ένα ζαχαροπλαστείο Αιγυπτίων. Ήθελα να ξαναβρώ τη μάνα μου να κάθεται με τη δική της αλεξανδρινή ευγένεια να κοιτάζει τα πάντα δίχως να κοιτάζει, να τρώει το μιλφέιγ, δίχως να λερώνει τα χείλη της. Χείλη λωτού, σάρκα καβάφας. Δεν το βρήκα. Απομακρύνθηκα από την οδό Ανεξαρτησίας και πήγα προς τη Μαίρη, την γλυκιά, απλή, με βαθιά ψυχή φίλη και μετά συνέχισα όπου με πάρει ο θαλασσινός αέρας.
Πριν φτάσω στη Λευκωσία, κατέβηκα από το λεωφορείο στην Αλάμπρα, μια παρακαμπή του δρομολογίου. Δεν είδα ούτε χωριό, ούτε οικισμό. Πέρασε με το αυτοκίνητό της σαν αστραπή η Άννα, πήγαμε στη Λευκωσία να μιλήσουμε για το βιβλίο της, είδαμε τον Χάρη για να συζητήσουμε νέα πολιτιστικά προγράμματα. Στους κήπους, μπουμπούκια, φύλλα γυαλιστερά και τριαντάφυλλα σε χλωρά κλωνάρια, όπου μακριές αγκύλες απαγόρευαν το πλησίασμα.
“Αν θέλεις το τριαντάφυλλο πρέπει να δεχτείς το αγκύλωμα” έλεγαν.
Το απόγευμα αντάμωσα πολλές φίλες μεταξύ τους ξεχώριζαν για την βαθιά αγάπη και φιλία η Μάρω και η Κίκα. Παρουσιάσαμε μαζί ένα βιβλίο για Σειρήνες και Γοργόνες, πίνοντας μιαν εξαιρετική πορτοκαλάδα. Την νύχτα έπεσα σε βαθύ και ταραγμένο ύπνο.
Την άλλη μέρα έφτασα στη Λάρνακα. Στο Α΄ Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης.
Στεκόταν άψογη η Ελένη, υποδεχòταν με αγάπη όλους, σύστηνε με ευγένεια αλλήλους, παρουσίαζε το τριήμερο πρόγραμμα. Ο ποιητικός άξονας του Φεστιβαλ -Λόγος, Μνήμη, Ταξίδι- ήταν σαν να τέθηκε για μένα την ξενιτεμένη κατρακυλούσε από τα μάτια μου, φωνές ούρλιαζαν μέσα μου, ήμουν μεταξύ πραγματικότητας και ουτοπίας. Σε μια θερμή φιλική ατμόσφαιρα, ακούσαμε εξαιρετική ποίηση, κάναμε ενδιαφέρουσες συζητήσεις με την Νάντια και με άλλους που δεν γνώριζα με ένα ποτήρι κυπριακό κρασί στο χέρι, ακούσαμε με συγκίνηση ένα αφιέρωμα από τον φίλο Κώστα για τον ποιητή Λεύκιο Ζαφειρίου που απεβίωσε πρόσφατα. Στάθηκα να μιλήσω με τον αδελφό του Λεύκιου τον Μιχάλη, ποιητής και ο ίδιος, άνθρωπος απλός στο στήσιμο και στη συμπεριφορά, να βιώνει την Κύπρο μακριά από τον θόρυβο των σαλονιών .
Ανοίξαμε συζητήσεις με τους φίλους από την Ελλάδα Δήμητρα, Αντώνη, Τριαντάφυλλο, Ελευθερία, Βαγγέλη και άλλους, μαζί με τον εξαιρετικό εικοσάχρονο ιταλό ποιητή Ματτία Ταραντίνο με τον οποίο γράφω στην Ιταλία στο ίδιο λογοτεχνικό περιοδικό. Εμφανής η προσπάθεια χάραξης των πρώτων βημάτων του Φεστιβάλ ποίησης στη Λάρνακα. Τα συγχαρητήρια μου στην Ελένη και στους πιο στενούς συνεργάτες της, τον Αντρέα και την Μαρία για τον πολλά υποσχόμενο θεσμό. Έγιναν λάθη; Βέβαια και έγιναν. Κατά τον θείο μου τον Αντρόνικο που είχε στη Λεμεσό ένα μικρό μαγαζάκι επιδιορθώσεις αυτοκινήτων, τόσο μικρό που δούλευε στον δρόμο, έλεγε γυρίζοντας τις βίδες: «Μόνο όποιος εργάζεται, ή προτείνει, ή φανερώνει τις ιδέες του κάνει λάθη». Καλόδεχτα λοιπόν και τα λάθη μικρά και μεγάλα. Χρειάζεται πάντα μια ανοιχτή συζήτηση, να ηχούν κι άλλες γνώμες, τα θέματα να ξεδιπλώνονται και να ανθίζουν.
Αποχώρησα από το φεστιβάλ με διακριτικότητα, κοίταξα της φοινικιές της Λάρνακας, τα κύματα της θάλασσας, μια αφρικανή όμορφη νέα η οποία δούλευε σε μπαρ, σκέφτηκα τις ευκαιρίες επικοινωνίας, συνεργασίας και δημιουργίας, τους δρόμους που η ποίηση προσπαθούσε να ανοίξει. Δεν έφερνα καμία αντίσταση στον άνεμο της πρόσκλησης, το ταξίδι μου είναι μακρύ, κάπου θα αράξει˙ τώρα αντιλαλεί μέσα μου ο λόγος των άλλων. Όλα μπαίνουν σε μια διάσταση διάρκειας, μου δίνουν την δύναμη να προχωρήσω λίγο πιο πέρα, να εισχωρώ όλο και περισσότερο στο χρόνο, ώσπου κουρασμένη να πέσω στο βαθύ φαράγγι των Αετοφωλιών, απάνω στο πρασινωπό βλέμμα της μάνας μου.
Την άλλη μέρα, 2 Μαΐου, γυρίζω στη Λευκωσία.
Πολλές γυναίκες στο δρόμο μου, προπαντός μεσήλικες, με τις τσάντες στο χέρι, πολλές με γυαλιά να μαρτυρούν το νυχτερινό πλέξιμο, το αλάτι του κλάματος.
–«Έφυγα τρεχάτη, οι τούρκοι μάς πυροβολούσαν από παντού, πήρα μόνο την τσάντα μου με λίγα χρήματα, κάτι ματσάκια κλωστές που ‘χαν μείνει στο τραπέζι το ψαλιδάκι και το μακουκούδι ήταν πάντα κάτω από τη φόδρα της τσάντας μου. Από τότε με όλες τις κακουχίες, γύριζα στα γραφεία κοινωνικής ευημερίας να ζητήσω το δίκαιό μου και τους έδειχνα την ταντέλλα φερβολιτέ, το ξύλινο μακουκάκι που μου έκανε ο πατέρας μου όταν είμασταν στον Καραβά …».
Μαζί με τα λόγια της Σωτήρας, έφτασαν σφικτά αγκαλιάσματα, επιφωνήματα, κομμένες συλλαβές αγάπης. Προχώρησαν και με αγκάλιασαν οι δασκάλες του φερβολιτέ, η Καλλισθένη, η Μαρούλα, η Νούλα, μετά η Αντρούλα, η βοηθός.
Κοίταξα τα χέρια τους, μακριά περιποιημένα δάκτυλα, επιδέξια χέρια που κρατούσαν και μετέδιδαν την παράδοση, που έφεραν μαζί τους από τον Καραβά. Από την άλλη μεριά έφτασε η Αντρούλα με τηνΣωτήρα˙ με αγκάλιασαν ταυτόχρονα και οι δυο τους, οι καρδιές τους χτυπούσαν δίπλα στη δική μου, μετά η Λουκία, η ψηλόσωμη Πίτσα και ακόμα η Ευανθία, η Σούλλα, η Ιουλία, η Ελευθερία, η Δέσπω, η Στάλω. Στο τέλος η Μαρία που με είχε αγκαλιάσει πρώτη και θέλησε να ξαναμπεί στο χορό των χαιρετισμών:
Χαῖρε ὕψος στὸ ὁποῖο δύσκολα μποροῦν νὰ φθάσουν οἱ ἀνθρώπινοι λογισμοί· χαῖρε βάθος ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ κατοπτεύσουν καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοί. ***
Εκείνο το βράδυ ο Σύνδεσμος των Κυπρίων Ιταλίας ΝΗΜΑ συνδέθηκε αδελφικά με τον Δήμο του Καραβά. Πόλη της Κύπρου εγκλωβισμένη από την τουρκική εισβολή του 1974. Ευχαριστώ από ψυχής όλους, μεταξύ τους τον προοδευτικό δήμαρχο Νίκο Χατζηστεφάνου.
Στις 3 Μαϊου γυρίζω στη Πάφο από όπου άρχισα την διαδρομή μου.
Παρουσιάζουμε την συλλεκτική ανθολογία 37 νέων Κυπρίων ποιητών/ποιητριών, Οι Νεότεροι από τις κυπριακές εκδόσεις Αρμίδα. Αφάνταστη η χαρά μπροστά σε τόσα χαμόγελα και ενθαρρυντικά λόγια. Ξαναείδα τον φίλο ποιητή Αντώνη στυλοβάτη της ποίησης της Πάφου και της Κύπρου, εισαγάγαμε μαζί με την φιλόλογο Μάρω την Ανθολογία. Διάβασαν ποιήματά τους οι νέοι ποιητές της Κύπρου που έγραψαν στην Ανθολογία, Άννα, Χριστιάνα, Σταυρούλα, Ιάσωνας, Κωνσταντίνος και ο Χρίστος.
Στις 4 Μαϊου, άφησα την Κύπρο για την Ιταλία μέσα από τους χαιρετισμούς:
Χαῖρε κλῆμα ποὺ πρόβαλες τὸν ἀμάραντο βλαστό· χαῖρε κτῆμα ποὺ πρόσφερες τὸν ἄφθαρτο καρπό. Χαῖρε ἐσὺ ποὺ γεώργησες τὸν φιλάνθρωπο γεωργό· χαῖρε ἐσὺ ποὺ φύτρωσες τὸν φυτουργὸ τῆς ζωῆς. ***
…….
* Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα του Φ. Νίτσε, μτφρ Ζήσης Σαρίκας
** Ανάδρομη Πλεύση, της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου
***Χαιρετισμοί της Υπεραγίας Θεοτόκου/Προσευχή