Είχα έναν Ελβετό φίλο, που τον λέγανε Jacques Dingue. (Σ.τ.μ. dingue στα γαλλικά σημαίνει βλαμμένος). Ζούσε στο Περού σε υψόμετρο 4.000 μέτρων. Εδώ και μερικά χρόνια, έφυγε για να εξερευνήσει αυτές τις περιοχές κι είχε πέσει θύμα της γοητείας μιας παράξενης Ινδιάνας, που τον είχε κυριολεκτικά τρελάνει με την άρνηση της να του δοθεί. Σιγά σιγά είχε εξασθενήσει τόσο, που ούτε από την καλύβα που είχε εγκατασταθεί δεν έβγαινε. Ένας Περουβιανός γιατρός που τον είχε συνοδέψει ως εκεί, τον περιποιόταν για να του για τρέψει μια μαλάκυνση, την οποία έκρινε ως ανίατη!
Κάποια νύχτα, μια επιδημία γρίπης ξέσπασε στη μικρή ινδιάνικη φυλή που φιλοξενούσε τον Jacques Dingue. Όλοι ανεξαιρέτως έπεσαν θύματα της γρίπης και από τους διακόσιους ιθαγενείς, εκατόν εβδομήντα οχτώ πέθαναν μέσα σε λίγες μέρες. Πολύ σύντομα ο Περουβιανός γιατρός γύρισε σαν τρελός στη Λίμα… Ο φίλος μου, εν τω μεταξύ, κόλλησε κι αυτός την αρρώστια κι ακινητοποιήθηκε από τον πυρετό. Λοιπόν, όλοι οι νεκροί Ινδιάνοι είχαν από ένα ή περισσότερα σκυλιά, τα οποία σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μείνανε με μoναδική τροφή τους κυρίους τους. Κατατρώγανε τα πτώματα κι ένα απ’ αυτά έφερε μέσα στην καλύβα του Dingue το κεφάλι της Ινδιάνας, την οποία είχε ερωτευτεί ο φίλος μου… Την αναγνώρισε αμέσως και οπωσδήποτε θα δοκιμάστηκε από μια έντονη συγκίνηση, γιατί ξαφνικά γιατρεύτηκε από την τρέλα του κι από τον πυρετό. Ξαναβρήκε τις δυνάμεις του, λοιπόν, και παίρνοντας το γυναικείο κεφάλι από τα δόντια του σκύλου, διασκέδαζε με το να το πετά στην άλλη άκρη της καλύβας και να φωνάζει στο ζώο να του το φέρει πίσω. Τρεις φορές ξανάρχισε αυτό το παιχνίδι, το σκυλί ξανάφερνε το κεφάλι κρατώντας το με τα δόντια του από τη μύτη, αλλά, την τρίτη φορά ο Jacques Dingue το πέταξε πιο δυνατά κι έσκασε στον τοίχο, οπότε προς μεγάλη του χαρά, ο ποιητής μπόρεσε να πιστοποιήσει πως τα μυαλά, που είχανε πεταχτεί έξω απ’ το κρανίο δεν παρουσίαζαν παρά μονάχα μια περιέλιξη, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται ένα σχήμα που θα μπορούσε κανείς να το δει σαν ένα ζευγάρι κωλομέρια!
*
Το κρύο μάτι
Μετά το θάνατό μας, θα έπρεπε να μας βάζουν μέσα σε μια σφαίρα. Αυτή η σφαίρα θα έπρεπε να είναι φτιαγμένη από κομμάτια ξύλο διαφόρων χρωμάτων. Θα την κυλάνε για να μας πάνε στο νεκροταφείο και οι νεκροθάφτες που θ’ αναλαμβάνουν αυτή τη φροντίδα, θα φοράνε διάφανα γάντια, για να θυμίζουν στους εραστές τις αναμνήσεις των χαδιών.
Γι’ αυτούς που θα επιθυμούσαν να εμπλουτίσουν την επίπλωση της με την αντικειμενική ευχαρίστηση της ακριβής υπάρξεως, θα το υπήρχαν κρυστάλλινες σφαίρες, διά μέσου των οποίων θα μπορούσε σε διακρίνει κανείς την οριστική γυμνότητα του παππού του ή του δίδυμου αδελφού του!
Απόνερα της νοημοσύνης, λάμπα για αγώνα μετ’ εμποδίων˙ ο άνθρωποι μοιάζουνε στα κοράκια με το ακίνητο μάτι, που παίρνουν τη μέρα τους πάνω από τα πτώματα κι όλοι οι ερυθρόδερμοι είναι σταθμάρχες!
Μετάφραση: Δημήτρης Πουλικάκος
Πηγή: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΜΑΥΡΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ, ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ I Εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ