Πάνω στον καμβά του σύγχρονου μέσου ανθρώπου, αυτού του διαβάτη που προχωράει βιαστικός στο ρυθμό της βροχής, μέσα σ΄ένα φως που οι αποχρώσεις του δεν πολυδιαφέρουν από τους τόνους των υφασμάτων σε κατάλογο ράφτη, ο Kafka ρίχνει σαν καταιγίδα την κύρια ερώτηση όλων των εποχών, πού πάμε, σε ποιον υπακούμε, ποιος είναι ο νόμος; Το ανθρώπινο άτομο βρίσκεται σε θέση άμυνας στο κέντρο ενός παιχνιδιού δυνάμεων, που συνήθως αρνείται ν’ αποκρυπτογραφήσει το νόημά του, και αυτή του η απόλυτη έλλειψη ενδιαφέροντος φαίνεται να ναι ακριβώς η προϋπόθεση για την ένταξή του στην κοινωνική ζωή, πολύ σπάνια μπορεί η δουλειά του παπουτσή ή του οπτικού να συμβιβαστεί με μια βαθιά, διανοητική προσπάθεια για την τελολογική κατανόηση της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ξεκινώντας απ’ τη θαυμάσια Πράγα, τη γενέθλια πόλη του, ο Κafka παντρεύει στη σκέψη του όλα τα θέλγητρα, όλες τις μαγείες: ενώ σημαδεύει τη στιγμή του παρόντος, σαν τους δείχτες του ρολογιού της Συναγωγής, κατευθύνει προς το νοτιά τους αμέτρητους γλάρους που φτεροκοπάνε ξένοιαστα πάνω απ’ το Μολδάβα. Όταν φτάνει το δειλινό, αφυπνίζει για τον εαυτό του και μόνο, τους σβησμένους φούρνους της μικρής οδού των Αλχημιστών, σ’ αυτή τη συνοικία της προορισμένη αποκλειστικά για το πνεύμα. Ετούτη η σκέψη, βαθύτατα απαισιόδοξη, έχει αρκετές συγγένειες με τη σκέψη των Γάλλων ηθικιστών, έχουμε υπόψη μας, κυρίως, τον τελευταίο κι έναν απ’ τους σημαντικότερους από αυτούς, τον Alfonse Rabbe, που κατά την άποψή του «ο Θεός επέταξε τον κόσμο σε μερικούς δευτερεύοντες κανόνες, που η εκπλήρωσή τους σκοπεύει σ’ ένα στόχο άγνωστο για μας, ενώ ταυτόχρονα μας υπόσχεται τον αόρατο κόσμο των τελετουργικών επανορθώσεων». Αλλά, οι ήρωες του Kafka μάταια προσπαθούν να παραβιάσουν την είσοδο αυτού του κόσμου: ο ένας, μη ξέροντας για τι κατηγορείται θα εκτελεστεί χωρίς να δικαστεί˙ ο άλλος, καλεσμένος σ’ έναν πύργο, δε θα μπορέσει ποτέ, μ’ όσες προσπάθειες κι αν κάνει, να βρει τρόπο να μπει μέσα. Το πρόβλημα που ανακινείται εδώ, σ’ όλο του το πλάτος, είναι της σκοτεινής φυσικής αναγκαιότητας, καθώς αυτή αντιτίθεται στην ανθρώπινη η λογική αναγκαιότητα, δείχνοντας χιμαιρική κάθε ψυχική ανύψωση προς την ελευθερία.
Το όνειρο φάνηκε να δίνει στον Kafka μια προσωρινή λύση του προβλήματος. Τα μυθικά αντικείμενα που το κατακλύζουν, παύουν, στην πραγματικότητα, να είναι ξένα για κείνον που τα ονειρεύεται, η παρουσία τους είναι πάντα δικαιολογημένη, η φλόγα του εγώ φωτίζει όλες τις πλευρές τους και, ξεπερνώντας το ξαπλωμένο ανθρώπινο συν με τα διασχίζει εσωτερικά. «Εγώ» συγχέομαι με κείνο που, όντας ξυπνητός, όλα με χωρίζουνε απ’ αυτό. Κανένας δε μπόρεσε, όπως ο Kafka, να ζωογονήσει με την καθαρή του ευαισθησία τα άψυχα πράγματα, κανένας δεν κατόρθωσε να εφαρμόσει πιο θεαματικά το δίδαγμα των χρυσωμένων στίχων του Gerard de Nerval. Γίνεται πολύς λόγος για το πώς ο Kafka, υπάλληλος στην αυστριακή εταιρεία υδάτων, ονειρευότανε πως ήταν στο χέρι του να κατευθύνει τα νερά μέσα από το δάσος των σωληνώσεων, όπως ακριβώς με το συγκινησιακό του απόθεμα δημιούργησε ένα θεωρητικό πλέγμα, που δεν επιτρέπει καμιά διάσπαση ανάμεσα στις φυσικές συνομοταξίες και τα είδη, μέχρι τον άνθρωπο, και που πάλλεται ολόκληρο στο ελάχιστο άγγιγμα.
Κανένα έργο δε μάχεται τόσο σκληρά την αποδοχή οποιασδήποτε αρχής εξωτερικής κυριαρχίας πάνω σε κείνον που σκέφτεται «Μπορούμε να πούμε πως μέσα στη χύτρα του Kafka χοχλάζει ο άνθρωπος. Σιγοβράζει στο μέλανα ζωμό της αγωνίας, αλλά το χιούμορ κάνει το καπάκι να πετάγεται σφυρίζοντας και χαράζοντας στον αέρα με μπλε γράμματα σχήματα καβαλιστικά».Μετάφραση. Αντώνης Φωστιέρης
Το όνειρο φάνηκε να δίνει στον Kafka μια προσωρινή λύση του προβλήματος. Τα μυθικά αντικείμενα που το κατακλύζουν, παύουν, στην πραγματικότητα, να είναι ξένα για κείνον που τα ονειρεύεται, η παρουσία τους είναι πάντα δικαιολογημένη, η φλόγα του εγώ φωτίζει όλες τις πλευρές τους και, ξεπερνώντας το ξαπλωμένο ανθρώπινο συν με τα διασχίζει εσωτερικά. «Εγώ» συγχέομαι με κείνο που, όντας ξυπνητός, όλα με χωρίζουνε απ’ αυτό. Κανένας δε μπόρεσε, όπως ο Kafka, να ζωογονήσει με την καθαρή του ευαισθησία τα άψυχα πράγματα, κανένας δεν κατόρθωσε να εφαρμόσει πιο θεαματικά το δίδαγμα των χρυσωμένων στίχων του Gerard de Nerval. Γίνεται πολύς λόγος για το πώς ο Kafka, υπάλληλος στην αυστριακή εταιρεία υδάτων, ονειρευότανε πως ήταν στο χέρι του να κατευθύνει τα νερά μέσα από το δάσος των σωληνώσεων, όπως ακριβώς με το συγκινησιακό του απόθεμα δημιούργησε ένα θεωρητικό πλέγμα, που δεν επιτρέπει καμιά διάσπαση ανάμεσα στις φυσικές συνομοταξίες και τα είδη, μέχρι τον άνθρωπο, και που πάλλεται ολόκληρο στο ελάχιστο άγγιγμα.
Κανένα έργο δε μάχεται τόσο σκληρά την αποδοχή οποιασδήποτε αρχής εξωτερικής κυριαρχίας πάνω σε κείνον που σκέφτεται «Μπορούμε να πούμε πως μέσα στη χύτρα του Kafka χοχλάζει ο άνθρωπος. Σιγοβράζει στο μέλανα ζωμό της αγωνίας, αλλά το χιούμορ κάνει το καπάκι να πετάγεται σφυρίζοντας και χαράζοντας στον αέρα με μπλε γράμματα σχήματα καβαλιστικά».Μετάφραση. Αντώνης Φωστιέρης
Πηγή: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΜΑΥΡΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ, ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ I Εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ