Scroll Top

Δημήτρης Περοδασκαλάκης: Από το πάσχειν στο ποιητικώς λέγειν της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

Είναι κοινώς αποδεκτό, πρώτιστα από τους ποιητές τους ίδιους, ότι στο υπόστρωμα του ποιητικού λόγου βρίσκεται ως πηγή το καταβολικό τραύμα της ανθρώπινης έλλειψης, της αναπόφευκτης φθοράς, της καβαφικής εκείνης πληγής από το φρικτό μαχαίρι της ύπαρξης. Μόνη παρηγορία, για λίγο έστω, η ποίηση που δοκιμάζει εν φαντασία και λόγω να πραΰνει το ανεπούλωτο αυτό τραύμα. Υπό την έννοια αυτή, ο ποιητικός λόγος αποτελεί ποσοτικά και ποιοτικά αντίβαρο στο ζύγι που αντιθέτει τη ζωή και την τέχνη. Αν, ωστόσο, είναι πάθος η ύπαρξη και η τέχνη της ποίησης επίσης, τότε δεν έχουμε παρά μια ομοιόσταση, έναν συντονισμό δηλαδή μεταξύ δύο παθών, διαφορετικών άραγε ή τελικώς ομοίων στο πεδίο επιτέλους (για να το γειώσουμε) των νευροβιολογικών καταστάσεών τους.
Αξίζει πραγματικά να δούμε πώς το ποιητικό υποκείμενο, εν προκειμένω η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, μια κατεξοχήν σωματική ποιήτρια (ο Δημοσθένης Κούρτοβικ έχει μιλήσει για τη σωματικότητα των αισθημάτων της[1]) συντονίζει τον ποιητικό της λόγο με το ανθρώπινο πάθος, ειδικά στη συλλογή της Η ανορεξία της ύπαρξης (έκδ. 2011). Το ζητούμενο επί της ουσίας είναι πόσο ορέγεται ο ποιητικός λόγος από την ανορεξία της ύπαρξης. Πόσο, δηλαδή, τρέφεται η ποιητική γλώσσα από τα συμπτώματα του πάθους, αν η θερμοκρασία του βιολογικού σώματος αυξάνει και τη θερμοκρασία του ποιητικού σώματος-σήματος. Βεβαίως στη λογοτεχνία έχουμε δει ότι η αντιστοίχηση αυτή καταγράφεται με διπλή φορά, και προς την κατεύθυνση της σύγκλισης και προς την κατεύθυνση της απόκλισης του βιώματος από τη γλώσσα. Σημειώνω παραδειγματικά την περίπτωση της πάσχουσας Σαπφώς, η οποία στη θέα του αγαπημένου προσώπου γράφει: Όταν σ᾽ αντικρίζω, έστω και για λίγο, / η φωνή μου κόβεται, / η γλώσσα μου κομπιάζει, και μια σιγανή / φωτιά καίει κάτω από το δέρμα μου· / τα μάτια μου δε βλέπουν τίποτε / και τ᾽ αυτιά μου βουίζουν· (απ. 31 Lobel-Page, μτφρ. Δ.Ι. Ιακώβ).
Υπό την έννοια αυτή, η ποιητική γλώσσα γράφεται την ώρα που ομολογεί ότι αδυνατεί να μεταγράψει τον σπασμό του ερωτικού βιώματος. Κατά συνέπεια, στην επικράτεια του ανέκφραστου πάθους εισβάλλει η γλωσσική έκφραση προφανώς με τη χρονοκαθυστέρηση της μεταγραφής του βιώματος, της μεταστοιχείωσής του δηλαδή σε ποιητικό λόγο, αφού δεν μπορείς την ώρα που ζεις τον σπασμό, την ίδια στιγμή να τον γράφεις. Η αποτύπωση επομένως του πάθους στον ποιητικό λόγο ενέχει στοιχεία και των δύο, και του εκφράσιμου και του ανέκφραστου, στην ποσόστωση που επιτρέπει η ιδιοπροσωπία της ποιητικής φωνής.
Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να δείξω πώς αυτό στοιχειοθετείται στην περίπτωση τριών ποιημάτων από την εν λόγω συλλογή. Στο ποίημα με τίτλο: «Φόβος το νέο πάθος» ιστορείται αυτό το μείζον για τη γεροντική πια ηλικία της Ρουκ πάθος και οι συνέπειές του στη βιοτή της και στη γραφή της. Χαρακτηριστική είναι η αρχή του ποιήματος:

Οι πληγές δεν ανθίζουν πια
Σε ποιήματα και τραγούδια·
Κακοφορμίζουν μονάχα.

Η ρίζα των ποιητικού λόγου είναι οι πληγές και το ποίημα είναι η ουλή, έχει πει σε συνέντευξή της η ποιήτρια στον Μάκη Προβατά (1/6/2016). Αυτές οι πληγές όμως, ομολογεί η Ρουκ, δεν ανθίζουν πλέον σε ποιήματα και τραγούδια. Το πάθος έχει κακοφορμίσει, σκιάζει τη δυνατότητα του ποιητικού λόγου να μεταστοιχειώσει τον σπόρο του υπέδαφους σε άνθος. Ο ποιητικός λόγος γράφεται μεν αλλά ελέγχεται λιποβαρής, όπως και όλα τα πάθη (Ήρθε ο φόβος και σάρωσε / όλα τα πάθη). Ως και ο έρωτας παραμερίζεται στο βασίλειο του φόβου (Ο έρωτας τώρα μοιάζει/πότε με ζητιάνο στη γωνιά / και πότε με γελωτοποιό χωρίς δουλειά/αφού κανέναν πια δεν κάνει να γελάσει). Στην απόληξη του ποιήματος ο φόβος διευρύνεται σε φόβο «για την κατάρρευση / της φύσης, του κορμιού, του κόσμου». Και η ποιήτρια σημειώνει:

Τώρα αντί να ουρλιάζει το μέσα
«Τι ωραίος που είναι αυτός!»
μια είναι η φωνή που κυριαρχεί:
«Πρόσεχε!»

Η αντιστροφή έχει πραγματοποιηθεί. Αντί να ουρλιάζει το ζωογόνο ερωτικό πάθος από τον χώρο του ανέκφραστου, κυριαρχεί η εκλογίκευση της φωνής «πρόσεχε!». Ποια είναι η φωνή αυτή; Είναι η παραίτηση του ίδιου του ποιητικού λόγου που δεν μπορεί πια να γράφει και να υπο-γράφει ανθισμένα ποιήματα, δηλαδή ανθισμένα βιώματα. Η Ρουκ θέτει το ερώτημα: πότε τα ποιήματα είναι ανθισμένα; Και η απάντησή της φαίνεται να είναι: όταν τα βιώματα είναι ανθισμένα. Δηλαδή όταν το βιολογικό σώμα είναι ακόμη εύρωστο. Η μια αλήθεια συνέχει και ενέχει την άλλη. Κατά τούτο, σωματικό βίωμα και ποιητικό βίωμα συγχρώνται στην ποιητική θεωρία της Ρουκ. Ο ποιητικός λόγος, επομένως, είναι εμπραγμάτως σύστοιχος με ό,τι το ποιητικό υποκείμενο βιώνει ως αλήθεια. Αν το βίωμα είναι ωραίο, τότε και το ποίημα μπορεί να είναι ωραίο. Αν όχι, τότε και το ποίημα δεν μπορεί να είναι ωραίο. Υπό μία μόνον προϋπόθεση μπορεί το ποίημα να διανθίζεται· υπό την προϋπόθεση μόνον των ποιητικών φαντασιώσεων. Η Ρουκ είναι ξεκάθαρη στο ποιητικό της credo, όπως το διατυπώνει στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, με τίτλο «Ποιητικό υστερόγραφο». Γράφει στους πρώτους στίχους:

Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ᾿ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.

Η πρωτοκαθεδρία λοιπόν ανήκει στο βίωμα, στη βιωμένη πείρα. Όχι στον τραυματιοφορέα λόγο αλλά στα τραύματα αυτά καθαυτά. Έτσι το ειδικό βάρος του ποιήματος είναι οι έμπειρες πληγές του:

Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.

Το πάσχον σώμα γίνεται και σώμα – σήμα του ποιήματος. Αυτό χαρίζει στην ποίηση η Ρουκ. Αυτή είναι η γυμνή της αλήθεια, η άτεγκτη πραγματικότητα. Τι να επι-θέσει κανείς στην πραγματικότητα, αφού, όπως γράφει στο ίδιο ποίημα, «τα επίθετα μαράθηκαν· μόνο με τις φαντασιώσεις μου μπορώ τώρα την ποίηση να διανθίσω». Μπροστά στην ηφαιστειακή θερμοκρασία του πάσχειν τήκεται ο επιθετικός ποιητικός λόγος, δηλαδή ο λόγος του τρόπου, ο επικαλύπτων λόγος, ο λόγος των επι-στρώσεων κάθε λογής. Υποχωρεί όχι το παιγνίδι αλλά το παιγνίδισμα της γλώσσας, η ρητορική του ποιήματος. Υπό την έννοια αυτή, το ποίημα τρέφεται από την απλή ρηματική απο-τύπωση του βιώματος, όχι από τη ρηματική δια-τύπωσή του. Έτσι η ποίηση γίνεται για την Ρουκ οντολογική κατηγορία της ύπαρξης, όχι ρηματική.
Η ποίηση συναντά ασφαλώς τη νόηση της πάσχουσας συνείδησης, όχι όμως την επι-νόηση ενός λόγου που δεν θα αντιστοιχεί με τα πράγματα. Η σκέψη μου, μια και αναφέρομαι στα πράγματα, πηγαίνει στον Καρυωτάκη. Η Ρουκ όμως δεν φαίνεται να μοιράζεται εν τέλει την αποστροφή του προς αυτά. Η σχάση με τα πράγματα δεν είναι η δική της ποιητική σχεδία. Ούτε και τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων, για να θυμηθώ την τρελή ροδιά του πρώτου Ελύτη. Η σχέση του ποιητή ανθρώπου με την ποίηση και τα πράγματα έχει για την εν λόγω ποιήτρια άλλο κώδικα. Το δούναι και λαβείν με την ποίηση και την πραγματικότητα δεν ενέχει καμία πληγωμένη απαίτηση και καμία φτερωτή επινόηση. Ως προς το δεύτερο θα έλεγα ότι η Ρουκ συμπίπτει με τον Καρυωτάκη, όχι όμως και ως προς το πρώτο. Είναι χαρακτηριστικοί οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος με τίτλο: «Τι δίνει και τι παίρνει η ποίηση»:

Όμως η ποίηση ποια σου ζητάει θυσία;
Τι θέλει γι’ αντάλλαγμα;
Μονάχα ένα πράγμα.
Απ’ τη γη που κατοικείς
τίποτα μην απαιτείς.
Ούτε η πραγματικότητα να σε ανταμείψει
να σε πλουτίσει
μ’ αιώνια δεσμά να σε δέσει
ή να᾿ναι εκείνη όπως σ’ εσένα αρέσει.
Ένα μόνο να λαχταράς
να᾿ ναι ακόμα γύρω σου η πραγματικότητα και να την
αγαπάς
να ᾿ναι εκεί
και ας είναι αγέλαστη, ας είναι και στριφνή.

Κατά συνέπεια, η ποίηση για την Ρουκ, όπως παύει να είναι τέχνη της δια-τύπωσης και γίνεται της απο-τύπωσης, έτσι και από τέχνη της δια-βίωσης γίνεται τέχνη της επι-βίωσης. Μιας επιβίωσης που έχει ως πυλώνες το νοείν (όχι το επινοείν), το μη απαιτείν, το υπάρχειν και το αγαπάν. Έτσι η ποίηση γίνεται η σωσίβια λέμβος, κάτι περισσότερο από παραμυθία. Προϋπόθεση όμως για τη σωσίβια λέμβο είναι πάντα μια θάλασσα, στον ορίζοντα τουλάχιστον που μπορούν ακόμη να βλέπουν τα φυσικά μας μάτια. Γιατί υπάρχουν και τα άλλα όμματα, εκείνα της φαντασίας. Αλλά στον κλειστό ορίζοντα της ηλικίας της, η γηραιά Ρουκ δεν τα επιστρατεύει, παρότι τα έχει ως εφεδρείες. Και δεν τα επιστρατεύει, διότι δεν υπάρχει πλέον έδαφος για επι-θέσεις και καταλήψεις ή έστω ανακαταλήψεις. Υπό την έννοια αυτή συμπίπτουν απολύτως η φυσική με την ποιητική επιβίωση, με την πράξη δηλαδή της γραφής. Αντιθέτως, η ανάγνωση υπακούει εξάλλου σε ένα «ανά», δηλαδή σε ένα «ξανά», το οποίο δεν μπορεί να το βιώσει το ποιητικό υποκείμενο, ο γράφων. Mπορεί ωστόσο να το βιώνει, όσες φορές χρειαστεί, το ποίημα από τους αναγνώστες του. Η Ρουκ είναι αποκαλυπτική στο τέλος του «Ποιητικού υστερόγραφου»:

Μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.

Αυτή η επιβίωση, λοιπόν, σχετίζεται με τη λήθη του μέλλοντος! Συνήθως η λήθη παραπέμπει στο παρελθόν, σε βιωμένες καταστάσεις όχι σε αβίωτες. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μνήμη. Παραπέμπει σε βιωμένες καταστάσεις. Θα έλεγα ότι ουσιαστικά η μνήμη είναι η επι-βίωση αυτών των καταστάσεων. Όχι η ανα-βίωσή τους. Το ίδιο πράγμα δεν το ξαναζείς επουδενί, παρά τις προσομοιώσεις. Το βιωμένο επομένως επι-βιώνει ως μνήμη, παρατείνεται ως μνήμη. Εφόσον, λοιπόν, το βίωμα μεταλλάσσεται εν χρόνω, μεταλλάσσεται και η καταγραφή του. Η μνήμη επι-βιώνει τα γεγονότα, τα έχει στο περιουσιολόγιό της εγγεγραμμένα, όμως η σιδερένια γροθιά του σωματικού παρόντος, όταν χτυπά στο τραπέζι της τρίτης ηλικίας και της ποιητικής γραφής, είναι δυνατόν να αναποδογυρίσει το γυάλινο και λάγνο φεγγάρι ενός ερεθισμένου πάλαι ποτέ ερωτικά νέου θηλυκού, το οποίο υποχρεώνεται παρά την εισέτι πανσέληνο, να ομολογήσει εις εαυτόν τη φθορά, με όλη τη σκληρότητα ενός ανάδρομου, για να μην πω εναντιόδρομου βλέμματος, στο τέλος του ποιήματος με τίτλο: «Πάει και το φεγγάρι»:

Νόμιζες, ανόητο θηλυκό
πως στο φεγγάρι το ερεθιστικό
θα λικνιζόσουνα για πάντα.
Όμως πάει το φεγγάρι
πάει κι αυτό.

Ιδού λοιπόν πώς τέμνεται το βίωμα, πώς τέμνεται το ποίημα και το ποιητικό ιδεολόγημα της Ρουκ. Η μνήμη μπορεί να είναι εγκαυστική, καθώς ο έρως είναι πάντα φλέγων, ωστόσο ο ποιητικός λόγος δεν ακολουθεί τη νεύρωση του νεανικού βιώματος. Η ρητορική του ποιήματος δεν εκτρέπεται σε πυρκαγιά, εκτρέπεται σε στοχασμό. Από τον πανσέληνο πόθο στον ασέληνο στοχασμό (όμως πάει το φεγγάρι). Ο λόγος φωτο-γραφίζει βέβαια το πυρίκαυστο παρελθόν αλλά η εστίαση είναι το άφλεκτο παρόν. Υπό την έννοια αυτή, η μνήμη παραμένει μνήμη, δεν γίνεται ανά-μνηση, αφού δεν μπορεί να ανα-βιώσει τον σπασμό του ματαιωμένου παρελθόντος. Ο σπασμός αυτός έχει μεταλλαχθεί σε σπασμό του παρόντος, του ποιητικού παρόντος. Προς το τελευταίον εκβάν κρίνεται έκαστον των πριν υπαρξάντων, για να το πούμε με τους ρητορικούς όρους της αρχαιότητας.
Συνοψίζοντας, το πάσχειν και ειδικά το σώμα αποτελεί την κύρια ορίζουσα του ποιητικού τόπου και τρόπου της Αγγελάκη-Ρουκ. Ξεκάθαρα η ίδια στο ποίημα από την ομώνυμη με αυτό συλλογή Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005) γράφει: «οι αξίες γεννιούνται / κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει: / το σώμα». Στην πρώτη της επίσης συλλογή Λύκοι και σύννεφα (1963) και στον πρώτο στίχο του πρώτου ποιήματος από το πρώτο μέρος με τίτλο Ημερολόγιο του Βύτου, γράφει: «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού». Αυτό το ταξίδι αποτυπώνεται στον «ζωικό» ποιητικό λόγο της με τη φυσικότητα ενός πάσχειν που δεν επιθυμεί για την ποιητική του κυοφορία και γέννηση τις παρένθετες μητέρες της ρητορικής. Γι’ αυτό και ο ποιητικός κόσμος της Αγγελάκη-Ρουκ δεν συγκροτείται τόσο ως ποίηση του λέγειν όσο ως ποίηση του πάσχειν (για να χρησιμοποιήσω την έκφραση της Τζίνα Πολίτη για τα κείμενα του Γ. Χειμωνά[2]). Ο ποιητικός δηλαδή τόπος και τρόπος της είναι ο λόγος του σώματος και όχι το σώμα του λόγου.

*Ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης είναι φιλόλογος

[1] Bλ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς. Ένας κριτικός οδηγός, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1999 (2η έκδ.), σσ. 15-16.
[2] Βλ. Τζίνα Πολίτη, Περί Αμαρτίας, Πάθους, Βλέμματος και Άλλων Τινών, Δοκίμια, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2006,σ σ. 179-180