Ανδρέας Καρακόκκινος
Η ΝΗΣΟΣ ΚΕΙΤΑΙ ΜΑΚΡΑΝ
Εκείνο το καλοκαίρι του 1974 έμελλε να σημαδέψει με τις πιο βαθιές χαρακιές τη ζωή μας στη Κύπρο. Χαρακιές που ξεκινούσαν από τη ψυχή και φτάνανε μέχρι τη πόρτα της κόλασης σε μια διαδρομή σπαρμένη με αγκαθωτό συρματόπλεγμα και τη βούλα της προδοσίας καρφωμένη στο πόνο του φευγιού μας. Προδότες και εχθροί ξεπούλησαν τα χώματα των πατεράδων μας κι άφησαν για μας το δάκρυ και τη σταύρωση μας.
Εκείνο το καλοκαίρι ο Ιούλης έσπειρε φωτιά κι έσμιξε με τον Αύγουστο για να θερίσουν θάνατο. Κι εμείς μετρούσαμε νεκρούς, καμένα σπίτια , χαρακιές, κοιμόμασταν κάτω από δέντρα και γιοφύρια κι αναζητούσαμε ένα όνειρο, ένα φως ή ένα θαύμα απ’ τη Παναγιά που γιόρταζε θλιμμένη.
Τις μέρες εκείνες στη μονάδα που υπηρετούσαμε, επιστρατευμένοι φοιτητές οι περισσότεροι, ξημερώματα δεκαπενταύγουστου έφτασε στα χέρια μου ένα κρυφό μήνυμα που έλεγε πως έρχονται αεροπλάνα για βοήθεια και για να τα ξεχωρίσουμε από τα εχθρικά τι χρώματα φωτοβολίδων θα ρίχνανε. Ενημέρωσα το Διοικητή ο οποίος μου είπε να μη πω τίποτα σε κανένα. Δεν άντεξα όμως και το είπα σε κάποιους φίλους γιατί ίσως να ήταν το θαύμα που περιμέναμε. Και κοιτάζαμε όλοι τον ουρανό αναζητώντας ένα χρωματιστό σημάδι κι’ αφουγκραζόμαστε μην ακουστεί ο ήχος τους και περιμέναμε… περιμέναμε…
Μα, «η νήσος κείται μακράν» μας είπαν κι εμείς θάψαμε τους νεκρούς μας, μετρήσαμε αυτούς που δεν γύρισαν κι αναζητήσαμε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα μια άλλη γη, μια άλλη ζωή χτισμένη στ’ απομεινάρια της παλιάς που έγινε μια μισοξεχασμένη θλιβερή ιστορία κι ένα μισοτελειωμένο παραμύθι που λέει:
Κλείσε το βιβλίο
το παραμύθι τέλειωσε
η προσμονή χωρίς τέλος
όσοι απομείναμε
μετράμε χαρακιές
στη καρδιά του καλοκαιριού
και γραμμές στην ιστορία
πράσινες, κόκκινες…
σκοτάδι.