Γεωργία Τάτση
Δευτέρα των ερειπίων
Ό,τι ήταν να γίνει ερείπιο είχε γίνει, ό,τι ήταν να καταστραφεί καταστράφηκε, αλλά και μετά την καταστροφή οι μεγάλοι ζούσαν με τον φόβο· τον έπιαναν απ’ το αφτί και τον έβγαζαν έξω από το σπίτι σαν ψόφιο σκυλί αλλά αυτός έβρισκε τρόπο κι έμπαινε ξανά μέσα.
Ύστερα από την κηδεία των γονιών της Φρειδερίκης που ήταν φυματικοί και πέθαναν με διαφορά μιας μέρας, εμείς τα παιδιά, στεκόμασταν στην είσοδο του σπιτιού και παρατηρούσαμε τον αδελφό της το Μιχάλη με τη στολή. Στρατιώτης χωρίς όπλο, λοιπός οπλίτης λόγω αμβλυωπίας, είχε τεμπέλικο μάτι από μικρός, έβλεπε θολά απ’ το αριστερό και το κρατούσε πάντα μισόκλειστο.
Το σπίτι μύριζε κάτουρο, τα σκούρα ήταν κουφωμένα και το δωμάτιο κάπως σκοτεινό, βλέπαμε όμως στο βάθος τη Φρειδερίκη και το μικρότερο αδελφό της καθισμένους στα σκαμνάκια, να κοιτάζουν στο πάτωμα το στρώμα που πάνω του ξεψύχησαν η μάνα κι ο πατέρας τους.
Ο Μιχάλης με το μισόκλειστο μάτι άνοιξε και τα δυο φύλλα της πόρτας, έπιασε από μια άκρη το στρώμα, το έσυρε στο πάτωμα και το έβγαλε στην αυλή. Σέρνοντάς το έφτασε στο πίσω μέρος του σπιτιού και το έσπρωξε μέσα στο άνοιγμα που άφηνε η περίφραξη του διπλανού οικοπέδου. Ύστερα έφερε με τον ίδιο τρόπο τις κουβέρτες που σκεπάζονταν οι φυματικοί. Στο τέλος επέστρεψε στο οικόπεδο με ένα μπιτόνι πετρέλαιο, το άδειασε λίγο λίγο στο στρώμα και του έβαλε φωτιά με μια αναμμένη εφημερίδα που την είχε μετατρέψει σε προσάναμμα, στρίβοντάς την πολλές φορές. Όταν έπιασε καλά η φωτιά, πέταξε μέσα και τις κουβέρτες, μία μία.
Εμείς -τρία τέσσερα παιδιά χωρίς την Φρειδερίκη και τον μικρότερο αδελφό της που δεν βγήκαν καθόλου από το δωμάτιο, δεν σάλεψαν καθόλου από το σκαμνί τους- στεκόμασταν στην αυλή και τον κοιτάζαμε από μακριά.
Μετακινηθήκαμε μόνο όταν μας έπνιξε ο καπνός που έβγαινε απ’ το στρώμα τούφες τούφες, αλλά παρότι μας έπνιγε, πλησιάσαμε για να δούμε πώς καίγεται η φυματίωση, δεν φοβόμασταν ούτε τη φωτιά, ούτε τον καπνό με τη μπόχα, ούτε τα ερείπια.
Αισθανόμασταν την καταστροφή περισσότερο ως πηγή χαράς παρά ως καταστροφή γιατί στα ερείπιά της παίζαμε ωραίο κρυφτό. Μας έφερε κοντά η καταστροφή, μας έδεσε, αν και στην ουσία αυτός που πραγματικά μας έδεσε ήταν ο Χρύσανθος, ένα αγόρι στην ηλικία μου με πολύ μεγάλο κεφάλι.
Υδροκέφαλος. Το κεφάλι του μεγάλωνε ενώ το σώμα του έμενε στάσιμο ή προχωρούσε με πολύ αργό ρυθμό· σε κάποια φάση μάλιστα όσο το κεφάλι μεγάλωνε τόσο το σώμα εξασθενούσε, πράγμα που μας μπέρδευε, δεν ξέραμε πού βρισκόταν η αρρώστια· οι μεγάλοι, βέβαια, επέμεναν πως βρισκόταν στο κεφάλι. Με κάποιον ανεξήγητο τρόπο το κεφάλι του γέμιζε νερό και πίεζε τα οστά από μέσα ανοίγοντας τις ραφές του κρανίου. Οι ραφές υποχωρούσαν και τα οστά απομακρύνονταν δημιουργώντας μεταξύ τους κενό, αλλά ο φίλος μας ανάγκαζε τα ίδια του τα κόκκαλα να προεκταθούν και να καλύψουν το κενό που είχε δημιουργήσει η απομάκρυνσή τους.
Ο μικρότερος αδελφός της Φρειδερίκης, ο Αγαθάγγελος ισχυριζόταν πως στη θέση του κεφαλιού, ο Χρύσανθος είχε νεροκολοκύθα, αλλά ούτε εγώ, ούτε η Φρειδερίκη, ούτε κανένα άλλο παιδί τον πιστεύαμε. Είναι δυνατόν να εξηγεί όνειρα η νεροκολοκύθα;
Ο Χρύσανθος ερμήνευε τα όνειρα λες κι είχε καταπιεί ονειροκρίτη κι εμείς τον ακούγαμε σαν υπνωτισμένα: « Αν δεις στον ύπνο σου πως καπνίζεις τσιγάρο θα πάρεις μεγάλη στενοχώρια. Αν δεις πως πίνεις καφέ, μεγάλη πίκρα. Το ίδιο αν ονειρευτείς πως τρως ζάχαρη ή μέλι. Αν δεις φίδι θα συμφιλιωθείς με φίλο που έχεις μαλώσει ή θα αποκτήσεις καινούργιο». Κι εμείς που, κάθε τρεις και λίγο μαλώναμε κι αγαπιόμασταν, παρακαλούσαμε να έρθει στο ύπνο μας το φίδι που θα μας συμφιλίωνε.
Οι μετοχές του Χρύσανθου ανέβηκαν κατακόρυφα, ύστερα από τον θάνατο των φυματικών γονιών της Φρειδερίκης.
Λίγες μέρες πριν πεθάνουν, ενώ παίζαμε κρυφτό, η Φρειδερίκη μας διηγήθηκε το όνειρό της.
Την πλησίασε -λέει- ο Γιώργος που δούλευε σε συνεργείο αυτοκινήτων στο Κιλκίς, της άνοιξε το στόμα με τα χέρια μαύρα απ’ το γράσο και της έβγαλε τα δυο πάνω μπροστινά δόντια με την τανάλια. Το στόμα της πλημμύρισε αίμα και παρότι την αηδίαζε, ιδίως η μυρωδιά του, εκείνη το κατάπινε. Δεν το έφτυνε -είπε- γιατί φοβόταν πως, αν το έβλεπε, θα λιποθυμούσε.
«Θάνατος» φώναξε ο Χρύσανθος. «Αν σου βγάλουν δόντι, στον ύπνο σου, κάποιος δικός σου θα πεθάνει. Δυο δόντια σου έβγαλε ο Γιώργος, δυο δικοί σου θα πεθάνουν». Και όντως πέθαναν οι φυματικοί γονείς της. Από τότε (παρακινημένοι, ίσως, και απ’ την τάση που είχε ο Χρύσανθος προς τα θεία) τον αντιμετωπίζαμε σαν προφήτη, η εκμυστήρευση δε της επιθυμίας του να γίνει παπάς, δεν εξέπληξε κανέναν.
Στην κηδεία των γονιών της, της ήρθε να κλάψει της Φρειδερίκης αλλά δεν το πήρε απόφαση γιατί την κρατούσε η σκέψη πως -αν και χωρίς γονείς- δεν ήταν εντελώς ορφανή αφού είχε μητέρα τη βασίλισσα της οποίας έφερε το όνομα.
Μετά από μια ανήσυχη νύχτα θα ξυπνούσε μεταμορφωμένη σε πριγκίπισσα. Μέσα στον ύπνο της είχε ράψει με μεταξωτό ύφασμα από το φόρεμα της βασίλισσας ένα κάλυμμα και το φόρεσε στην καρδιά της να μην πονά.
Αλλά και όταν μεγαλώσαμε και μεταναστεύσαμε στο Λέσεμπου της Σουηδίας, το ίδιο έκανε η Φρειδερίκη. Έραβε και τότε στον ύπνο της ένα κάλυμμα και το φορούσε στην καρδιά της να μην πονά. Όχι πια με το μεταξωτό ύφασμα από το φόρεμα της βασίλισσας αλλά με το βαμβακερό της σουηδικής σημαίας. Αν και χωρίς πατρίδα δεν ήταν εντελώς χωρίς πατρίδα.
Στο Λέσεμπου μας τράβηξε ο αδελφός της μάνας μου που είχε εγκατασταθεί εκεί, πρώτος· έπειτα ήρθε η οικογένεια της Φρειδερίκης και η δική μου. Σιγά σιγά έφτασαν και οι άλλοι Γαβριώτες κι ήρθε μια στιγμή που ο τόπος μας άλλαξε τόπο, το χωριό μας μετακινήθηκε στη Σουηδία, μπήκαν τα σπίτια μας μέσα στα δικά της τα ξύλινα, τα δέντρα μας στα σκοτεινά της δάση, τα νερά μας στις παγωμένες λίμνες της, έγινε Γάβρα το Λέσεμπου.
Ο Χρύσανθος, όπως το περιμέναμε, δεν μας ακολούθησε, μπήκε οικότροφος σε ιερατική σχολή κι έγινε παπάς.
Ο πατέρας μου, ο Γιώργος που δούλευε στο συνεργείο, ο Μιχάλης με το μισόκλειστο μάτι, και ο μικρότερος αδελφός της Φρειδερίκης, ο Αγαθάγγελος, έπιασαν αμέσως δουλειά στο εργοστάσιο χάρτου, κοντά στη λίμνη· η μάνα μου, και η Φρειδερίκη σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε κατσαρόλες.
Ο καθένας προσπαθούσε να πιαστεί από κάπου, όπως μπορούσε, το έβλεπα στο πρόσωπό τους τις φορές που γύριζα απ’ τη Λουντ όπου είχα πάει για σπουδές, ιδίως στο πρόσωπο του πατέρα. Όταν δεν δούλευε ήθελε να περπατάμε μαζί γύρω απ’ τη λίμνη. Έμοιαζε απόκοσμη η λίμνη καθώς ήταν καλυμμένη με κορμούς δένδρων κι ο πατέρας πάλευε να την αγαπήσει περπατώντας δίπλα της, την κοίταζε με τις ώρες για να τη νιώσει οικεία. Στην επιφάνειά της επέπλεαν τεράστιοι κορμοί. Οι Σουηδοί τους έριχναν μέσα και τους άφηναν στο νερό πριν τους επεξεργαστούν στους φούρνους με τις υψηλές θερμοκρασίες.
Έμαθα τη γλώσσα παράλληλα με τις σπουδές μου στη Λουντ κι έβγαζα τα προς το ζην μαθαίνοντας τα σουηδικά και σε άλλους Έλληνες, εκείνη την περίοδο στους εργάτες του εργοστασίου ελαστικών στο Τρέλεμπορντ.
Τους διάβαζα και τους μετέφραζα απ’ τον σουηδικό τύπο τις ειδήσεις και τα άρθρα που αναφέρονταν στην δικτατορία στην Ελλάδα, κι ύστερα ζητούσα από έναν έναν να διαβάζει μεγαλόφωνα μικρό απόσπασμα του άρθρου για να αποκτήσει το ρυθμό της γλώσσας και την προφορά της.
Το σουηδικό ραδιόφωνο μιλούσε συχνά για την χούντα των συνταγματαρχών κι εγώ κυκλοφορούσα μονίμως με το τρανζιστοράκι μου στην τσάντα. Το χρησιμοποιούσα μάλιστα και στο μάθημα των σουηδικών. Το έβαζα κι ακούγαμε τις ανταποκρίσεις της Αριάντ Βάλγκρεν από την Αθήνα.
Οι συμπατριώτες μου προσπαθούσαν να καταλάβουν τι γίνεται στη χώρα τους μέσω της ξένης γλώσσας. Κάποιοι επέτρεπαν στον εαυτό τους να εκδηλωθεί, του επέτρεπαν ακόμη και να δακρύσει, κάποιοι άλλοι -οι πιο φοβισμένοι- άκουγαν ανέκφραστοι και παρέμεναν αυστηρά στις λέξεις.
Όταν συνέβη αυτό που συνέβη κι ακολούθησαν όσα ακολούθησαν, είχα επιστρέψει για λίγες μέρες στο Λέσεμπου. Ήταν Δευτέρα. Μεσημέρι. Ήμουν στην κουζίνα και ξυριζόμουν. Είχα το τρανζίστορ ανοιχτό, αλλά δεν θυμάμαι τι έπαιζε. Είχα κρεμάσει τον καθρέφτη στο χερούλι του παραθύρου πάνω από τον νεροχύτη, είχα απλώσει στο πρόσωπό μου τη σαπουνάδα και είχα ακουμπήσει το μπολάκι με το σαπούνι και το πινέλο στην άκρη. Ανασηκώνω ελαφρά το δέρμα μου κάτω απ’ τον αριστερό κρόταφο και καθώς κατεβάζω την ξυριστική μηχανή στο μάγουλό μου, ακούω στο ραδιόφωνο τη φωνή του:
Ελληνικέ κυπριακέ λαέ. Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος.
Μια λεπτή κόκκινη γραμμή κι ύστερα ο καθρέφτης θολώνει. Είμαι εκείνος τον οποίον συ εξέλεξες για να είναι ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός. Είμαι ζωντανός. Και είμαι μαζί σου, συναγωνιστής και σημαιοφόρος εις τον κοινόν αγώνα. Το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε. Εγώ ήμουν ο στόχος της και εγώ, εφόσον ζω, η χούντα εις την Κύπρον δεν θα περάση. Η χούντα απεφάσισε να καταστρέψη την Κύπρον. Να την διχοτομήση. Αλλά δεν θα το κατορθώση…
Σημειώσεις
1η Λέσεμπου: Μικρό χωριό στη Νοτιοανατολική Σουηδία, 35 χιλιόμετρα από το Βέξε.
2η Γάβρα: Μικρό χωριό βόρεια του Κιλκίς, στις δυτικές όχθες της λίμνης Δοϊράνης, του οποίου οι κάτοικοι μετανάστευσαν στο Λέσεμπου της Σουηδίας. Το γεγονός προκάλεσε το επιστημονικό ενδιαφέρον των Σουηδών κοινωνιολόγων, Τόμας Τόμελ και Γκουνάρ Όλοφσον, οι οποίοι συνέγραψαν την μελέτη «Γάβρα – Η ιστορία ενός ελληνικού χωριού και των κατοίκων του» Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ
3η Αριάν Βάλγκρεν: Γερμανοσουηδέζα δημοσιογράφος, ανταποκρίτρια της Σουηδικής Ραδιοφωνίας στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής χούντας. Γεννήθηκε στο Αμβούργο το 1917 και μετακόμισε στη Σουηδία στα μέσα του 1930. Στις αρχές του 1960 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κληροδότησε το σπίτι της επί της οδού Δράκου στο Κουκάκι, στην Ένωση Συγγραφέων της Σουηδίας. Πέθανε το 1993.