Scroll Top

50 χρόνια από την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο | Κυριάκος Μαργαρίτης

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Αυτόν τον Ιούλιο συμπληρώνονται 50 χρόνια από το πραξικόπημα του δικτατορικού καθεστώτος των Αθηνών εναντίον του Μακαρίου και την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Το culturebook θέλοντας να αποτίσει φόρο τιμής στο πολύπαθο νησί και, κυρίως, να επαναφέρει στη μνήμη μας  μ έ σ ω   τ ης  Λ ο γ ο τ ε χ ν ί α ς  την Κυπριακή τραγωδία, ετοίμασε αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς, ποιητές, ποιήτριες, μελετητές, καθηγητές και καθηγήτριες Πανεπιστημίου τόσο από την Ελλάδα όσο και από την Κύπρο. Τα κείμενά τους (ποιήματα/πεζά/μαρτυρίες/δοκίμια), τα οποία θα παρουσιαστούν διαδικτυακά από τις 15 έως και τις 22 Ιουλίου 2024,  είναι ειδικά γραμμένα για την Κύπρο και φυσικά άπτονται του θέματος της τραγωδίας και των συνεπειών που αυτή προκάλεσε. Μετά τη δημοσίευσή τους θα εκδοθούν σε έναν ειδικό τόμο από τις εκδόσεις Ελληνοεκδοτική, ο οποίος θα κυκλοφορήσει ταυτόχρονα σε Κύπρο, Ελλάδα και Αγγλία στις αρχές του φθινοπώρου.

Γνωρίζοντας πως η Ιστορία –δυστυχώς–  δεν διδάσκει, ελπίζω το παρόν αφιέρωμα να αποτελέσει ένα έναυσμα ιστορικού αναστοχασμού και ευαισθητοποίησης σχετικά με τα γεγονότα –ένα χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου– που οδήγησαν το καλοκαίρι του 1974 στην εθνική αυτή τραγωδία.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Κυριάκος Μαργαρίτης

Χίλια Εννιακόσια Εβδομήντα Τέσσερα

Οδηγίες χρήσεως

Απλώς σου αφηγούμαι.
Κώστας Μόντης

Προς αποφυγήν παρεξήγησης, σημειώνω αμέσως ότι ο υπότιτλος του παρόντος κειμένου («Οδηγίες χρήσεως») αφορά αποκλειστικά τον γράφοντα, που σημαίνει ότι δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να δώσω οδηγίες ή συμβουλές – σε κανέναν. Θα ήθελα, ωστόσο, να μοιραστώ με τον φίλο αναγνώστη τις οδηγίες που έλαβα εγώ κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, όσο προσπαθούσα να αναμετρηθώ μυθιστορηματικά με τη νεότερη ιστορία της Κύπρου, η τραγική κορύφωση της οποίας τοποθετείται, ως γνωστόν, στο έτος 1974, με το μέγα συμβάν της τουρκικής εισβολής – την κορφή, δηλαδή, του παγόβουνου.

Θα καταθέσω, λοιπόν, μια προσωπική μαρτυρία ως προς τις επικίνδυνες σχέσεις λογοτεχνίας και επίσημης Ιστορίας, σταχυολογώντας κάποιες οδηγίες χρήσεως (αλλά όχι όλες – αλίμονο), όσες μου επέτρεψαν να ξεκινήσω ένα ευρύ μυθιστορηματικό εγχείρημα υπό τον γενικό τίτλο Νέα Κρόνακα, που απαρτίζεται από τριάντα τρεις τόμους (ή έντεκα τριλογίες) και καταπιάνεται, ακριβώς, με τη νεότερη κυπριακή ιστορία, συγκεκριμένα με τις δεκαετίες 1950, 1960 και 1970, οι οποίες αντιστοιχούν στους τόμους κάθε τριλογίας, επί έντεκα εν συνόλω φορές. Πρόκειται για ένα σειριακό ή κατά συρροήν μυθιστόρημα.

Η πρώτη, και ασφαλώς πρώιμη και αποτυχημένη απόπειρα για κάτι τέτοιο έλαβε χώρα περίπου ενστικτωδώς, το έτος 2003, όταν σχεδίασα μια σειρά μυθιστορημάτων με τον γενικό τίτλο Τεφροδόχος, που θα κάλυπταν την περίοδο της κυπριακής ιστορίας από το 1953 (έτος του μεγάλου σεισμού στην Πάφο∙ αλλά και έτος γέννησης του πατέρα μου) μέχρι το 2000, που το περιέγραφα ως έτος μηδέν, την αφετηρία για μια νέα αρχή ή ζωή ή αφήγηση – και τα τρία αυτά, για εμένα τουλάχιστον, είναι το ίδιο πράγμα.

Το νεανικό μου σχέδιο ναυάγησε μετά βαΐων και κλάδων, αλλά την τέφρα του τη συνδαύλισε η πρώτη από τις οδηγίες (που λέγαμε), ένα κείμενο του μεγάλου συγγραφέα Τζέιμς Ελλρόυ, εισαγωγή για το μυθιστόρημα Αμερικανικό ταμπλόιντ, που κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση του Ανδρέα Αποστολίδη.
Εγώ το διάβασα τον Μάιο του 2006, και το σχέδιο για την Τεφροδόχο όχι μόνον αναζωπυρώθηκε, αλλά και διευρύνθηκε (ή εξαπλώθηκε), μάλιστα ιλιγγιωδώς: τώρα πια ήθελα να αφηγηθώ την ιστορία της Κύπρου από τις απαρχές του 20ού αιώνα, και ήθελα, κυρίως, να αναδείξω τις συναρπαστικές συνδέσεις με την αντίστοιχη ιστορία όλου του Δυτικού κόσμου, από τη Λευκωσία μέχρι το Λος Άντζελες. Στο νέο αυτό σχέδιο έδωσα τον γενικό τίτλο: Γενεαλογία της αμαρτίας.

Το κείμενο του Ελλρόυ θα το παραθέσω ακέραιο, και χωρίς σχόλια, καθότι έχω εμπιστοσύνη στον αναγνώστη: «Η Αμερική δεν υπήρξε ποτέ αθώα. Χάσαμε την παρθενιά μας στα μισά του δρόμου και μετά κοιτάζουμε το παρελθόν μας δίχως μετάνοια. Δεν μπορείς να αποδώσεις την πτώση μας από τον παράδεισο σε κανένα μεμονωμένο γεγονός ή σύνολο περιστάσεων. Δεν γίνεται να χάσεις κάτι το οποίο δεν το είχες ποτέ διανοηθεί.

»Η νοσταλγία που παράγει η μαζική αγορά σε κάνει να κολλάς σ’ ένα παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ. Η αγιογραφία καθαγιάζει απατεώνες πολιτικούς και αντιλαμβάνεται τα κόλπα τους σαν στιγμές μεγάλης ηθικής βαρύτητας. Η συνεχιζόμενη αφηγηματική μας γραμμή είναι μια θολή εικόνα της αλήθειας του παρελθόντος με τις εκ των υστέρων αντιλήψεις μας. Μόνο μια παράτολμη ευλογοφάνεια μπορεί να διορθώσει αυτή τη γραμμή.

»Η πραγματική Αγία Τριάδα της ειδυλλιακής ευτυχίας ήταν Ωραίος, Επιτυχημένος, Γαμιάς. Ο Τζων ή Τζακ Κέννεντυ ήταν το μυθολογικό πρόσωπο-βιτρίνα μιας ιδιαίτερα χυμώδους περιόδου της ιστορίας μας. Μιλούσε με στυλ και είχε ένα κούρεμα διεθνούς κλάσης. Ήταν Μπιλ Κλίντον μείον τη διεστραμμένη εξονυχιστική έρευνα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και μερικά παχάκια.

»Τον Τζακ τον καθάρισαν την τέλεια στιγμή για να εξασφαλιστεί η αγιοποίησή του. Τα ψέματα συνεχίζουν να στροβιλίζονται γύρω από την αιώνια φλόγα του. Είναι καιρός να σπάσουμε την τεφροδόχο του και να ρίξουμε φως σε λίγους άντρες που παρακολούθησαν την άνοδό του και διευκόλυναν την πτώση του.

»Ήταν κακοποιοί μπάτσοι και εκβιαστές ολκής. Ήταν ειδικοί στις τηλεφωνικές υποκλοπές, ήταν τυχοδιώκτες και ομοφυλόφιλοι κονφερανσιέ σε νυχτερινά κλαμπ. Ένα δευτερόλεπτο να είχε αποκλίνει η ζωή τους από την πορεία της και η Αμερικανική Ιστορία δεν θα υπήρχε όπως την ξέρουμε.

»Είναι καιρός να απομυθοποιήσουμε μια εποχή και να στήσουμε έναν άλλο μύθο, από τον οχετό στα αστέρια. Είναι καιρός ν’ ανοίξουμε την αγκαλιά μας σε κακούς ανθρώπους και στο αντίτιμο που πλήρωσαν για να προσδιορίσουν μυστικά τον καιρό τους.

»Στην υγειά τους».

Το έτος 2008 έγραψα στα τετράδιά μου το όνομα «Πολύκαρπος Γιωρκάτζης», και συνέταξα τον πρώτο τόμο για τη Γενεαλογία της αμαρτίας, ένα αδέξιο μυθιστόρημα που αξιοποιούσε τρόπους και φωνές από τη νουάρ παράδοση, προκειμένου να αφηγηθεί τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963 στην πατρίδα μου. Ο τίτλος του ήταν Κυπριακό ρέκβιεμ, αλλά κυκλοφόρησε ως Ρέκβιεμ για τους απόντες (Ψυχογιός 2009), καθότι, και όπως έμαθα τότε, το όνομα «Κύπρος» (και τα ποικίλα παράγωγα) δεν είναι πιασάρικο. Πράγματι: το βιβλίο δεν πούλησε τίποτα, παρά τον καμουφλαρισμένο τίτλο, και η σειρά διακόπηκε εν τη γενέσει της. Το δικό μου πρόβλημα, βέβαια, ήταν υφολογικής τάξεως, υπό την έννοια ότι δεν είχα βρει τη σωστή ή οικεία φωνή για να αφηγηθώ τα τελούμενα.

Τη νέα αυτή αποτυχία τη διασκέδασα επί τριετία, συντάσσοντας μερικά κείμενα συμβατικής μυθοπλασίας, αλλά εξακολουθώντας να θησαυρίζω οδηγίες χρήσεως (στα κρυφά), για αυτό που αισθανόμουν ως συγγραφικό πεπρωμένο (με όλη τη μεγαλομανία που υποκρύπτει ο όρος πεπρωμένο), και που ήταν η ερωτική αναμέτρηση Μύθου και Ιστορίας (ή Λόγου και Σάρκας), η ένωσή τους, τουτέστιν ένα αληθινό μυθιστόρημα.

Καθοδόν προς τα εκεί, τα πιο καθοριστικά ορόσημα ήταν δύο προσκυνήματα, ένα στο Έσσεξ της Αγγλίας, στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, κατά το 2009, κι ένα στο Άγιον Όρος, στον Άθωνα, το 2010. Ουσιαστικά, τις οδηγίες χρήσεως τις είχα βρει. Μόνο που δεν ήξερα πώς να τις χρησιμοποιήσω.

Για να το μάθω (κουτσά στραβά), αξιώθηκα να συντάξω, κατά το έτος 2013, ένα δοκίμιο για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, που εκδόθηκε ύστερα από χρόνια, με τίτλο Το μεγάλο ελληνικό μυθιστόρημα (Αρμός 2021), και που ανέπτυσσε την ανακαινισμένη αντίληψή μου για ό,τι σήμερα αποκαλώ πεμπτουσία της μυθιστορηματικής αφηγήσεως.

Τον αμέσως επόμενο χρόνο, μόλις τον Ιανουάριο του 2014, ανέσυρα έναν παλιό μου ήρωα και αφηγητή, τον υπαρξιακό ντετέκτιβ Αρσένιο Θησέα, διαφανές προσωπείο που είχα επινοήσει για τη Γενεαλογία της αμαρτίας, κι έγραψα αυτό που αισθάνομαι ως «τελευταίο πρώιμο» κείμενό μου, το μυθιστόρημα με τίτλο Κρόνακα, που σκοπό είχε τη μετάπλαση (επιτέλους) της τραγικής κυπριακής ιστορίας σε μυθιστόρημα, αξιοποιώντας όσα καινούργια στοιχεία είχαν προκύψει στο μεταξύ.

Η Κρόνακα κυκλοφόρησε το 2017, και εγκαινίασε τη συνεργασία με τις εκδόσεις Ίκαρος, αλλά γεγονός είναι ότι άλλα δύο κείμενα της σειράς αυτής, που είχα προλάβει να τα συντάξω πριν από την έκδοση, προσπαθώντας να συνδέσω την κυπριακή ιστορία, όχι μόνο με την ιστορία της Δύσης, αλλά όλου του κόσμου, μου έδειξαν ότι το σχέδιό μου είχε αποτύχει ξανά, λόγω απεραντολογίας. Οι δύο ανέκδοτοι τόμοι, ο Μινώταυρος και οι Εκδικητές, αριθμούσαν περί τις 1.500 σελίδες Α4 ή 3.000 σελίδες βιβλίου: ήταν μάταιο.

Επίσης, ήταν μια πρώτης τάξεως άσκηση, ώστε να εφαρμόσω τις οδηγίες και να εμπεδώσω, ας πούμε, τη νέα αντίληψή μου για την αφήγηση, που μόνο θεωρητικά την είχα καταθέσει στο δοκίμιο για τον Παπαδιαμάντη, και που ήταν παμπάλαια, και ανήκε στον μέγα Μιχαήλ Μπαχτίν, ένας Γάλλος μελετητής του οποίου συνοψίζει ως εξής την υπόθεση: «Το μυθιστόρημα είναι ο θρίαμβος της ζωής επί της ιδεολογίας». Νομίζω ότι αυτή ήταν η πιο συναρπαστική συνειδητοποίηση της νεανικής συγγραφικής μου ζωής.

Όταν γέρασα, στις 13 Δεκεμβρίου 2023, ανέπτυξα λιγάκι την εν λόγω αντίληψη μιλώντας στον συγγραφέα και δημοσιογράφο Διονύση Μαρίνο, και επισημαίνοντας ότι το μυθιστόρημα, όπως το διδάχθηκα παιδιόθεν εγώ, και όπως ακράδαντα πλέον πιστεύω, «δεν είναι ένα λογοτεχνικό είδος, παρά ένας άλλος και ουσιωδώς νέος τρόπος αφήγησης, ο οποίος σχετίζεται με τα παραδοσιακά είδη (ακόμα και με αυτά που εγγράφονται στο μυθιστόρημα) περίπου ως παρασιτικός οργανισμός, αλλά ζωοποιός και αναστάσιμος, που ανακινεί τις νεκρές σημασίες, και τις στήνει μπροστά μας εν ετέρα και ζώσα μορφή».

Η συνέντευξη δόθηκε για λογαριασμό της λογοτεχνικής επιθεώρησης Bookpress, με αφορμή την έκδοση του δεύτερου τόμου της Νέας Κρόνακας, του μυθιστορήματος με τίτλο Σαμψών. Ύστερα από τα πιο πάνω, ο Μαρίνος έκανε την ερώτηση-κλειδί: «Ποια πρέπει να είναι η σχέση της λογοτεχνίας με την επίσημη Ιστορία κατά τη γνώμη σου;»

Και να η απάντηση: «Νομίζω ότι ισχύει το ίδιο όπως στη σχέση του μυθιστορήματος με τα παραδοσιακά είδη. Το μυθιστόρημα, εννοώ, σχετίζεται κατά έναν αναστάσιμο τρόπο και με την Ιστορία και την πραγματικότητα, με τη ζωή εν γένει. Θα το θέσω εδώ με έναν όρο του Μπαχτίν, που εύχομαι να περιγράφει και το δικό μου εγχείρημα, ως εξής: μυθιστορηματοποίηση. Και με έναν ακριβέστερο και πιο περιεκτικό όρο, από τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, ας πω ακόμα κι αυτό: λογοποίηση. Είναι η πνευματική περιπέτεια μεταβολής του θανάτου σε αρχή της ζωής. Η μεγάλη έξοδος από την τραγωδία».

Εκτός από τον Παπαδιαμάντη, τα διδάγματα του Μπαχτίν, ειδικότερα ως προς τη σχέση του μυθιστορηματικού τρόπου αφήγησης με την Ιστορία ή / και ιστοριογραφία, με βοήθησε να τα αφομοιώσω ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης, μάλιστα (και ασφαλώς) με σημείο αναφοράς την περίπτωση της Κύπρου.

Το φθινόπωρο, δηλαδή, του έτους 2016, τρεις μήνες μετά που είχα υποστηρίξει το δοκίμιο για τον Παπαδιαμάντη ως διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συνέταξα ένα άλλο δοκίμιο, με τίτλο Φοντάνα Αμορόζα, που θα κυκλοφορούσε το έτος 2020 από τις εκδόσεις Αρμός, αναφορικά με το σύνολο έργο του Χαραλαμπίδη.

Από εκεί παραθέτω ένα απόσπασμα, και πάλι χωρίς σχόλιο: «Η τομή ανάμεσα στις δύο εποχές του Χαραλαμπίδη είναι εξωλογοτεχνικής τάξεως: το πραξικόπημα, η εισβολή, η κατοχή. Ο πατήρ πόλεμος. Βεβαίως, εξωλογοτεχνικά ή εξωλογικά γεγονότα, με την αυστηρή έννοια, δεν υπάρχουν: γι’ αυτό χρειάζεται η ποίηση, ως υπαρξιακή, δηλαδή αναγκαία πολυτέλεια. Το εξωλογοτεχνικό της τομής είναι κρίσιμο, όχι για να υποθέσουμε ποια θα ήταν η εξέλιξη αυτής της ποίησης χωρίς το 1974, αλλά για να εντοπίσουμε μιαν αντιστροφή των όρων και να σταθμίσουμε την ποιότητα κάθε μιας κίνησης. Θέλω να πω, δεν είναι το 1974 που καθορίζει την ποίηση του Χαραλαμπίδη∙ αντιθέτως: η ποίηση του Χαραλαμπίδη καθορίζει και μεταμορφώνει το 1974, και όσα οδυνηρά περιέχονται στην εν λόγω χρονολογία. Αυτό μαρτυρούν όλα όσα διακρίναμε στα τρία πρώτα ποιητικά του βιβλία. Η αντιστροφή δεν υποτιμά τις εντάσεις που ανασαίνουν στο 1974, αποκαθιστά όμως την ποίηση που μας απασχολεί στο αληθές και ευρύ οικουμενικό της πεδίο. Το τελευταίο μορφοποιείται στη νήσο Κύπρο, και σε μια συγκεκριμένη ιστορική τραγωδία, προκειμένου να σωθεί από την αφαίρεση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η πρωτοβουλία ανήκει στον Λόγο∙ και όχι στα πράγματα».

Κατόπιν, έγραφα ότι ο Χαραλαμπίδης προσλαμβάνει την Κύπρο εσχατολογικά, «ως οικουμένη, καθώς το νησί, διά της διαίρεσής του, πολλαπλασιάζεται, διευρύνεται, γίνεται τόπος ιδεώδης για τη δεξίωση μιας ποίησης με τέτοιες αξιώσεις παγκοσμιότητας»∙ και παρέθετα μια συνομιλία του ποιητή με τον Νικηφόρο Βρεττάκο.

«Όταν ακούω το στίχο σου “η Κύπρος παντού”, νιώθω ποια διάσταση φωτεινού συμβόλου συ της δίνεις», του είπε κάποτε ο Χαραλαμπίδης, και ο Βρεττάκος απάντησε: «Βεβαίως η Κύπρος παντού. Γιατί βρισκόμαστε σ’ έναν κόσμο όπου δημιουργήθηκε το δράμα της Κύπρου –που δεν ήταν μόνο δράμα της Κύπρου– μέσα σ’ έναν κόσμο εντελώς άδικο. “Μες στην Κύπρο του κόσμου”, λέει το ποίημα, “η Κύπρος αμύνεται”, γίνεται κέντρο των αγώνων όλων των καταπιεσμένων λαών. Διότι το αξίζει».

Η Φοντάνα Αμορόζα ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2016. Τον Φεβρουάριο του 2017 τον πέρασα στην ουγγρική πόλη Πετς, σε ένα πρόγραμμα για συγγραφείς, κι εκμεταλλεύτηκα τη συγκυρία για να ξαναδιαβάσω, για τρίτη φορά σε μια δεκαετία, το ποιητικό έργο του Πάουλ Τσέλαν και το μυθιστορηματικό έργο του Ίμρε Κέρτες.
Περαιτέρω, εκμεταλλεύτηκα τη συγκυρία για να επισκεφθώ και την Πολωνία, το στρατόπεδο Άουσβιτς, μια οριακή εμπειρία, που την αφηγήθηκα σε άλλο ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα, υπό τον τίτλο Καμίνι – στα ουγγρικά, το όνομα «Πετς» θα πει «φούρνος».

Από το Καμίνι θα παραθέσω τώρα ένα απόσπασμα, που δεν είναι δικό μου, αλλά του Κέρτες, από το μυθιστόρημα Εκκαθάριση. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, τον Μάιο του 2021, θα παρέθετα το ίδιο απόσπασμα και στον τρίτο τόμο της Νέας Κρόνακας, στο μυθιστόρημα Συμβάν 74.

Είναι αυτό εδώ: «Κι όμως εγώ πιστεύω στη λογοτεχνία. Σε τίποτε άλλο, μόνο στη λογοτεχνία. Οι άνθρωποι ζουν σαν σκουλήκια, γράφουν όμως σαν θεοί. Κάποτε ήταν κοινό μυστικό, σήμερα έχει πια ξεχαστεί: Ο κόσμος αποτελείται από θρύψαλα που διαλύονται, είναι ένα σκοτεινό ασύνδετο χάος που το συγκρατεί μονάχα η λογοτεχνία. Το ότι έχεις μια παράσταση για τον κόσμο, το ότι ξέρεις όλα όσα συνέβησαν, το ότι εντέλει έχεις έναν κόσμο: όλα αυτά τα δημιούργησε η λογοτεχνία και τα δημιουργεί αδιάκοπα, είναι ο αόρατος ιστός που συγκρατεί τις ζωές όλων μας, ο Λόγος».

Το Καμίνι, που το έγραψα κατά το Πάσχα του 2017, το διαδέχθηκαν τρεις ακόμα τόμοι, επίσης αποτυχημένοι και ανέκδοτοι, που πιστεύω, όμως, ότι παρόξυναν το ισόβιο αφηγηματικό μου αδιέξοδο, και τελικά το εκλέπτυναν τόσο, ώστε το μετέτρεψαν σε οδό διαφυγής προς το έργο που κυοφορήθηκε επί εικοσαετία ως Τεφροδόχος (ή μέσα της) και ως Γενεαλογία της αμαρτίας, και άνθισε, ή άρχισε να ανθίζει, κατά τον Φεβρουάριο του 2020, όταν έγραψα τον εναρκτήριο τόμο της Νέας Κρόνακας, το μυθιστόρημα Εννέα.

Αυτή ήταν η δική μου Πεντηκοστή, η δωρεά των γλωσσών (των ονομάτων), που ίσως φανεί ευκρινέστερα στο ακόλουθο απόσπασμα από τη Φοντάνα Αμορόζα, σχετικά με τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη και την ποιητική σύνθεση Αιγιαλούσης επίσκεψις, καθώς και το ερμηνευτικό δοκίμιο που συνοδεύει την έκδοση – που το υπογράφει, βέβαια, ο ίδιος ο ποιητής. Ούτε τώρα θα σχολιάσω, αλλά θα παρακαλέσω τον φίλο αναγνώστη να προσέξει τα εισαγωγικά (τις εναλλαγές τους), καθότι το συγκεκριμένο απόσπασμα από τη Φοντάνα Αμορόζα διανθίζεται με παραθέματα από το δοκίμιο (από δύο δοκίμια) του Χαραλαμπίδη, και υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης.

Στο δοκίμιό του για την Αιγιαλούσα ο ποιητής γράφει: «Η επίκληση ονομάτων με ρίζα αυθεντικά ελληνική –και δη αρχαία– έδινε και το μέτρο της αντοχής του ίδιου του χώρου, μάλλον έδινε, με ό,τι κατ’ ουσίαν είναι αυτός, την απάντηση στον ξένο εισβολέα». Στο δικό μου δοκίμιο, σχολιάζω την ως άνω παρατήρηση, συνομιλώντας με τον ποιητή: «Η ονοματική χειρονομία, όμως, είναι ήδη το άνοιγμα στον οικουμενικό ορίζοντα της μεθιστορίας. Ο Χαραλαμπίδης διευκρινίζει: “[…] δεν έγραψα ένα ποίημα ‘πατριωτικό’, με τη στενή της πατρίδας έννοια, εφόσον η έννοια Έλληνας δεν επαρκεί, όπως περίπου είπαμε και στην αρχή. Αντίθετα, εκείνο που γεμίζει τον ουρανό του οράματος είναι το φως του κόσμου, που είν’ ελληνικό. (Η έννοια εδώ του ελληνικού έχει πολυεθνικό χαρακτήρα και δεν περιορίζεται στο συγκεκριμένο γεωγραφικό πεδίο της Ελλάδας ή της Κύπρου. Μιλώ για τη φανέρωση του ελληνικού στη θεοείδειά του. Η οικουμενικότητά του καταργεί και την ιδιοποίησή του από περιούσιους πατριώτες)”.

»Το ποίημα δεν είναι στενά πατριωτικό, ούτε όμως αφηρημένα οικουμενικό, διότι η Γιαλούσα ενανθρωπίζεται, είναι η Έλλη Χατζηδημήτρη, η αιώνια Γυναίκα, η μαρτυρία της οποίας συλλαβίζει το όνομα του τόπου ή το ενσαρκώνει. Το ίδιο το όνομα (ας πούμε: το είδωλό του) γίνεται ομιλούσα εικόνα, μνήμη και αφήγηση. Ο ποιητής την επισκέπτεται και διερευνά τη φωνή του στην άλλη φωνή: γλωσσολαλία. “Η σχέση του ανθρώπου”, γράφει ο Χαραλαμπίδης, “με την ποίηση του χώρου, απ’ όπου εκβλαστάνει, έχει να κάνει με τον ιδιαίτερο ρυθμό και συνεπώς με τη γλωσσολαλία που αναβρύζει απ’ όλα τα κτίσματα της ιστορικής και γεωγραφικής του περιφέρειας”. […] Η σχέση του ποιητή με τον χώρο, και όλα τα κτίσματά του (ζώα, τροφές, φυτά, σπίτια), μεσολαβείται από τον λόγο της Γυναίκας. Στη σχέση με αυτήν, βρίσκω την ποιότητα και την ένταση μιας μαθητείας. Η Γυναίκα αποκαλύπτει στον ποιητή τον ρυθμό και του δείχνει “ένα δρόμο να φτάσουμε ως εκείνη την απλότητα, που έχουν εξ ορισμού (από φυσικού τους) οι απλοί –και σχεδόν απλοϊκοί– άνθρωποι του λαού. Η μαθητεία κοντά τους μας διδάσκει πρώτα απ’ όλα το ήθος που εκπέμπουν οι λέξεις, όταν είναι φυσικές και αλώβητες. Ίσως οι λέξεις αυτές να κατέχουν το κλειδί της οντολογίας της υπάρξεως!”.

»Η κατορθωμένη απλότητα (που σημαίνει, λέει ο ποιητής, να χωρέσεις “τον ανασασμό όλων των πλασμάτων του Θεού”) διαπερνά όλη τη μεθιστορική ποίηση, της οποίας η Αιγιαλούσης επίσκεψις αποτελεί μιαν οριακή στιγμή πύκνωσης, αλλά και διαυγούς (αυτό)ερμηνείας. Το κρίσιμο είναι να αντιληφθούμε ότι στους ανθρώπους του λαού, ο Χαραλαμπίδης δεν διακρίνει τον “ευγενή άγριο” του μοντερνισμού, ούτε την εξωτική ποπ κουλτούρα (ή την ανεπίσημη κουλτούρα ή υπό-κουλτούρα ή αντί-κουλτούρα κτλ.) του μεταμοντέρνου, αλλά τον ευχαριστιακό άνθρωπο, τη θεοειδή εικόνα ενός φτωχού αγίου, ο οποίος διατελεί σε αρμονία με την οικονομία του Θεού.

»Η δωρεά της Γυναίκας προς τον ποιητή δεν είναι, ας είμαστε βέβαιοι, καμιά άγνοια, αλλά η αγνεία του βλέμματος που της επιτρέπει να θεωρεί τον κόσμο (και, μάλιστα, τούτο τον κόσμο) ως πάντα ήδη ενοποιημένο υπό το φως του Λόγου. Αυτό το ήθος διασώζεται στο κυπριακό της ιδίωμα και ο Χαραλαμπίδης το οικειοποιείται και το επεξεργάζεται, διαπλαταίνοντας τη δική του φωνή. Η δωρεά της Γυναίκας δεν διαφοροποιείται, κατά συνέπεια, από την ίδια τη δωρεά της Πεντηκοστής. […]

»“Πρόκειται”, λέει ο Χαραλαμπίδης, “για την ευδαιμονία ενός αδιατάρακτου κόσμου, που αντικαθρεφτίζει το αρχέτυπο –ήγουν το εγκαλλώπισμα της φυσικής αθωότητας– του αδιαίρετου χωρόχρονου. Γη και ουρανός, άνθρωποι και άγγελοι, ζώα και πετεινά, όλα ενωμένα στο πνεύμα της Πεντηκοστής, όπου το κάθε κτίσμα καταλαβαίνει τη γλώσσα του άλλου, μη έχοντας αποκοπεί από τη λατρευτική του σχέση με Εκείνον που συνέχει τα σύμπαντα. Κατάσταση ‘προεκπτωτική’, πριν από την ‘αμαρτία’ που οδήγησε τον άνθρωπο στη στέρηση ‘της δόξης του Θεού’”.

»Η “προεκπτωτική” κατάσταση, όμως, είναι ήδη μια πρόγευση ή προόραση του μεταπτωτικού κόσμου, όχι με την έννοια της εξορίας, αλλά της αναδημιουργίας, της αποκατάστασης της ενότητας. Αυτά τα στοιχεία, που οιστρηλατούν τη μεθιστορία, ο ποιητής τα εντοπίζει στο κυπριακό ιδίωμα, όχι κατά τη φολκλορική ή εξωτική διάσταση της ντοπιολαλιάς, παρά κατά το ήθος, το πνεύμα και την ύλη της λέξης.

»“Οι λέξεις”, παρατηρεί, “είχαν βάρος και ουσία∙ γι’ αυτό στην Κύπρο η φράση ‘ο λόος του εν βαρετός’ ή ‘εν άδρωπος βαρετός’ σημαίνει πως ο άνθρωπος αυτός και ο λόγος του είναι περιβεβλημένος με κύρος και βαρύτητα. Το άκρως δηλαδή αντίθετο από τη σημερινή ευτελή κατάληξη του βαρετού, που σημαίνει τον ανιαρό, τον πληκτικό, τον ανυπόφορο. Να ξαναδώσεις στις λέξεις την πρωταρχική σημασία τους (το πρώτο βάρος), είναι ένας από τους ζωτικούς όρους της ποιητικής λειτουργίας. Ο άνθρωπος που βγαίνει χλωρός από το χώμα είναι σε τούτο φυσικός σου σύμμαχος. […] ξαναδίνει με την αύρα του την πρέπουσα ενέργεια σε ό,τι αγγίζει ο λόγος του, το χέρι κι η ματιά του”.

»Η ίδια η λέξη άδρωπος θυμίζει εκείνη την επιστολή του Διαμαντή προς τον Σεφέρη, όπου του έγραφε, ακριβώς, για το βάρος της προφοράς, την αδρότητα που καθιστά τους ανθρώπους της Κύπρου χώμα και πέτρες. Με αυτή τη μεθιστορική (ποιητική της ανάγνωσης και της μεταγραφής) πρόσληψη του ιδιώματος, ο ποιητής δεν κατακτά ένα στοιχείο εντοπιότητας, αλλά έναν τρόπο επαναφόρτισης των λέξεων με ύλη, προς την αποκατάσταση του δεσμού ανάμεσα σε λέξεις και πράγματα. Το ιδίωμα υπερβαίνει ζητήματα διαλέκτου ή ηχοχρώματος και ρυθμίζει τις κινήσεις σε σχέση με όλη τη γλώσσα αυτής της ποίησης, την οικουμενική διάστασή της. Κυρίως, το ιδίωμα ρυθμίζει την οντολογία της μεθιστορίας (ποίηση και ποιητική) που επιχειρεί να κάνει τον Λόγο λόγια και επικαλείται, διαρκώς, και το αντίστροφο: η ευχή του ποιητή να εγγραφεί στην Ποίηση, να γίνει ποίημα. Και δεν είναι, νομίζω, υπερβολή αν πω ότι το ιδίωμα ενσαρκώνει μια γλωσσική πρώτη πηγή, ακόμα και εξ αντικειμένου, σε σχέση με τον ίδιο τον Χαραλαμπίδη. Η επιστροφή στις ρίζες, όμως, οιστρηλατεί υπερβάσεις και διάνοιξη. Μιλάμε για τις πύλες του Παραδείσου.

»Για την ακρίβεια, μιλά η Γυναίκα: Δυο μέρες πριν να φύγουμε ήρτε κείνος / που θα στρογγυλοκάθονταν στο σπίτι. / Γυρεύει το κλειδί. Του λέω: “Εγώ κλειδί / δεν έχω και δεν έχει το χωριό μας. / Εμείς ξεκλείδωτα είχαμε τα σπίτια / γιατί κανένας δεν καταδεχόταν / να μπει μέσα στου άλλου την αυλή”.

»Στο τέλος του δοκιμίου του, ο Χαραλαμπίδης αναφέρεται σε αυτή τη σκηνή, ταυτίζοντας τη γυναίκα με όλο τον τόπο, καθώς “ψηλώνει ο νους και το κορμί της” και “η ψυχή της γιγαντώνεται”, άρα μένει αλώβητη.

»Ο νους που ψηλώνει, εδώ, δεν σημαίνει την έπαρση της Φραγκογιαννούς, αλλά την αγία τρέλα των διά Χριστόν σαλών, που είναι οι μόνοι όντως σώφρονες, οι φύλακες των ορίων, οι γρηγορούντες. “Και το συμπέρασμα ένα: ότι μπορούν να πάρουνε τη γη μας, μα δεν μπορούν να βλάψουν την ψυχή μας. Αυτή είναι το κλειδί, της Παραδείσου η πύλη”.

»Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια ακριβώς διατύπωση χρησιμοποιεί ο ποιητής και στην κατακλείδα του δοκιμίου για τη μετάφραση του αγίου Ρωμανού: “Ας αγωνιούν και ας βοούν οι πολλοί για το καινούργιο, το εντυπωσιακό και το επαναστατικό. Όταν ο καλλιτέχνης βρει τη δική του γλώσσα, λυτρώνεται από την εμμονή του για πρωτοπορία. Αρκεί να ξεχαστεί σ’ αυτό που κάνει, για να κερδίσει την αλήθεια του προσώπου του. Όλο το μυστικό επικεντρώνεται στην κατάκτηση της απλότητας. Αυτή είναι το κλειδί, της Παραδείσου η Πύλη. Αλλά τι; Ο καθένας πηγαίνοντας με την κλείδα του προς τη θύρα, απορεί και εξίσταται βλέποντας την είσοδο ελεύθερη. Άμποτε αυτό να μην αποδειχθεί ως η δική του ανυπέρβλητη δυσκολία!”

»Το δοκίμιο κλείνει με το κοντάκιο των Χριστουγέννων, εκεί όπου την πύλη της Χώρας ανοίγει μια γυναίκα, ή η Γυναίκα, Αυτή που γέννησε τη Θύρα, / παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν. Προφανώς, η Γυναίκα είναι το κλειδί – ο τρόπος της, η θεοτόκος ταπείνωση και υπακοή: Γενηθήτω θα πει ἐγένετο φῶς».

Στο Μεγάλο ελληνικό μυθιστόρημα, και με αφορμή τον Παπαδιαμάντη, έγραφα ότι ο συγγραφέας, που είναι (και γίνεται) έργο του έργου του, οφείλει να οικειοποιηθεί έναν γυναικείο τρόπο έκφρασης, αρχαίο και εντελώς νέο, και να γίνει Γυναίκα, συγκεκριμένα η Κυρία Θεοτόκος, η Κόρη του Γιου της.

Το εν λόγω ζήτημα είναι εξαιρετικά κρίσιμο, και συνδέεται με στοιχεία ύφους και ποιητικής (μη γραμμική αφήγηση, συναρμολόγηση θραυσμάτων, υπέρβαση χρόνου κτλ.) αλλά και οντολογίας και τρόπου ζωής (κένωση, δεξίωση, αγάπη), που φοβάμαι ότι δεν γίνεται να τα αναπτύξω εδώ, συνεπώς αρκούμαι να παραθέσω ενδεικτικά: «Στον τρόπο με τον οποίο ο Παπαδιαμάντης πραγματώνει αυτή τη γυναικεία ρητορική, ο όρος γυναίκα παύει να είναι το αντίθετο του άνδρα και αποκτά το υπαρξιακό περιεχόμενο το οποίο προσιδιάζει στη θεοτόκο δημιουργική ύπαρξη, τη ρεαλιστική στάση κάθε ανθρώπου μέσα στον κόσμο της πτώσης».

Τούτων δοθέντων, αναρωτιέμαι αν έχουμε συνεννοηθεί επαρκώς με τον αγαπητό αναγνώστη. Ποιος ξέρει; Η Πεντηκοστή, πάντως, είναι η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας, εκεί όπου αρχίζουμε να κατανοούμε αλλήλους εις παροξυσμόν αγάπης και καλών έργων.

Δύο Χιλιάδες Είκοσι Τέσσερα μείον Χίλια Εννιακόσια Εβδομήντα Τέσσερα ίσον Πενήντα. Κάτι θα σημαίνει αυτό, που το θέτω ολογράφως επειδή δεν είναι ούτε αριθμός ούτε χρόνος – είναι ένα όνομα∙ είναι όλα τα ονόματα: η ιστορία του σύμπαντος κόσμου.

Τον Φεβρουάριο, λοιπόν, αλλά και τον Μάρτιο του έτους 2020, έγραψα τον τόμο Εννέα. Τον Φεβρουάριο του 2021 έγραψα και τον Σαμψών, αυτή τη φορά στην Πάφο, περιμένοντας τα εμβόλια για τον κορονοϊό. Εκεί έγραψα και το Συμβάν 74, τον Απρίλιο και Μάιο του 2021. Ύστερα εμβολιάστηκα και γύρισα στην Αθήνα, στα μέσα Ιουνίου.

Στο αεροπλάνο, κατά μία περίεργη σύμπτωση, διάβαζα τον δεύτερο τόμο από το δεύτερο Κουαρτέτο του Λος Άντζελες, ασφαλώς του Τζέιμς Ελλρόυ, το μυθιστόρημα με τίτλο Θύελλα (σε μετάφραση Μιχάλη Μακρόπουλου, Κλειδάριθμος 2019), απ’ όπου θα παραθέσω το άτυπο εισαγωγικό σημείωμα, καθώς και την τελευταία παράγραφο όλου του βιβλίου. Σε σχέση με τις οδηγίες (χρήσεως) ισχυρίζομαι ότι αυτά τα δύο κείμενα είναι κάτι σαν πενταπόσταγμα, και μακάρι μέχρι τώρα να με εμπιστεύεστε. Τις οδηγίες, εξάλλου, και εκτός απροόπτου, τις έχω εφαρμόσει∙ τις έπαθα, εννοώ, και τις έμαθα.

«Reminiscenza.

»Παραμένω μαγεμένη. Με βασανίζει ακόμα εκείνος ο αλλοτινός πυρετός. Είμαι πολύ γριά και η μόνη ζωντανή μάρτυρας. Ο μαέστρος μού άφησε το πιάνο του και τη μουσική του που βγάλαμε λαθραία από τη Ρωσία. Όραση και μνήμη, τις διατηρώ ακέραιες. Και με την πολλή εξάσκηση τα δάχτυλά μου παραμένουν δυνατά.

»Συνθέτω στο κλαβιέ. Ο αυτοσχεδιασμός γεννά αναμνήσεις. Λέξεις και μουσική με τρέφουν και σφυρηλατούν την απάρνηση, μέσα μου, του θανάτου.

»Ο πόλεμος.

»Η βροχή.

»Ο χρυσός.

»Λος Άντζελες και Μεξικό, η Πέμπτη Φάλαγγα.

»Δεν θα πεθάνω όσο ζω τούτη την ιστορία».

Αυτό ήταν η εισαγωγή – ιδού και το τέλος: «Το αντίθετο της αποφασιστικότητας είναι η παραίτηση. Είναι το Λος Άντζελες εν καιρώ πολέμου κι εγώ είμαι μια ευφυής και παθιασμένη νεαρή γυναίκα που έχω να πω ιστορίες. Οι περιστάσεις είναι πεπρωμένο. Μπορεί να μη ζήσω ποτέ ξανά τόσο τολμηρά κι επιδέξια όσο τώρα. Αυτός είναι ο δικός μου πόλεμος και η δική μου χώρα. Μη χλευάζετε την αγάπη που τρέφω και για τα δύο. Λαχταρούσα τις καταιγίδες όταν ήμουν παιδί στο Σιου Φολς στη Νότια Ντακότα. Πρέπει να το κάνω αυτό, εδώ και τώρα. Reminiscenza, αυτή η θύελλα, αυτή η θηριώδης καταστροφή. Οι επιλογές μου είναι να κάνω τα πάντα ή να μην κάνω τίποτα. Το καυτό ραντεβού μου με την Ιστορία συνεχίζεται. Είναι 8 Μαΐου 1942. Αυτά τα τελευταία μέτρα της Συμφωνίας του Λένινγκραντ σηματοδοτούν την άρνησή μου να πεθάνω».

Η Γυναίκα που αφηγείται, η Γυναίκα που μιλά και στα δύο αυτά κείμενα, η γριά και η νέα, είναι το ίδιο πρόσωπο∙ είναι το δικό μου πρόσωπο, ενδεχομένως και το δικό σας. Η Γυναίκα αυτή είναι ο Συγγραφέας, επειδή διαφορετικά δεν πρόκειται να υπάρξει συγγραφέας – ούτε, βέβαια, αφήγηση.

Προσπαθώ να πω: Τὴν πᾶσαν ἐλπίδαν μου εἰς σὲ ἀνατίθημι… Είναι η μόνη οδηγία που ξέρω, που έπαθα κι έμαθα – μιλώ για την Οδηγήτρια∙ μάλλον: μιλώ στην Οδηγήτρια.

Ο στίχος στο μότο του παρόντος κειμένου ανήκει ασφαλώς στο αθάνατο έργο του Μόντη, Τρίτο γράμμα στη μητέρα. Εκεί ανήκουν και οι στίχοι: Δεν κάνω ποίηση, μητέρα, / έχω αντίγραφα. Εκεί και οι ακόλουθοι, οι τελευταίοι: Μητέρα, αυτή τη φορά είμαι βέβαιος / πως δε θα σου ξαναγράψω. Και ο νοών, αδελφέ αναγνώστη, νοείτω.

Ζωγράφου, 17 Ιουνίου 2024

Βιογραφικό Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη

Βιογραφικό Κυριάκος Μαργαρίτης