Τζούλια Γκανάσου
Τα σοκολατένια χείλη
Ένα κορίτσι έπαιζε για λίγο στο κατώφλι. Θα ήταν τεσσάρων ή πέντε χρονών. Άνοιγε διάπλατα την πόρτα, κοίταζε δεξιά κι αριστερά κι αφού βεβαιωνόταν ότι δεν υπήρχε κανένας διαβάτης στον πεζόδρομο, χοροπηδούσε στα σκαλιά, έκανε σχοινάκι ή κουτσό. Όταν πλησίαζε κάποιος ξένος, το μελαψό πλάσμα έτρεχε γρήγορα και έμπαινε στο σπίτι. Συνήθως, κρυβόταν πίσω από τη μισάνοιχτη εξώπορτα και δεν ξεμύτιζε για ώρα. Κάποιες φορές, έκανε μέρες να εμφανιστεί ξανά στο κεφαλόσκαλο. Αλλά όταν έβγαινε σε εκείνο το κατώφλι και τραγουδούσε ή μιλούσε με κάποιον φανταστικό φίλο ή περιεργαζόταν τα δέντρα και σκάρωνε παιχνίδια με το αποτύπωμα των αχτίδων του ήλιου στο πλακόστρωτο, κάτι μέσα μου σκιρτούσε.
Ένα απόγευμα, άφησα στο περβάζι δίπλα στην πόρτα, ένα γλυκό. Ήταν ένα στρογγυλό σοκολατένιο αυγό με παντεσπάνι. Το κορίτσι το είδε αμέσως μόλις κοίταξε προς την αριστερή πλευρά του δρόμου. Βγήκε έξω, στάθηκε μπροστά στο εύρημα, πλησίασε αλλά δεν το άγγιξε. Μόνο έμεινε εκεί να το κοιτάζει με λαχτάρα και απορία. Μάλιστα, ξεχάστηκε για λίγο κι ένας διαβάτης πλησίασε πιο κοντά απ’ όσο «έπρεπε» και τότε, το κορίτσι έσπευσε να κρυφτεί μέσα στο σπίτι. Κινήθηκε μάλιστα τόσο άτσαλα που σκουντούφλησε στο κεφαλόσκαλο και χτύπησε.
Την επόμενη μέρα, άφησα πάλι ένα γλυκάκι στο περβάζι. Ναι, απόθεσα στο ίδιο σημείο μια περιώνυμη σοκολάτα γάλακτος με κόκκινο περιτύλιγμα. Το κορίτσι την εντόπισε και στάθηκε κοιτάζοντας το γλύκισμα δίχως να σαλεύει. Το ίδιο και την επόμενη ημέρα. Το τέταρτο απόγευμα, κάτι παρακίνησε το παιδί και άγγιξε το εύρημα. Κοίταξε δεξιά, αριστερά και προς την πόρτα, άρπαξε τη σοκολάτα, έσκισε το νάιλον και τη δάγκωσε κλείνοντας τα μάτια. Την έφαγε γρήγορα σαν κλέφτης. Ύστερα, έστρεψε το βλέμμα προς τους θάμνους και με είδε. Σάστισε. Τα μεγάλα μαύρα μάτια του παιδικού προσώπου γούρλωσαν και τα ζουμερά χείλη – τα γεμάτα σοκολάτα έμειναν μισάνοιχτα. Εγώ έσπευσα να χαμογελάσω στο παιδί και να του κάνω νόημα με το χέρι να σκουπίσει το στόμα του. Το κοριτσάκι χαμογέλασε δειλά, έγλειψε τα χείλη και τα έτριψε με το εξωτερικό μέρος της παλάμης. Ύστερα, έσπευσε να μπει μέσα στο σπίτι.
Την επόμενη μέρα, άφησα την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο, την ίδια σοκολάτα. Το ίδιο και την μεθεπόμενη και κάθε μέρα εφεξής. Το κορίτσι έβγαινε, άρπαζε το γλύκισμα και το έτρωγε χαμογελαστό ενώ με κοίταζε. Ύστερα, σκούπιζε τα χείλη και έμπαινε ξανά μέσα στο σπίτι. Σιγά-σιγά, άρχισε να χορεύει όσο έτρωγε. Ή να παίζει με τον φανταστικό της φίλο.
Μετά από δεκαπέντε μέρες, ξεθάρρεψα. Μόλις εμφανίστηκε το κορίτσι στο κατώφλι, βγήκα από τους θάμνους, έκανα μερικά βήματα αργά, έφτασα στο μέσον της απόστασης που μας χώριζε και της προσέφερα εγώ τη σοκολάτα. Εκείνη δίστασε. Έκανε δύο βήματα μπροστά και σταμάτησε. Εγώ άπλωσα το χέρι, το παιδί άρπαξε τη σοκολάτα και γύρισε στο κατώφλι του σπιτιού. Δεν μπήκε μέσα και δεν έκλεισε την πόρτα. Έτσι, μπόρεσα να ξεκλέψω εικόνες από το χολ, τον διάδρομο, ένα μέρος από το σαλόνι όπου μεγάλωσα. Προτού έρθουν και αρπάξουν τα πάντα. Προτού μας κυνηγήσουν και μας εκδιώξουν. Προτού παρουσιάσουν τα οικεία για δικά τους. Το κοριτσάκι με κοίταζε με τα χείλη του γεμάτα σοκολάτα να βουρκώνω και ύστερα, να κλαίω. Τότε, έσκυψε και άφησε στο τρίτο σκαλοπάτι το τελευταίο κομμάτι σοκολάτας το οποίο είχε μια δαγκωματιά. Σκούπισε τα χείλη του και μπήκε μες στο σπίτι.
Από εκείνη την ημέρα, βρισκόμασταν στο κατώφλι του πατρικού μου κάθε απόγευμα. Το παιδί στο κεφαλόσκαλο κι εγώ λίγο πιο κάτω. Το κορίτσι έτρωγε όλο και πιο αργά τη σοκολάτα κι εγώ κοίταζα όλο και πιο πολύ μέσα στο σπίτι. Ώσπου ένα απόγευμα, το παιδί βγήκε έξω λυπημένο. Άρχισε να μου μιλάει στην Τουρκική γλώσσα. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Έβλεπα, όμως, ότι ήταν ταραγμένο. Την επόμενη ημέρα, το κορίτσι ήρθε λίγο πιο κοντά. Μου μιλούσε πάλι γρήγορα, σχεδόν λαχανιασμένο. Τη μεθεπόμενη ημέρα, το παιδί έγειρε το κεφάλι του πάνω στο κόκκινο περιτύλιγμα της σοκολάτας, ναι, εναπόθεσε το δεξί μάγουλο τρυφερά πάνω στο γλύκισμα και με κοίταξε θλιμμένο. Ύστερα, έβαλε τη σοκολάτα μες στην τσέπη, πήγε στο κατώφλι, άνοιξε διάπλατα την πόρτα του σπιτιού και μου έκανε νόημα να πλησιάσω, να φτάσω ως την είσοδο. Έτσι, είδα από κοντά το χολ και όλο τον διάδρομο, το σαλόνι και λίγο από το γραφείο ενώ έκλαιγα και ευχαριστούσα το μικροσκοπικό πλάσμα δίνοντας του υποσχέσεις για ολόκληρα κουτάκια με γλυκά. Το επόμενο απόγευμα, η πόρτα ήταν αμπαρωμένη με αλυσίδες και λουκέτα. Το ίδιο και τα πατζούρια στα παράθυρα. Το κορίτσι με την οικογένειά του είχαν φύγει. Αναστατώθηκα. Μέχρι τότε, είχα ένα είδος ηρεμίας. Τουλάχιστον έμεναν στο πατρικό μας άνθρωποι που το είχαν προσέξει. Τουλάχιστον το είχαν σεβαστεί. Τουλάχιστον με άφηναν να κλέβω μια εικόνα. Είχα ελπίσει ότι θα μου επέτρεπαν να μπω και μέσα κάποια μέρα. Είχα πιστέψει ότι θα με άφηναν να κάτσω για λίγο στο δωμάτιο όπου ζούσα σαν παιδί. Ήμουν σίγουρη ότι εκεί κοιμόταν το κορίτσι. Είχε το πιο ωραίο φως… Ξάφνου, ένιωσα να σκίζομαι στα δύο. Η εισβολή γινόταν εξ’ αρχής. Στρατιώτες προέλασαν με όπλα, μας απείλησαν, μας εξανάγκασαν και πάλι σε φυγή. Ξάφνου, άρχισα να χτυπάω την εξώθυρα, να ταρακουνάω τις αλυσίδες, να πολεμάω να μπω μέσα στο σπίτι, να παραμείνω ζωντανή… Ποια Κατεχόμενα; Αυτή είναι η δική μας γη!