Γράφει ο Γιώργος Δρίτσας
Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης: Μια «μπιτ περίπτωση»
Είναι γεγονός ότι οι Μπιτ αποτέλεσαν ένα ρεύμα ποιητικό και λογοτεχνικό, το οποίο επηρέασε όχι μόνο την ίδια τη χώρα που γεννήθηκε αλλά και τις άλλες χώρες της Δύσης και δη της Ευρώπης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αποτέλεσε κίνημα αναφοράς και για μη δυτικές χώρες. Αυτό μαρτυρά η πληθώρα των συγγραφέων, πάσης φύσεως, που είχαν και έχουν ως σημείο αναφοράς τη λογοτεχνική παράδοση και γενικότερα τη φιλοσοφία των Μπιτ.
Βέβαια σε κάθε διαφορετική χώρα, όπως και σε κάθε διαφορετική Ήπειρο, όπως και μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, το Μπιτ στοιχείο ενείχε ήδη από τη γέννησή του διαφορές ακόμη κα μεταξύ τω εκφραστών του. Έτσι δεν είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό το γεγονός ότι σε κάθε τόπο, σε κάθε χωροχρονικό πλαίσιο, υπήρξε διαφορετική πρόσληψη του κινήματος αυτού. Πάντα βέβαια, από ομάδες ατόμων, κοινώς «παρέες», που μπορούν, λόγω ακριβώς της κοινής περίπου ηλικίας να αποκληθούν γενιά και μάλιστα στην δική μας περίπτωση ελληνική «Μπιτ Γενιά», λόγω των ιδιαίτερων στοιχείων τους.
Ο Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης αποτελεί ένα από τα πιο ιδιαίτερα δείγματα γραφής τού ελληνικού Μπιτ στοιχείου στην Ελλάδα, έχοντας ασχοληθεί τόσο λογοτεχνικά όσο και ως μελετητής με τους Μπιτ, και δη τον Μπάροουζ, και γενικότερα κινήματα πρωτοπορίας – πολιτικά, φιλοσοφικά, λογοτεχνικά. Οι Λετριστές, οι Καταστασιακοί, η ομάδα COBRA, η Γαλλική και η Ρωσική Επανάσταση, ο Μάης του ’68 ως συνολικό φαινόμενο και οι ίδιοι οι Μπιτ έχουν παρελάσει μέσα στα γραπτά του [[βλ. τα έργα του: «Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ: Ο παππούς όλων μας» (Σαιξπηρικόν 2014), «Guy Debord [1931-1994]» (Printa 2001), «Βορειοδυτικό πέρασμα» (Κριτική 2015), «Μάης του ’68» (Ερατώ 2001) κ.λπ.]]. Όμως για να μην υπάρξει κάποιος συγκεκριμένος αποπροσανατολισμός στο παρόν κείμενο, λόγω της πληθώρας των γραπτών του Μπαμπασάκη, που θα χρειαζόταν μια ολόκληρη μελέτη για να καταγραφούν και να αναλυθούν, θα προσεγγίσουμε κυρίως την ποίησή του.
Ποιητικά, λοιπόν, αν και άρχισε να γράφει ήδη από την εφηβεία του, ο συγγραφέας ανήκει σίγουρα στη γενιά του ’80. Παρακάτω θα αναφερθούμε αρχικά στις ποιητικές συλλογές «Ο γιωργάκης ζει» (ΕΜΑΕ 1979), «Οι θρυλικές συνυφάδες ή Που ‘σαι θείε Κάρολε» (Αυτοέκδοση 1981) καθώς και στην επιλογή που έκανε ο ίδιος στο «Hotel Hegel (1976-2006)» (Αρμός 2012) από το σύνολο των ποιημάτων του.
Στα ποιήματα των συλλογών αυτών παρατηρούμε έναν νέο ποιητή που αντικρίζει τη σιωπή ως «ουρλιαχτά», τις μνήμες ως «ναυάγια αντιθέσεων» και τον πόνο ως «τρακάρισμα συνθέσεων» (βλ. «Αντιφάσεις για τον Νίκο Σωτηρίου»), μέσα από ένα σχεδόν διαλεκτικό σχήμα, όπου όλα απολήγουν στην ίδια την τραγικότητα της ζωής. Στη ζωή δηλαδή ως αυτό που είναι, και που η μόνη της «αλήθεια» είναι η ίδια η υλικότητα, η σάρκα των ζωντανών όντων (βλ. «Σήμερα»).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η γραφή του συγγραφέα μετατρέπεται σε ένα «αλλόκοτο περίστροφο» μιας ζωντανής αταξίας ή σε «διάκονο της τρέλας» που διαχέεται μέσα από τον λόγο του και έχει σκοπό να «απειλήσει» την εφήμερη τάξη με ένα καλά κρυμμένο μυστικό εντός της και όχι με μια απόλυτη και κατανοητή «αλήθεια» (βλ. «Αυνανισμός»). Μια γραφή που, όπως γίνεται κατανοητό, δεν μπορεί να «φρενάρει» αλλά διασκορπίζεται στο μέλλον και συνεπώς στην ίδια τη ζωή (βλ. «Η γοητεία της ανήλικης μεταμφίεσης»). Εξάλλου η ίδια ζωή, ως κινούμενο όλον, δεν μπορεί να προσαρμοστεί στη «δικτατορία των λέξεων» (βλ. «Βαυκαλισμός»), οπότε δεν έχει νόημα η χρήση μιας αυστηρής και κατά βάθος αποπνικτικής γλώσσας για να προσεγγιστεί.
Ένας ολάκαιρος κόσμος πλάθεται από τις περιγραφές και τις διατυπώσεις των ποιημάτων αυτών, που πέρα από τις πάμπολλες φιλοσοφικο-πολιτικές και λογοτεχνικές αναφορές τους, θυμίζουν τον τρόπο γραφής των αμερικανών Μπιτ, προσαρμοσμένο βέβαια σε ένα πιο ελληνικό πλαίσιο. Έτσι, δεν είναι τυχαίο, ότι παρατηρούμε συχνά αναφορές σε περιοδικά και ανθρώπους που συνδέθηκαν με το «μπιτ στοιχείο» στην Ελλάδα, όπως χαρακτηριστικά στο περιοδικό Panderma του Λεωνίδα Χρηστάκη (βλ. «Panderma») αλλά ταυτόχρονα και στους ίδιους τους Μπιτ, όπως στον Άλεν Γκίνσμπεργκ (βλ. «Μια αντιμυθολογία της Αμερικής» & «Αδυναμία μία»).
Όλα αυτά σε ένα κλίμα που μυρίζει έρωτα, τσιγάρα, αλκοόλ, κιτρινισμένο χαρτί παλιών βιβλίων και φέρνει στον νου ατελείωτα ταξίδια μεταξύ Βόλου, Αθήνας, Κορίνθου, Βερολίνου και Λονδίνου, μαζί με την παρέα των Γιάννη Τζώρτζη, Κώστα Ματσούκα, Νίκου Λουδοβίκου, Θάνου Σταθόπουλου, Νίκου Καρούζου κ.ά.. Άλλωστε δεν είναι τυχαίος ο σημαντικός ρόλος που έχει η φιλία και δη η έννοια της συντροφικότητας και της κοινότητας (θα λέγαμε ίσως και άτυπης Γενιάς) στην ποίηση του Μπαμπασάκη, όπως στο «Η Λεγεώνα των Φίλων» (Περισπωμένη 2012) αλλά και στα πεζά του, όπως στο «Γιατί οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο» (Νήσος 2023).
Άλλο σημαντικό ρόλο, μέσα σε αυτό το κλίμα νομαδισμού και flaneur-ίζουσας περιπλάνησης μέσα στις γειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων και της επαρχίας, έχει η έννοια της γειτονιάς, όπως διαφαίνεται χαρακτηριστικά με τις περιγραφές για την Κυψέλη, όπως στην «Ωδή Κυψέλης» (Ιωλκός 2023). Όπου η γειτονιά μετατρέπεται σε ένα χαϊντεγκεριανό «καταφύγιο» ή μια προσωπική «φάτνη» (βλ. «Angels of Purity» & «Λαθραία αγάπη») για τον συγγραφέα μέσα στον σύγχρονο κόσμο, μέσα στο σκοτεινά σοκάκια τού οποίου περιφέρεται αδέσποτα.
Κλείνοντας, όπως είδαμε και παραπάνω, η γραφή του Μπαμπασάκη έχει, σαφώς, πολλαπλές αναφορές και επιρροές (με προεξέχουσα, βέβαια, αυτή των Μπιτ) αλλά ταυτόχρονα επαναπροσεγγίζει, με ένα δικό της τρόπο, τη λειτουργία τής γλώσσας. Με ένα τρόπο γραφής, δηλαδή, που εξαϋλώνει τον χρόνο και δημιουργεί μέσω των αντιθέσεων μια νέα σύνθεση, δομώντας έτσι μέσω των εικόνων και των περιγράφων του συγγραφέα μια δική του ιδιαίτερη πραγματικότητα μακριά αλλά και εντός της ήδη υπάρχουσας.
Photο: Στο Πανελλήνιον (φωτογραφία: Χλόη Ακριθάκη)