Γράφει ο Παναγιώτης Καρώνης
ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΛΟΓΙΑ ᾿ΝΑΙ…
Ευσύνοπτη προσέγγιση σε ένα μεγάλο έργο
Με το δημοτικό τραγούδι, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβανόμαστε εμείς, ασχοληθήκαμε από μια άποψη περιορισμένη. Αν ήταν στο χέρι του λογιοτατισμού, τα δημοτικά τραγούδια θα είχαν τελείως χαθεί. Κυρίαρχος για τα χρόνια που μπορούσε να γίνει άρτια καταγραφή, λόγω του ότι με την συχνότατη χρήση του σε όλες τις εκδοχές του βίου, είχε εντυπωθεί καλύτερα στη μνήμη, το περιφρόνησε και αν εξαρτιόταν από αυτόν δεν θα είχαμε σήμερα τις γνωστές καταγραφές και κατ᾿επέκταση, συλλογές.
Είμαστε τυχεροί που η Ευρώπη, σχετικά νωρίς, άρχισε να ασχολείται με τα δημοτικά μας μνημεία και σε καιρούς που δεν θα το περίμενε κανείς. Για παράδειγμα, ο Γαλλοελβετός Charles Lèonard de Sismonti γεννημένος στη Γενεύη το 1773, σκόπευε να συγκεντρώσει ελληνικά δημοτικά τραγούδια προκειμένου να τα παρουσιάσει σε μια έκδοση. Ένα φιλόδοξο σχέδιο, η αφετηρία του οποίου χρονολογείται κάπου το 1804, το οποίο μολονότι δεν προχώρησε, το ενδιαφέρον του φιλέλληνα Sismonti για τους Νεοέλληνες παρέμεινε αμείωτο. Έτσι, τη συγκέντρωση της πρώτης συλλογής την οφείλουμε στον βαρόνο Werner von Haxthausen που κάπου στα 1815-16 κατάρτισε ένα χειρόγραφο από πενήντα δημοτικά τραγούδια με σκοπό την έντυπη κυκλοφορία του με παράλληλη γερμανική μετάφρασή τους. Η συλλογή αυτή έκανε έναν κύκλο από σημαντικά χέρια ανάμεσα στα οποία ο Γκαίτε και ο Γ. Γκριμ, των οποίων είναι γνωστή η ενθουσιαστική υποδοχή και οι εγκωμιαστικές κρίσεις τους για τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Η μικρή συλλογή θα κυκλοφορήσει τελικά πολύ αργότερα, το 1935, από τους Karl Schulte Kemminghausen και Gustav Soyter. Ερχόμαστε στο 1824 οπόταν ο Φωριέλ[1] θα θέσει σε κυκλοφορία στο Παρίσι τον πρώτο τόμο μιας σπουδαίας συλλογής για να ακολουθήσει το 1825, τυπωμένος και πάλι στο Παρίσι, η κυκλοφορία του δεύτερου τόμου παραθέτοντας μια εξ ίσου σπουδαία εισαγωγή, που ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα κείμενα γύρω από το δημοτικό μας τραγούδι, παραμένει καίρια και εν πολλοίς αξεπέραστη. Ο Niccolo Tommaseo[2] στη Βενετία το 1842 θα τυπώσει μια συλλογή που περιέχει και ελληνικά δίστιχα. Ο Passow[3] το 1890 θα τυπώσει στη Λειψία μια μεγάλη συλλογή με συγκεντρωμένα όλα σχεδόν τα μέχρι τότε καταγεγραμμένα τραγούδια. Μένουμε σε αυτούς, γνωρίζοντας πως πολλούς αδικούμε… Χρωστούμε λοιπόν, πολλά σε τούτα τα φωτισμένα μυαλά που πολύ νωρίς συγκινήθηκαν από το πλούσιο υλικό των δημοτικών μας τραγουδιών, τα κατέγραψαν ή συνέλεξαν και διαφύλαξαν καταγραφές άλλων και ενίοτε έθεσαν σε κυκλοφορία τις πολύτιμες συλλογές τους διασώζοντάς τα αλλά και δίνοντας παράλληλα την ώθηση να ενδιαφερθούμε και εμείς οι ίδιοι. Πρωτοπόροι σε αυτόν τον αγώνα ο, τόσο αδικημένος Λελέκος,[4] ο Αραβαντινός,[5] ο Ιατρίδης,[6] ο Κωνσταντινίδης,[7] ο Οικονομίδης[8] κ.ά. Ονόματα σχετικά άγνωστα, χωρίς ιδιαίτερες αναφορές στα κείμενα και τις μελέτες γύρω από τα δημοτικά μας τραγούδια.
Αλλά και στις πολύ γνωστές συλλογές που συχνά μνημονεύουν οι μελετητές, δεν θα δει κανείς στον κορμό τους να περιέχουν τα άσεμνα δημοτικά τραγούδια. Μπορεί, βέβαια, η πρώτη δημοσίευσή τους να μας ήρθε νωρίς όταν το μακρινό 1869 ένας τολμηρός άνθρωπος, ο Μιχαήλ Λελέκος[9] –που εύκολα μπορούμε να φανταστούμε το πώς αντιμετωπίστηκε γι ̓ αυτή του την κυκλοφορία–, τύπωσε έναν μικρό τόμο παρουσιάζοντας τα τραγούδια αυτά, όμως για πολλά χρόνια η συλλογή θα παραμείνει στο σκοτάδι και μόλις το 1974 κυκλοφόρησε και πάλι. Μάλιστα όλες οι συλλογές δημοτικών τραγουδιών που τυπώθηκαν στο μεσοδιάστημα αρνούνταν, μέχρι πρόσφατα, να συμπεριλάβουν στον κορμό τους αυτά τα τραγούδια. Εξαίρεση αποτελεί ο Π. Αραβαντινός ο οποίος στη Συλλογή με τα δημώδη άσματα της Ηπείρου, παρουσιάζοντας την ενότητα «Σατυρικά και αστεία», έγραφε: «Τὸ ἄσεμνον τινῶν τῶν ἐν τῷ παρόντι κεφαλαίῳ ᾀσμάτων δὲν ἐθεωρήσαμεν ἰσχυρὸν λόγον, ὅπως ἀποστῶμεν τῆς δημοσιεύσεως αὐτῶν. Θὰ ἦτο τοῦτο σεμνοπρέπεια ἄτοπος καὶ ἐπιβλαβὴς συνάμα διὰ τὸν σκοπόν, εἰς ὃν ἡ περισύναξις τῶν δημοτικῶν ᾀσμάτων ἀποβλέπει. Ἀποσιωπῶντες καὶ μὴ δημοσιεύοντες μετὰ τῶν ἄλλων τὰ ἐπίσης γνήσια ταῦτα προϊόντα τῆς δημώδους μούσης, ψευδὲς ἢ ἀτελὲς παρουσιάζομεν ἀπεικόνισμα τοῦ ἤθους, τοῦ βίου καὶ τῆς διανοητικῆς ἀναπτύξεως τοῦ ἡμετέρου λαοῦ».[10]
Επιπλέον, είναι γνωστή η «κοπτοραπτική» που υπέστη το δημοτικό μας τραγούδι προκειμένου να αποσιωπηθούν ή να παραλλαχτούν στίχοι ή ακόμα και ολόκληρα τραγούδια. Τραγούδια όπως αυτό που παραθέτουμε στη συνέχεια σπάνια θα τα βρει κανείς να παρουσιάζονται στις γνωστές συλλογές.
Ένας αητός καθότανε σ᾿ ένα ψηλό λιθάρι
και κράταγε στα νύχια του ανθρώπινο κεφάλι
κι ώρες-ώρες του έλεγε κι ώρες-ώρες του λέει.
– Κεφάλι τι κακό ᾿καμες και σε τραβάν τα όρνια;
Μην ήσουν κλέφτης στα βουνά και χαραμής[11] στους κάμπους;
– Δεν ήμουν κλέφτης στα βουνά και χαραμής στους κάμπους
παρά ήμουν δημογέροντας και είσπραζα παράδες.[12]
Όμως τι είναι αυτή η αδιάλειπτη ρέουσα διαδρομή που αποκαλούμε δημοτικό τραγούδι. Δεν ευελπιστούσαμε βέβαια, να καταπιαστούμε με το μεγάλο αυτό θέμα σε ένα κείμενο που κληθήκαμε να γράψουμε με αφορμή την κυκλοφορία των τεσσάρων πρώτων θεματικών μελετών του Παντελή Μπουκάλα γύρω από το σύμπαν του δημοτικού μας τραγουδιού, εξάλλου, πιστεύουμε πως κανένας δεν εξαντλεί απόλυτα ένα θέμα, αλλά κάθε κείμενο ζει και αναπνέει μέσα σε ένα σύνολο και προσφέρει άπειρες δυνατότητες ερμηνείας και ανάπτυξης από μελετητές με διαφορετική ιδιοσυγκρασία. Αλλά ας επανέρθουμε στο ερώτημά μας: τι είναι δημοτικό τραγούδι. Σίγουρα, το δημοτικό τραγούδι αποτελεί έναν κλάδο της Ελληνικής ποίησης, πλούσιο και σημαντικό. Κλάδο με παράδοση αιώνων, αν αναλογιστεί κανείς τη μακρόχρονη και αδιάλειπτη καλλιέργεια του είδους. Και αυτή η μακρά πορεία το βοήθησε να διαμορφωθεί σε συγκροτημένη τέχνη. Ο Άλκης Θρύλος αναφερόμενος στην αρτιότητα των δημοτικών τραγουδιών, που τη χαρακτηρίζει απόλυτη, γράφει: «Το δημοτικό μας τραγούδι έφτασε στην τέλεια έκφραση του εαυτού του. Κατορθώνει να παρουσιάζει, ό,τι έχει πει με το συντομότερο περιεκτικότερο δυνατό τρόπο και σύγχρονα με τον τρόπο τον πιο παραστατικό. Συχνά από την πολλή συγκέντρωση γίνεται και υποβλητικό. Οι περιγραφές του είναι πάντα, μ᾿ όλη τη σχηματοποίηση της πρωτόγονης τέχνης τους, εξαιρετικά πλαστικές. Κανένας ρητορισμός, κανένα δυσαρμονικό ξεχύλισμα, κανένας στόμφος, κανένα παραγέμισμα, τίποτε περιττό δε χαλαρώνει ποτέ την ενότητα, το σφιχτό δέσιμο, τη γερή αρχιτεκτονική του συνόλου. Μέσα στο πλαίσιο αυτό το τόσο λιτό και αρμονικό, οι διάλογοι, η όλη υπόθεση, που ξετυλίγονται χωρίς να τα επιβαρύνει ποτέ τίποτε, που δεν είναι αυστηρά απαραίτητο, αποχτούν μια δύναμη, ακόμα και μια συγκλονιστική κάποτε απλή δραματικότητα.»[13]
Επιπλέον, το δημοτικό μας τραγούδι είναι τρισυπόστατο: Λόγος, μέλος και κίνηση, που σε πρώτη ανάγνωση μεταφράζεται ως χορός, και εύλογα κάποιος θα μας πει πως τα τραγούδια της τάβλας, του δρόμου –«χορωδίας, του δρόμου», όπως τα χαρακτηρίζει και ο Σωτήριος Τσιάνης[14]– που ακούγονταν στις πομπές, αλλά και τα μοιρολόγια δεν χορεύονται. Όμως δεν υπάρχει τραγούδι που δεν συνοδεύεται από κίνηση. Μια νυφική πομπή που συνοδεύει τραγουδώντας τη νύφη από την πατρική της οικία, την οποία και θα αποχωριστεί, στην εκκλησία, τι είναι αν όχι, πρωταρχικά, μια συνεχόμενη κίνηση. Είχαμε την ευλογία να παρακολουθήσουμε μικρά παιδιά την τελευταία νύχτα του εκλιπόντος στην οικία του, το «ξενύχτισμα» του νεκρού, όπως χαρακτηριστικά το λέμε στην Αρκαδία κατά το οποίο ο νεκρός «άκουγε» τα μοιρολόγια των γυναικών και μπορούμε να διαβεβαιώσουμε για τις ρυθμικές κινήσεις του σώματος των γυναικών που μοιρολογούν, αν και αυτά είναι μονοπάτια που δεν μπορούν να «περπατηθούν» εδώ, σε αυτή την μικρή αναφορά μας.
Παίρνουμε στα χέρια μας τον πρώτο τόμο και διαβάζουμε πώς στόχος της σειράς «Πιάνω γραφή να γράψω… Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι» είναι να διερευνήσει περί τα είκοσι θέματα. «Με την ανώνυμη ελληνική ποίηση πάντα στο κέντρο», όπως αναφέρει, «αλλά με πυκνές επισκέψεις στην επώνυμη σε όλες τις φάσεις της, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς και στην ανώνυμη γειτονικών μας λαών. Συντροφοδότης ο κόσμος των παραδόσεων, των παραμυθιών και των παροιμιών, αλλά και της αρχαίας μυθολογίας». Πραγματικά, μια γιγαντιαία και επίπονη προσπάθεια που προκαλεί δέος και θαυμασμό, και δεν το κρύβουμε πως απορήσαμε με την τόλμη και το κουράγιο του Παντελή Μπουκάλα που βρίσκεται στον πυρήνα αυτού του «ανεμοστρόβιλου»!
Διαβάζοντας –ξεκοκαλίζοντας, θα λέγαμε καλύτερα–, τον πρώτο τόμο, μείναμε έκθαμβοι από το μέγεθος της εργασίας, τη διεισδυτικότητα της ματιάς του, το πλουσιότατο αρχείο του, την εκτεταμένη βιβλιογραφία, και την εξάντληση, κυριολεκτικά, της πρώτης θεματικής του ενότητας: «Όταν το ρήμα γίνεται όνομα – Η “Αγαπώ” και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών». Τα ίδια αισθήματα, χωρίς έκπληξη πλέον, είχαμε διαβάζοντας και τους άλλους τρεις τόμους. Αν ήταν να παρουσιάσουμε τούτη την εργασία με ζωγραφικούς όρους, σε ένα σχεδιάγραμμα, θα τη δίναμε με μια οριζόντιο και μια κάθετη, όπου η οριζόντιος θα αντιπροσώπευε την –με κατάνυξη– εξαντλητική και ατέρμονη περιήγηση –πέρα δώθε– σε όλο το μήκος και πλάτος που απέραντου ορίζοντα των πηγών και η κάθετος, στέρεη και αποφασιστικά σχεδιασμένη, να βυθίζεται σε όλο τον απύθμενο ερευνώμενο τοπίο του τραγουδιού για να εντοπίσει και να μας φέρει τα μαργαριτάρια πού ᾿ναι καλά κρυμμένα στο βυθό του.
Ο Μπουκάλας πηγαίνει σε βάθος την κάθε πτυχή που πιάνει. Αναζητάει την αρχή, εξαντλεί και την τελευταία πηγή από τις διάφορες συλλογές προκειμένου να βρει και να αναδείξει το άρωμα και τη χάρη του μυροβόλου άνθους που κάθε φορά επιθυμεί να πιάσει στα χέρια του από αυτόν τον ατέλειωτο πλούτο. Σε όλους τους τόμους παρατίθενται αποσπάσματα τραγουδιών και συχνά ολόκληρα τραγούδια, προσεχτικά επιλεγμένα, και πάντα με αναφορά στην πηγή τους, όπως και εκτενέστατες σημειώσεις, πολύτιμο υλικό για κάθε λάτρη που τέρπεται από τα γνήσια παράγωγα του τόπου του. Όπως ο ίδιος γράφει στις πρώτες κιόλα αράδες του πονήματός του: «Μολογάω από μιας αρχής ότι τα δημοτικά τραγούδια, τυπωμένα ή τραγουδισμένα, τα πλησιάζω πάντοτε αισθηματικά, δοκιμάζοντας το ανέφικτο: να μένουν κατά μέρος, πρόσκαιρα έστω, ώσπου να ψυχθεί το αίσθημα και να στερεωθεί, όσα σύνεργα ερμηνευτικά πρόσθεσε ο χρόνος και η απόσταση από τον γενέθλιο τόπο της παρθενικής επαφής».[15]
Όμως το ξεχωριστό πού έχουμε εδώ είναι πως ο Μπουκάλας κοιτάζει το τραγούδι από μέσα, ως χρήστης του, ως άτομο που έχει ακούσει, χορέψει, τραγουδήσει, διασκεδάσει, κλάψει, γελάσει, έχει ζήσει το δημοτικό τραγούδι. Δεν το κοιτάζει από κάποια περίβλεπτη θέση ως παρατηρητής του. Ο ίδιος ονομάζει «περιήγηση» το διάβα του στις λέξεις τού δημοτικού μας τραγουδιού, μια περιήγηση μοναδική, ενδελεχή και σίγουρα εξαντλητική, αφού αυτό που βλέπουμε είναι να παρατίθενται στη μελέτη του όλες οι γνωστές αλλά και άγνωστες στους πολλούς συλλογές ακόμα και ανέκδοτο τετράδιο με δημοτικά τραγούδια στο οποίο μια ενενηντάχρονη Αρκαδιανή σημείωσε –πιο εύστοχα, τραγούδησε– όσα η μνήμη της μπόρεσε να διαφυλάξει.
Και αυτό για εμάς αποτελεί ένα σημαντικό, καινοτόμο γεγονός, στην εργασία του Παντελή Μπουκάλα, το γεγονός, δηλαδή, πως δεν περιορίζεται στις γνωστές, μεγάλες συλλογές. Επιμένει να αναζητάει –και όπως ανέφερε σε συνέντευξή του, δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον πλησίασαν μετά την έκδοση του πρώτου τόμου να του δώσουν τη συλλογή με τα τραγούδια του χωριού τους, της επαρχίας τους, του νομού τους, της περιφέρειάς τους– τις μικρές, σχεδόν άγνωστες στους πολλούς –μελετητές και μη– συλλογές. Επιμένει να αναζητάει όλους αυτούς τους εμπνευσμένους μερακλήδες συλλογείς που, σχεδόν πάντα με δικά τους έξοδα, συγκεντρώνουν και τυπώνουν τα δημοτικά τραγούδια του τόπου τους. Ταπεινές συλλογές που δεν θα γίνουν γνωστές, δεν θα πουλήσουν πολλά αντίγραφα πέρα και έξω από τον χώρο στον οποίο αναφέρονται αλλά που μέσα τους μπορεί να βρει κανείς πραγματικά διαμάντια. Και είναι πραγματικά μοναδική, ενδελεχή, εξαντλητική και λεπτομερής η μελέτη και παραβολή όλων αυτών των συλλογών, γνωστών ή μη, από τον Μπουκάλα.
Από τον πρώτο κιόλας τόμο πολύ εύστοχα επισημαίνει το γεγονός πως σήμερα τα δημοτικά μας τραγούδια παίζονται από όργανα τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με τη μουσική αυτή. Όργανα «βουτηγμένα» στο ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό σύμπαν των βατ. Επισημαίνει αυτό που δειλά δειλά, χρόνια πριν, ο Στίλπων Κυριακίδης έγραφε: «Ἡ δημώδης νεοελληνικὴ ποίησις, ἰδίως παρὰ τῷ λαῷ τῆς ὑπαίθρου, εἶναι πλουσιωτάτη, παρακολουθοῦσα ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς ἀπὸ τῆς κοιτίδος μέχρι τοῦ τάφου. Λέγω παρὰ τῷ λαῷ τῆς ὑπαίθρου, διότι πρέπει νὰ ὁμολογηθῇ ὅτι εἰς τὰς μεγαλυτέρας πόλεις εὑρίσκεται ἐν ὑποχωρήσει ἕνεκα τῆς επιδράσεως τοῦ ἐν τῇ ἀναπτύξει αὐτοῦ εὑρισκομένου νεωτέρου πολιτισμοῦ».[16]
Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και στην εξαιρετική δουλειά των εκδόσεως Άγρα που ούτως ή άλλως όλα αυτά τα χρόνια μάς έχουν κακομάθει με τα πανέμορφα και ιδιαίτερα προσεγμένα βιβλία τους που δεν καταφεύγουν σε ευκολίες και κυρίως δεν ισοπεδώνουν το γραπτό λόγο.
Κοιτώ ξανά τον όγκο των πεντακοσίων –και βάλε– σελίδων του κάθε τόμου και από δίπλα τους προσπαθώ να φανταστώ τον τεράστιο όγκο των συλλογών, των ντοκουμέντων και γενικά του υλικού των συλλογών, των παραδόσεων, των παραμυθιών, των παροιμιών αλλά και της μυθολογίας· με μια λέξη όλων των πηγών. Στη σκέψη μου προβάλει εκείνη η ιστορία του μικρού αγοριού που καθώς βρέθηκε στο εργαστήρι ενός γλύπτη είδε να του φέρνουν έναν τεράστιο όγκο ωραίου, λευκού μαρμάρου. Απόρησε βλέποντας την πελώρια μαρμάρινη μάζα. Όταν μετά από μέρες επισκέφτηκε ξανά το εργαστήρι είδε να ξεπροβάλει μέσα από το ολόλευκο μάρμαρο μια γυναικεία μορφή. Γεμάτο περιέργεια ρώτησε το γλύπτη: Πώς γνώρισες ότι αυτή κρυβόταν μέσα;
Πάτρα, Γενάρης 2025
[1] Glaude Fauriel, «Chants Populaires de la Grèce moderne» I, Παρίσι 1824· πρώτη φωτοτυπική ανατύπωση στην Ελλάδα, «Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», μετ. Απ. Δ. Χατζηεμμανουήλ, Εκδόσεις Χ. Τεγόπουλος – Ν. Νίκας, Αθήνα 1955· νέα έδοση, Glaude Fauriel, «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τομ. Α’: Ελληνικά δημοτικά τραγούδια – Η έκδοση του 1824-1825», επιμ. Αλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999.
[2] Niccolo Tommaseo, «Canti popolari toscani, illiriti, greci», τομ. III, Βενετία 1842.
[3] Arnoldus Passow, Popularia carmina Graciae, (Τραγούδια Ρωμαιικά), Λειψία 1860· πρώτη φωτοτυπική ανατύπωση στην Ελλάδα, Χ. Τεγόπουλος – Ν. Νίκας, Αθήνα 1958· δεύτερη φωτοτυπική ανατύπωση Εκδόσεις Μάτι, Κατερίνη 2007.
[4] Μιχαήλ Σ. Λελέκος, «Δημοτική Ανθολογία, υπό Μιχαήλ Σ. Λελέκου». Εκ του τυπογραφείου Νικολάου Αγγελίδου, Αθήνα 1852· «Επιδόρπιον», τομ. Α’, και τομ. Α’, μέρος Β’, Εκ του Τυπογραφείου Αλεξάνδρου Παπαγεωργίου, Αθήνα 1888.
[5] Π. Αραβαντινός, «Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου», εκ του τυπογραφείου Πέτρου Περρή, Αθήνα 1880, φωτοτυπική ανατύπωση: Δημοτικά τραγούδια της Ηπείρου, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1980.
[6] Αθαν. Ιατρίδης, «Συλλογή δημοτικών ασμάτων παλαιών και νέων», 1859· φωτοτυπική επανέκδοση Εκδόσεις Κουλτούρα, Αθήνα, χ.χ.ε.
[7] Ανέστης Κωνσταντινίδης, «Αφροδίτη η φιλομειδής, ήτοι συλλογή ασμάτων διστίχων, ηρωικών, κλέφτικων και άλλων, επιμελώς συλλεχθέντων υπό Ανέστη Κωνσταντινίδου», Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, Αθήνα 1887.
[8] Αθ. Κ. Οικονομίδης, «Τραγούδια του Ολύμπου», Αθήνα 1881.
[9] «Δημοτική Ανθολογία – Μέρος δεύτερον», υπό Μιχαήλ Σ. Λελέκου, εκ των πιεστηρίων Νικολάου Ρουσόπουλου, εν Αθήναις 1869· τα «Πριάπεια» κυκλοφόρησαν και πάλι το 1974 σε έκδοση της Συντεχνίας, με τυπογραφική φροντίδα του Φιλίππου Βλάχου· μέρος τους συμπεριλήφθηκε στα «Γαμοτράγουδα δημοτικά», έκδοση του τυπογραφείου Κείμενα, Αθήνα 1983, 2η συμπληρωμένη έκδοση το 1985 και υπό τον ίδιο τίτλο επανεκδόθηκε από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη. Τέλος, η θρυλική συλλογή του Μιχαήλ Λελέκου συμπληρωμένη και από άλλα ανίερα-ιερά τραγούδια κυκλοφόρησε και πάλι το 2016 υπό τον τίτλο «Πριάπεια και Σατυρικά – Δημοτικά Γαμοτράγουδα» από τις Εκδόσεις Το Δόντι, με εισαγωγή και ζωγραφικό σχολιασμό του Παναγιώτη Καρώνη, (2η έκδοση 2024).
[10] Π. Αραβαντινός, (ό.π.), σελ. 213.
[11] Τουρκ. harami = ληστής, κλέφτης.
[12] «Λαογραφικές καταγραφές στο Βαλτεσινίκο Γορτυνίας», Ακαδημία Αθηνών, 2009.
[13] Άλκης Θρύλος, «Στοχασμοί για το δημοτικό τραγούδι και άλλοι στοχασμοί», Τυπογραφείον Γ. Η. Καλέργη, Πανεπιστημίου 22, Αθήνα 1928, σελ. 5.
[14] Sotirios (Sam) Chianis (Σωτήριος Τσιάνης), «Folk songs of Mantineia», (Δημοτικά τραγούδια της Μαντινείας), Berkeley/Los Angeles: University of California Press, 1965.
[15] Μπουκάλας Παντελής, «Όταν το ρήμα γίνεται όνομα – Η “Αγαπώ” και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών» Πιάνω γραφή να γράψω… Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι – 1, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2016, σελ. 15.
[16] Σ. Κυριακίδης «Γλώσσα και λαϊκός πολιτισμός των νεότερων Ελλήνων», Εκδόσεις Σύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Αθήναι 1946, σελ. 78-79.