Scroll Top

Τζίνα Καλογήρου & Μαριάννα Τουτζιαράκη: Χαρτογραφώντας τη Μνήμη και τη Λήθηστην ποίηση της Κικής Δημουλά

 

   «Χρόνος είναι/ ό,τι μεσολαβεί και μετατρέπει» γράφει η Κική Δημουλά στο ποίημά της «Ορισμοί» από τη συλλογή Επί τα ίχνη (Ποιήματα, 2021: 91). Ο χρόνος μεσολαβεί και αλλάζει τα πάντα στο πέρασμά του: μεταμορφώνει τις όψεις των ανθρώπων, μεταβάλλει τις σχέσεις μεταξύ τους και σφραγίζει με τον θάνατο την ανεπίστρεπτη απώλεια και απομάκρυνσή τους. Στον Φιλοπαίγμονα Μύθο (2010: 19), το κείμενο που εκφώνησε η ποιήτρια κατά την τελετή υποδοχής της στην Ακαδημία Αθηνών το 2003,παρομοιάζει τον χρόνο με ταχυδακτυλουργό και τη φθορά με τη μόνιμη συνεργάτιδά του. Η προσπάθειά του να την πριονίσει, κλείνοντάς την σε ένα ξύλινο μπαούλο, δεν είναι παρά ένα παραπλανητικό νούμερο, αφού εκείνη πάντα επανέρχεται στη σκηνή αρτιμελής και αποθεώνεται από τα χειροκροτήματα. «Αν το καλοσκεφτεί κανείς», καταλήγει η Δημουλά, «ο βίος είναι ένα ακούραστο ενθουσιώδες χειροκρότημα σε ό,τι τον πριονίζει, σε ό,τι τον φθείρει».

Δαπανηρή ιδέα ο βίος.
Ναυλώνεις έναν κόσμο
για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας.

«Γιαλό- γιαλό» από τη συλλογή Χαίρε Ποτέ
(Ποιήματα, 2021: σ. 319)

   Ολόκληρο το έργο της Δημουλά μοιάζει να είναι μια μετωπική αναμέτρηση με τον χρόνο, τη φθορά, την προσωρινότητα, την απώλεια. Δεν τρέφει αυταπάτες πως θα αποφύγει την ήττα· είναι βέβαιη πως «η μοίρα του ανθρώπου δεν γεννήθηκε στον αστερισμό της νίκης», όπως λέει στην ομιλία της με τίτλο «Ηράκλειο: Τιμητική συμπάθεια» (2022: 68). Με την ποίησή της, όμως, προσπαθεί να εξημερώσει τις αγριότητες που προσφύονται στην ανθρώπινη μοίρα και ζωή. Η γλώσσα γίνεται για εκείνη «το αιφνίδιο μάννα εξ ουρανού που πέφτει όταν πεινασμένα τα αδιέξοδα τρώνε το ένα τις εμφύλιες σάρκες του άλλου» («Μεσσήνη: Θραύσματα συγκίνησης», 2022: 150).«Αναρχική των λέξεων», όπως την αποκαλεί ο Νίκος Δήμου (1991: 11), «παίρνει εκδίκηση από τη γλώσσα» για κάθε απουσία, μοναξιά και φόβο που την καταβάλλει.
Η απόρριψη κάθε παρηγοριάς απέναντι στον θάνατο και στο «αποτρόπαιο, ύστατο έγκλημα της απουσίας» («Όταν εγείρομαι και σήμερα», 2022: 27) αποτελεί ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ελεγειακής τονικότητας και διάθεσης που διακρίνει τη γραφή της. Όπως παρατηρεί η Δέσποινα Παπαστάθη (2018), σε αντίθεση με την παραδοσιακή ελεγειακή ποίηση, που είχε ως στόχο την παραμυθία των πενθούντων μέσω της πίστης στην αιώνια ζωή ή την υπόμνηση των κατορθωμάτων των νεκρών, η μοντέρνα ελεγεία ή αντι-ελεγεία, την οποία εκπροσωπεί η Δημουλά, έχει έντονα αντι-παρηγορητικό και αντι-εγκωμιαστικό χαρακτήρα.
Τι απομένει, λοιπόν, στον άνθρωπο που αναμετριέται με την απώλεια και την απουσία; Με ποια πανοπλία θα παρατάξει τον εαυτό του απέναντι στον χρόνο, στη φθορά και στον θάνατο που απειλεί να του τα πάρει όλα; Ποιες φυσικές δυνάμεις θα συντρέξουν την αγωνιώδη του προσπάθεια να επιβιώσει; Ποιοι μηχανισμοί θα τον διασώζουν κάπου κάπου από τις τρικυμίες της εφήμερης ύπαρξης και θα τον ξεβράζουν σε πιο απάνεμες ψυχικές ακτές; Η απάντηση της Δημουλά είναι επίμονη και διατρέχει το ποιητικό της έργο απ’ άκρη σ’ άκρη: Η μνήμη και η λήθη.

Πάλι μνήμη πάλι λήθη.
Διαρκώς τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιώ.

Κι ο βίος ο πολυλογάς
σ’ αυτές τις δύο λέξεις αρκείται
εν τέλει, μνήμη και λήθη.

«Διερεύνηση»

(Άνω Τελεία, 2016: 19)

   Η μνήμη και η λήθη αποτελούν ένα κομβικό δίπολο στην ποίηση και στην ποιητική της Κικής Δημουλά. Γύρω από αυτό το δίπολο πλέκεται η μελαγχολία και ο θρήνος για τον μαρασμό και την απώλεια ανθρώπων, στιγμών και συναισθημάτων. «Επειδή η τέχνη», όπως λέει η ποιήτρια, «έχει τη μεγαλοσύνη να αγαπά όχι μόνο την άνθιση ενός αγρού, αλλά και το μαρασμό του- έχει κι αυτός τον κρυφό πικρό του λυρισμό» («Σωτήρης Σόρογκας: Ύμνος στη θεραπεύτρια φθορά», 2022: 170). Η μνήμη και η λήθη, αν και δίνουν την απατηλή εντύπωση πως είναι αντίπαλες δυνάμεις, στο έργο της Δημουλά είναι συνεργάτριες που διακονούν το ίδιο έργο: την παραμυθία και την επιβίωση του ανθρώπου που πενθεί.
Στο κείμενό της «Καλαμάτα: Αθεόφοβη η νοσταλγία» (2022: 115) η ποιήτρια κάνει λόγο για δύο διπλανά δωμάτια που ορίζονται από τη μνήμη και τη λήθη. Στο ένα δωμάτιο, που αποτελεί επικράτεια της λήθης, ζουν όσα έχουμε ξεχάσει και «όσα κάθε μέρα καινούργια ξεχαστέα προσέρχονται». Στο διπλανό δωμάτιο, που ελέγχεται από τη μνήμη, ζουν «εκείνα που, ευτυχώς, ακόμα θυμόμαστε». Οι δύο χώροι συνδέονται «με πόρτα ενδιάμεση για να επικοινωνεί και να ανταλλάσσεται εύκολα η κοινή τους μοίρα.» Γιατί όμως να χρειάζεται μια τέτοια στενή γειτνίαση, συναναστροφή και δοσοληψία; Η ποιήτρια απαντά υπαινικτικά μέσα από τους στίχους της, όπου ακμάζουν οι απροσδόκητοι συνδυασμοί λέξεων: διότι ο πόνος της μοναξιάς και της ενθύμησης όσων δεν υπάρχουν πια μπορεί να γίνουν αφόρητοι για τον άνθρωπο που καλείται να τους «σηκώσει».

Υγρασία. Πονούν θανάσιμα οι αρθρώσεις.
Την περισσότερη ώρα μένεις καθηλωμένος
στην κουνιστή σου μνήμη.

Τι έγινε; Έσπρωξες μονολόγους
αυτή την κλασική βαριά επίπλωση του χρόνου;
Μήπως σήκωσες γεμάτο το απροχώρητο;

«Αναλαμπές της ανυπαρξίας» από τη συλλογή Χαίρε Ποτέ

(Ποιήματα, 2021: 387)

   Όταν η μνήμη βαραίνει πολύ και ο άνθρωπος συνθλίβεται σηκώνοντάς την, το βασανιστικό μνημονικό φορτίο περνάει στη σφαίρα της λήθης. Στην ομιλία της «Οδυσσέας Ελύτης: Σαν ωραίο παρόν» (2022: 141) η ποιήτρια υποστήριζε πως έχει δει τη μνήμη «να δίνει, εγκληματώντας, με τα ίδια της τα χέρια στη λήθη πολλά δυσαναπλήρωτα, τάχα προς φύλαξιν.» Η επιλησμονή αυτή είναι η μόνη οδός, για να αντέξει ο άνθρωπος την ημερήσια φθορά και απελπισία του. Το νερό της λησμονιάς, εξάλλου, δεν το έχουν ανάγκη μόνο η νεκροί αλλά και οι ζωντανοί- προπάντων αυτοί-, παρατηρεί ο Παντελής Μπουκάλας (2002: 13-14): «Γιατί πρέπει να σβήνεις ώστε να μπορείς να γράφεις, πρέπει να απομακρύνεσαι ώστε να μπορείς να μετέχεις, πρέπει να αρνείσαι τη θαλπωρή που αφειδώς σου προσφέρει το τζάκι της νοσταλγίας για να μπορείς να κερδίσεις το χειμώνα.»
Τότε η λήθη, παίρνοντας στα χέρια της τον έλεγχο του μνημονικού υλικού, κατατρώγει αναμνήσεις και συναισθήματα με σκοπό την ανακούφιση της οδύνης και την παρηγοριά. «Αμάσητα καταπίνει τα καπνώδη φύλλα/ των λησμονητέων» η Λήθη ως «διπλανή ιέρεια» της μάντιδας Μνήμης στο ποίημα «Αναερείπωση» από τη συλλογή Χαίρε Ποτέ (Ποιήματα, 2021: 355). Με την ίδια προσφιλή της τακτική να προσωποποιεί ομιχλώδεις αφηρημένες έννοιες, η ποιήτρια περιγράφει γλαφυρά και στον Φιλοπαίγμονα Μύθο (2010: 20) την προσπάθεια της Λήθης να μεθοδεύσει «τον γρήγορο θάνατο της μνήμης, για να της αρπάξει ό,τι εκείνη κρυφά αποταμιεύει» και να παρασκευάσει «γιατρικό που θεραπεύει τις λύπες.» Το γιατρικό αυτό φαίνεται πως θεραπεύει και κάθε πικρία ή παράπονο του πενθούντος προς τους λησμονημένους. Όπως γράφει η ποιήτρια στο ποίημα «Κάθε Σάββατο» από τη συλλογή Η Εφηβεία της Λήθης (Ποιήματα, 2021: 473): «Η λήθη είναι η μόνη οδός./Ξεχνώντας τους αυτομάτως συγχωρείς./ Μοιάζουν σαν δίδυμες/ η λησμονιά με τη συγγνώμη.»   Παρόλο που η λήθη ευαγγελίζεται την παραμυθία και τη συγχώρεση, η κατασπαρακτική της διάθεση απέναντι στο παρελθόν μας και σε ό,τι αγαπήσαμε την καθιστά ένα πλάσμα «εγκληματικής απληστίας» και «μούσα των ενοχών μας» (Ο Φιλοπαίγμων Μύθος, 2010: 20). Η λησμονιά σηματοδοτεί τον οριστικό θάνατο αγαπημένων ανθρώπων- αλλά και στιγμών- και πυροδοτεί την ενοχή μας, καθώς δεν καταφέρνουμε ούτε μέσα μας να τους κρατήσουμε ζωντανούς. Αισθανόμαστε ότι τους έχουμε εγκαταλείψει και αυτό κλυδωνίζει και τη δική μας ύπαρξη, αφήνοντας λειψή και τη δική μας ταυτότητα και αίσθηση ζωής, όπως υπαινίσσεται η ποιήτρια στο ποίημα «Το πρόβλημα της στέγης» από τη συλλογή Μεταφερθήκαμε Παραπλεύρως (2007: 21):

Κύριε
μη μας πάρεις κι άλλο
τις απώλειές μας.

Δεν έχουμε πού αλλού να μείνουμε.

   Στο κείμενο «Θυμάμαι, άρα ζω;» (2022: 158) η ποιήτρια προσπαθεί να ξορκίσει την αρχέγονη ενοχή της για όσα επιτρέπει στη λήθη να αποσπάσει από εκείνη: «Ξεχνάμε. Θάνατος οριστικός. Αλλά δεν είναι μόνο δικό μας αμάρτημα. Γιατί, λοιπόν, αυτή η αρχέγονη ενοχή μας βασανίζει από τη στιγμή που θα την αντιληφθούμε ως το θάνατο της αντίληψης; Μας τιμωρεί; Και γιατί επιρρίπτει το αμάρτημα της λησμονιάς μόνο σ’ εμάς; Ποιος καιρός δεν ξεχνάει, ποια θνητότητα, ποιος θεός;» Η «φαρμακόγλωσσα» ενοχή, όμως, δεν καταπνίγεται και δε σιγεί. Είναι ο «μανιακός κατήγορος», όπως την αποκαλεί η ποιήτρια στην «Εχθρική συμφιλίωση» από τη συλλογή Χαίρε Ποτέ (Ποιήματα, 2021: 322)· εκείνη της έμαθε να φταίει «τόσο σπάταλα.»

Στο μεταξύ, η μνήμη βλέπει όνειρα εφιαλτικά· βλέπει ότι «παντρεύεται ένα θάνατο οριστικό» («Θυμάμαι, άρα ζω;», 2022: 158). Συχνά προσωποποιημένη στα κείμενα της Δημουλά, η μνήμη βασανίζεται από την εφιαλτική αγωνία πως θα περιέλθει σε έναν αμετάκλητο αφανισμό. Στο ποίημα «Ήμαρτον Θε μου που μεγάλωσα» από τη συλλογή Η Εφηβεία της Λήθης (Ποιήματα, 2021: 456) το ποιητικό υποκείμενο, αναζητώντας την προέλευση ενός «γδαρτικού ήχου» που ακούει, αναλογίζεται: «Ίσως δεν μαστιγώνονται φύλλα./ Μπορεί να χτυπάνε τα δόντια/ της μνήμης μου από το κρύο/ που την ξέχασα/ Ξέχασα;.» Η μνήμη δεν εφησυχάζει· διεκδικεί την επιβίωσή της στον χρόνο. Έτσι, είναι δυνατόν ορισμένες ατίθασες αναμνήσεις, ακόμη κι αν θεωρούνται ξεχασμένες από καιρό, να αφυπνίζονται ξαφνικά και να ενοχλούν πολύ τη λήθη, ζητώντας της πίσω ό,τι εκείνη πήρε και εξαφάνισε (ΕΡΤ, 2020):

Μέρα θολή,
κοιτάς κοιτάς δεν βλέπεις τι θυμάσαι.
Μέρα θολή, λήθη ταμπουρωμένη
μη και της πάρεις πίσω
ό,τι με χίλια βάσανα σου πήρε
κοιτάς κοιτάς να πάρεις πίσω.

«Ωραία ήταν λοιπόν εδώ κάτω» από τη συλλογή Το Τελευταίο Σώμα Μου

(Ποιήματα, 2021: 274-275)

   Στις σπαρακτικές εκκλήσεις της μνήμης να διασώσει από τον οριστικό χαμό ανθρώπους, στιγμές και συναισθήματα, η λήθη ανταποκρίνεται. Εξάλλου, η λήθη, παρά τον φαινομενικά απόλυτο χαρακτήρα της, δεν είναι ποτέ τελεσίδικη: «Καθόλου περίεργο. Επιφανειακά ξεχνάς» γράφει η ποιήτρια στο ποίημα «Το γνήσιο» (Άνω τελεία, 2016: 42). Μέσα από εκείνη, λοιπόν, την «ενδιάμεση πόρτα» που χρησιμοποιούν, για να επικοινωνούν μεταξύ τους και να ανταλλάσσουν την «κοινή τους μοίρα», η λήθη φαίνεται πως σπρώχνει προς την επικράτεια της μνήμης το αναγκαίο μνημονικό υλικό. Στο ποίημα «Δια της εις άτοπον λήθης» (Χλόη Θερμοκηπίου, 2006: 11) η ποιήτρια παρουσιάζει την ανάμνηση ως μια συμπονετική προσφορά της λήθης, η οποία «σαν καλή Σαμαρείτις» προσπαθεί να γεμίσει τα κενά της ζωής μας και να μη μας αφήσει να τα ξεχάσουμε- και να τα χάσουμε- όλα:

Αλλά η λήθη περιέργως λυπάται τα κενά
που πότε η ζωή η ίδια αφήνει.
Κι απ᾿ το συρτάρι όπου φυλάσσονται
τα αζήτητα
παίρνει στην τύχη ένα
το προσαρμόζει στο κενό σου
και ω του θαύματος ευρέθη να θυμάσαι
-τι σημασία έχει ποιον.
Ξέρει να συμβιβάζεται η ανάμνηση.
Αλλιώς τα χάνεις όλα.

   Η συνειδητοποίηση αυτής της παλίνδρομης κίνησης μεταξύ μνήμης και λήθης οδηγεί την ποιήτρια στο παράδοξο συμπέρασμα πως η λήθη «είναι μια παρεξηγημένη μνήμη κατά βάθος.» Στο ποίημα «Η εφηβεία της λήθης» (Ποιήματα, 2021: 410) διαβάζουμε με έκπληξη πως μνήμη ονομάζεται, «χάριν ευφωνίας», η «δύσκολη παρατεταμένη εφηβεία» της λήθης. Η μνήμη και η λήθη, λοιπόν, γίνονται στην ποίηση της Δημουλά κάτι πιο σύνθετο από δύο διακριτούς, αυτόνομους και ετερώνυμους πόλους τους ανθρώπινου ψυχισμού που συνεργάζονται για την παραμυθία αυτού που πενθεί. Σε αρκετούς στίχους εμφανίζονται να αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα, λειτουργώντας -με διαφορετικό αλλά συμπληρωματικό τρόπο- ως αντιστάθμισμα για την επώδυνη απώλεια. Ενδεικτικό είναι το ποίημα «Τυφλό σύστημα επαφής» (Ήχος Απομακρύνσεων, 2009: 40), όπου η Μνήμη και η Λήθη συνενώνονται σε μια και μοναδική μορφή, αποτελώντας το «διπλό όνομα» που έχει δοθεί στη «νεκρή θυγατέρα του χρόνου»:

Σε προσκυνώ, γλώσσα, πολλά τα θαύματά σου.

[…]

Τη νεκρή θυγατέρα του χρόνου ανάστησες
ευλογώντας την με όνομα διπλό:
Λήθη για όταν έλειπε ο πατέρας της καιρό
Μνήμη δε για ώρα ανάγκης.

   Σε «έμμονη ανάγκη» αποδίδει η ποιήτρια την επιμονή της στη μνήμη κατά μήκος του ποιητικού της έργου («Το αυτοδίδακτο πάθος», 2022: 180). Επιμένει να θυμάται, για να μην τα χάσει όλα. Επιμένει να θυμάται «για λίγη ελπίδα για λίγη ανανέωση», όπως γράφει στο ποίημα «Της Διακαινησίμου» από τη συλλογή Η εφηβεία της Λήθης (Ποιήματα, 2021: 451). Στον Φιλοπαίγμονα Μύθο (2010: 20) ομολογεί πως επιμένει να θυμάται από ευσυνειδησία και γιατί θέλει να γίνει «ένας έντιμος, διακεκριμένος πλαστογράφος της διάρκειας.» Επιμένει να θυμάται, γιατί και η μνήμη με τον τρόπο της θεραπεύει την απώλεια, κρατώντας ζωντανό και άσβηστο ό,τι χάθηκε: «Η μνήμη. Αφανής ψυχοθεραπεύτρια. Δια του υπνωτισμού θεραπεύει από τη νόσο του τελεσίδικου κάθε τελειωμένο, κάθε απώλεια, προκαλώντας έτσι μια περιληπτική προσδοκώμενη Δευτέρα παρουσία τους
«Θυμάμαι: άρα καταφέρνω θαύμα· ανασταίνω» λέει η ποιήτρια το 2017 κατά την εκδήλωση αναγόρευσής της σε επίτιμη διδάκτορα του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Ε.Κ.Π.Α («Το αυτοδίδακτο πάθος», 2022: 178). Σε άλλη ομιλία της το 2011, με τίτλο «Η ποίηση, ένα απατηλό ψυχοφάρμακο» (2022: 106), αποκαλεί μεταφορικά και αυτοχλευαστικά τον εαυτό της «παράνομη εντατικολόγο». Ισχυρίζεται πως καταπολεμά στη φαντασία της κάθε θάνατο«χορηγώντας» σε διασωληνωμένα βιώματα, πρόσωπα και αισθήματα «κάποιους ζωογόνους στίχους» και παρατείνει, έτσι, τεχνητά τη ζωή τους. «Τώρα, αν με ρωτήσετε πότε τραβάω από την πρίζα την τεχνητή ζωή της ποίησης που δίνω σε ό,τι αγαπώ, αυτό αποφασίζεται από το πότε θα λησμονήσω τι αγάπησα
Η μνήμη, ωστόσο, έχει κάποιες εγγενείς αδυναμίες και ιδιοτροπίες, που την καθιστούν ανάξια εμπιστοσύνης. Δεν μπορεί να αναστήσει επακριβώς τις παρελθούσες εμπειρίες. Αδυνατεί να ανασύρει τις λεπτομέρειές τους, πολλές από τις οποίες, περιερχόμενες στη δικαιοδοσία της λήθης, έχουν ήδη χαθεί. Εκτός αυτού, όμως, η μνήμη δε θέλει να δεσμεύεται από τέτοιες λεπτομέρειες· προτιμά να λειτουργεί επιλεκτικά και εξωραϊστικά, ακόμη κι αν αυτό αποβαίνει σε βάρος της αλήθειας και της πιστής νοερής αναβίωσης. Όπως υποστηρίζει η ποιήτρια στο κείμενό της «Θυμάμαι, άρα ζω;» (2022: 157):

Θυμάμαι σημαίνει ότι αυτόματα κυριεύομαι από τη μνήμη αλλά και σκόπιμα, μεθοδεύοντας να μου δώσει πίσω αυτό που η ίδια στέρησε από τη λήθη και που δικό μου ήταν πριν μου το πάρουν πρώτα η μια και μετά η άλλη. Να μου το δώσει πίσω. Και της ζητώ να μου ορίσει μια συνάντηση μαζί του, αλλά όχι με το περίπου του. Με το επακριβές του θέλω να συναντηθώ, όπως το πρωτογνώρισα, με την ίδια πρώτη φορά, με το ίδιο ακριβώς πότε, πού, και στην ίδια ακριβώς ώρα. Όμως η μνήμη αυτό το επακριβές δεν το συγκρατεί· μάλιστα το αποφεύγει, γιατί είναι συχνά επώδυνο και δεσμευτικό. Και αυτή θέλει να είναι ελεύθερη, να προσθέτει, να αφαιρεί, να αλλοιώνει, να κλαδεύει, να βγάζει το κεντρί από το μέλι, να βγάζει τα αγκάθια από τη χειραψία και, πιστή στο όραμά της, να εξαγνίζει και να ωραιοποιεί. Αλλά εγώ επιμένω, το επακριβές της ζητώ. Επειδή εκεί φυλάσσεται της πρώτης φοράς η παραφορά, εκεί και η ένταση του πότε, πού, τι ώρα.

   Οι φωτογραφίες μπορούν να διευκολύνουν αυτή τη συνάντηση που αποζητά η ποιήτρια με το επακριβές των ανθρώπινων μορφών και των παρελθοντικών στιγμών. Γι’ αυτό η συνομιλία με τις φωτογραφίες αποτελεί ένα συχνά επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο έργο της. Η ίδια αποκαλεί τη φωτογραφία ως «στενογράφο» της μνήμης και ως «το ορθογραφικό λεξικό της μνήμης όταν ξεχνάει με τι χαρακτηριστικά γράφεται ένα μισοσβησμένο πρόσωπο και με πόσα πότε» («Το παρελθόν μπλε», 2022: 36). Για τον Roland Barthes (1984, 2010) η φωτογραφία αποτελεί μια δισδιάστατη απεικόνιση που διασώζει στο παρόν (στο εδώ και το τώρα) αυτό που υπήρξε (άλλοτε καιεκεί). Πίσω από κάθε φωτογραφία λανθάνει ο παντοδύναμος χρόνος, φευγαλέος και άπιαστος, ωστόσο υποστασιωμένος και προσβάσιμος ως «στιγμή». Η ποιήτρια ευγνωμονεί τις φωτογραφίες, γιατί δεν επέτρεψαν σε κανένα αγαπημένο της πρόσωπο να πεθάνει: «Όσες φορές δεν τα κατάφεραν, έφταιξα εγώ, που ασυγκράτητη θαυμάστρια της ανυπομονησίας του Ορφέα, έστρεφα να κοιτάξω πίσω, καταπατώντας την ευπαθή συμφωνία που είχα κάνει με την ψευδαίσθηση» («Το παρελθόν μπλε», 2022: 37).
Η συνάντηση, όμως, με τη «στιγμή» που παγιώνει η φωτογραφία (Cartier-Bresson, 2013) δεν είναι παρηγορητική. Εξάλλου, λειτουργεί και ως «καταδότης της μνήμης η φωτογραφία. Όταν εκείνη κρύβεται. Επειδή σκότωσε» («Το παρελθόν μπλε», 2022: 36). Πάνω από όλα, όμως, η φωτογραφία, προσδίδoντας στη στιγμή μια μεταθανάτια ένταση (Benjamin 1992: 175), λειτουργεί ως μια επώδυνη υπόμνηση της θνητότητας και του εφήμερου της ύπαρξης. Είναι η «παρουσία μιας απουσίας», αφού «όσα υπάρχουν σε φωτογραφία έχουν σίγουρα πεθάνει. Η στιγμή πεθαίνει στο στιγμιότυπο» (Δήμου, 1991: 20).Όπως χαρακτηριστικά γράφει η Susan Sontag (1979: 15), η φωτογραφία είναι μια ελεγειακή τέχνη, μια τέχνη του λυκόφωτος, ένα memento mori. Ως αδιάψευστο, λοιπόν, τεκμήριο της φθοράς που επιφέρει ο χρόνος και ως υπόμνηση του θανάτου, η «χάρτινη αθανασία» της φωτογραφίας (Δήμου 1991: 21) εντείνει τον απαισιόδοξο τόνο στους στίχους της Κικής Δημουλά:

Έχει σχεδόν επικρατήσει η φωτογραφία σου.
Εξαπλώθηκε όπου βρήκε άμαχη επιφάνεια
αποδεκατισμένη αίσθηση πρόθυμη για γαλήνη.
Ανεμίζει στων βλεμμάτων τα υψώματα
όχι σαν έθιμο αδρανές μελαγχολικό
μα ως γενναίος συκοφάντης της απώλειάς σου.
Μέρα τη μέρα πείθει πως τίποτα δεν άλλαξε
ότι ήσουν πάντα έτσι, από χαρτί
εκ γενετής φωτογραφία σε συνάντησα
ανέκαθεν πως έτσι σ’ αγαπούσα γυρολόγα
από εικόνα σε απεικόνιση
κι από απεικόνιση σε εικόνα σου αρκέστηκα.

Μνήμη και παρόν πρέπει να κρυφτούν
από τη διαύγειά τους.

Αραιά και πού καμιά τουφεκιά αμυδρή
μαρτυρία υπέρ σου η λύπη
                                                                  ας παραδοθεί.
Ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε
είναι η απουσία μας.

«Υποκατάστατο» από τη συλλογή Χαίρε Ποτέ

(Ποιήματα, 2021: 394-395):

   Είτε υποβασταζόμενη από φωτογραφίες είτε όχι, η επιλογή της μνήμης δεν είναι εύκολη· κουβαλά μαζί της βαρύ τίμημα. «Επιμένω να θυμάμαι», γράφει η ποιήτρια στο ποίημα «Της Διακαινησίμου» από τη συλλογή Η Εφηβεία της Λήθης (Ποιήματα, 2021: 450- 451), «όχι γιατί μου την προσφέρει δωρεάν/ η ευκολία αυτή την εκλογή»· «μιλάω κορακίστικα να μην καταλαβαίνει/ η απειλή τι καταφύγιο βρήκα». Στο ποίημα «Σημεία των καρπών» από τη συλλογή Το Τελευταίο Σώμα Μου (Ποιήματα, 2021: 270- 271), ανασύροντας από τη μνήμη της την εικόνα του πατέρα της να φέρνει «ηλιωτικά αγκαθερά φραγκόσυκα» από το χωριό του και να την ταΐζει («Με τι επιδέξιο καμάρι ήξερε ο πατέρας μου/ ν’ αποφλοιώνει την πατρίδα του/ και καρφωμένη στο πιρούνι/ μου τη μετάγγιζε στο στόμα») αναφωνεί: «Έχει πολλά και διάφορα αγκάθια/ ετούτη η συνάντηση με τις φραγκοσυκιές./ Έπεσε πάνω τους η μνήμη μου και σκούζει». «Με τέτοιο φως,/ δεν μπορεί,/ θα φανεί κι ο πατέρας μου,/ δεν θα μείνει νεκρός/ -δεν θα σε ξαναδώ-/ θα ξαναείναι ο πατέρας μου πατέρας/ κι όχι μια χωματένια εχεμύθεια/ και δεν θα είναι ορφανή η εξακολούθησή μου.» Στο ποίημα «Δια της εις άτοπον λήθης» (Χλόη Θερμοκηπίου, 2006: 11) περιγράφει με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο την τρομερή οργανική και συναισθηματική ένταση που βιώνει ο άνθρωπος που θυμάται:

Λεπτομερώς θυμάσαι – ακούς
τις τυμπανοκρουσίες των φλεβών
τα φτερωτά θούρια της ροής
ολόκληρου του σώματος
τις διαταγές που δίνουν
τα βροντερὰ μηνίγγια να σπάσει
η καρδιά.

Σπάζει, αλλά από κεκτημένη ένταση χτυπά
σαλταρισμένη τρέχει
όπως τρέχουν τα ορνίθια
μετά αφού τους κόψουν το κεφάλι.

   Η νοσταλγία και ο πόνος για την απώλεια είναι πιθανό να ενταθούν σφοδρά μέσα από την ανάμνηση στιγμών της παρελθούσας ζωής. Στον Φιλοπαίγμονα Μύθο (2010: 20) η Δημουλά γράφει πως «εκεί κάτω», στην κατακόμβη της μνήμης, βρέθηκε και «το εικόνισμα με το μισοφαγωμένο πρόσωπο της νοσταλγίας, που λένε πως, άμα το πιστέψεις, πικραίνεσαι θαυματουργά». Επομένως, η μνήμη μπορεί να αποβεί ένα πολύτιμο αλλά και επικίνδυνο καταφύγιο για τη θεραπεία της απώλειας. Εξάλλου, έτσι που είναι προσδεδεμένη στο παρελθόν, η μνήμη μπορεί να δώσει μόνο παρελθόν σε αυτόν που θυμάται· δεν μπορεί να του δώσει νέες εμπειρίες, νέες συγκινήσεις, νέα όνειρα. Η προσκόλληση στη μνήμη και στο παρελθόν ναρκοθετεί το παρόν και το μέλλον, γι’ αυτό και η ποιήτρια την ονομάζει «τοκογλύφο»:

Με παζαρεύει η τοκογλύφος μνήμη:
για να μου δώσει έναν Μάιο παλιό,
μαζί και με τις νερατζιές,
για να μου δώσει κυρίως τη μορφή,
που στη μεταφορά της
από σταθμό της λήθης σε σταθμό
χτυπήθηκε στα μάτια και στο στόμα
-γι’ αυτά πληρώνεις-,
μου παίρνει ένα μέλλον.

«Μεσιτείες» από τη συλλογή Το Λίγο του Κόσμου

(Ποιήματα, 2021: 138- 139)

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Barthes, R. (1984). Ο φωτεινός θάλαμος. Σημειώσεις για τη φωτογραφία. Mτφρ. Γ. Κρητικός. Αθήνα: Ράππα.
Barthes, R. (2010). Camera Lucinda. Reflections on Photography. Trans. R. Howard. London and New York: Hill and Wang.
Benjamin, W. (1992). Illuminations. Trans. H. Zohn. London: Fontana Press.
Cartier- Bresson, H. (2013). Η Αποφασιστική Στιγμή. Λόγος για τη Φωτογραφία. Μτφρ. Σ. Διονυσοπούλου. Αθήνα: Άγρα.
Δήμου, Ν. (1991). Στην Τετράγωνη Νύχτα της Φωτογραφίας. Σημειώσεις σε Ποιήματα της

  1. Κικής Δημουλά

Κικής Δημουλά. Αθήνα: Στιγμή.
Δημουλά, Κ. (2006). Χλόη Θερμοκηπίου. Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2007). Μεταφερθήκαμε Παραπλεύρως. Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2009). Ήχος Απομακρύνσεων. Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2010). Ο Φιλοπαίγμων Μύθος. Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2016). Άνω Τελεία. Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2021). Ποιήματα. Ι’ Έκδοση. Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2022). «Η ποίηση, ένα απατηλό ψυχοφάρμακο». Στο Εκλήθην Ομιλήτριασ. 103- 108). Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2022). «Ηράκλειο: Τιμητική συμπάθεια». Στο Εκλήθην Ομιλήτρια (σσ. 67- 72). Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2022). «Θυμάμαι, άρα ζω;» Στο Εκλήθην Ομιλήτρια (σσ. 156- 159). Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2022). «Καλαμάτα: Αθεόφοβη η νοσταλγία». Στο Εκλήθην Ομιλήτριασ. 115- 120). Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2022). «Μεσσήνη: Θραύσματα συγκίνησης». Στο Εκλήθην Ομιλήτρια (σσ. 147- 151). Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2022). «Οδυσσέας Ελύτης: Σαν ωραίο παρόν». Στο Εκλήθην Ομιλήτριασ. 140- 146). Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2022). «Όταν εγείρομαι και σήμερα». Στο Εκλήθην Ομιλήτρια (σσ. 24- 27). Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2022). «Σωτήρης Σόρογκας: Ύμνος στη θεραπεύτρια φθορά». Στο Εκλήθην Ομιλήτρια (σσ. 169- 171). Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2022). «Το αυτοδίδακτο πάθος». Στο Εκλήθην Ομιλήτρια (σσ. 174- 185). Αθήνα: Ίκαρος.
Δημουλά, Κ. (2022). «Το παρελθόν μπλε». Στο Εκλήθην Ομιλήτρια (σσ. 36- 38). Αθήνα: Ίκαρος.
ΕΡΤ. (2020, Φεβρουάριος 23). Στα άκρα. «Κική Δημουλά- Αφιέρωμα στη μνήμη της» [Video: Συνέντευξη]. YouTube. Ανακτήθηκε 8/3/2022 από: https://youtu.be/0vh82SDYa20
Μπουκάλας, Π. (2002). «Ν’ αντέξεις είναι το ζητούμενο…». Εντευκτήριο, τχ. 57, 13-14.
Παπαστάθη, Δ. (2018). Κική Δημουλά. Αχθοφόρος Μελαγχολίας. Ποίηση και Ποιητική του Πένθους. Αθήνα: Gutenberg.Sontag, S. (1979). On Photography. London: Penguin.