Τελικά
απ’ τον ασίγαστο εμφύλιο πόλεμο
μεταξύ του υπάρχω και του παύω
του μιλώ και του σώπασα
η μόνη κερδισμένη είναι
η διάσημη εκείνη πολεμική ανταποκρίτρια
η γραφή.
Θρασύτατη λογοκλόπος ανίερη
αντιγράφει
και το μιλώ και το σώπασα να υπάρχω
επιδέξια παραποιημένο σε
διαρκώ
στου χαρτιού το εχέμυθο αυτί.
(«Η θρασεία λογοκλόπος», Τα εύρετρα, 2010)
Προσωπικά νιώθω αμήχανος όταν καλούμαι να συνεισφέρω απόψεις σε έργο που έχει «δικαίως» (σπεύδω εκ των προτέρων να προσθέσω το επίρρημα) ευτυχήσει να απασχολήσει πολλούς και σε μεγάλη διάρκεια. Και η Κική Δημουλά κατάφερε εν ζωή να τύχει ευρύτατης αποδοχής. Και όχι ασφαλώς λόγω εκλογής της στην Ακαδημία Αθηνών. Πέραν των όποιων προνομίων στα μέλη της δεν θα υπερέβαλα στη δυναμική τού μάλλον απηρχαιωμένου ρόλου της Ακαδημίας που εξακολουθεί την άνευρη πορεία της ερήμην της κοινωνίας και εν στενώ ακαδημαϊκώ χώρο.
Η Δημουλά με τον απλό, εύληπτο –παρά την επιτήδευση, βατό και συναισθηματικά φορτισμένο λόγο της κατάφερε να γίνει κατανοητή σε ευρύτερα, πέραν της κλειστής ποιητικής συντεχνίας, κοινωνικά στρώματα. Μέσα από το φαινομενικά «αθώο», σκανδαλιάρικο –και νομίζω ότι η Δημουλά θέλησε να «παίξει», να σκανδαλίσει, να δοκιμάσει/δοκιμαστεί με τα όριά της– παιχνίδι με τις «ταραξίες» λέξεις της –κατεξοχήν προσφιλές το λογοπαίγνιο και η λεξιπλασία στην αγνότητα της παιδικής ηλικίας– προσέφερε στον αναγνώστη τον συγκερασμό συναισθηματικής φόρτισης και εξαγνισμένων λόγων. Αυτές οι πολύσημες λέξεις («Η τροχονόμος λέξη», «μαζί με τον Χριστό όταν ακόμα ήτανε σταυρουλάκι/ κόσμημα πανάλαφρο στον ανήφορο λαιμό»), τα ευφυολογήματα (Ενός λεπτού μαζί), οι αλληγορίες («Είμαι διατηρητέο, είπε το χάος στους εργολάβους», «τρύπησε ο κουβάς της ματαιοπονίας»), η ουσιαστικοποίηση επιθέτων («Και εγένετο η απατηλότης»), η μετατροπή αφηρημένων λέξεων σε χειροπιαστές (Αν δεν υπήρχε η απόσταση/ στον ενικό θα μας μιλούσε η νοσταλγία), η ανακατασκευή της πλούσιας ελληνικής γλώσσας που προσφέρεται αφειδώς σε πειραματισμούς και ελευθεριότητες [με σεβασμό ωστόσο στους γραμματικούς κανόνες], αποτελούν ουσιαστική συμβολή όχι μόνο στην ποίηση αλλά και στη γλώσσα μας καθεαυτή.
Συμφωνώ απόλυτα όπως το σημειώνει ο Βαγενάς: «Η Δημουλά διεύρυνε το περιεχόμενο της ποιητικής μεταφορικότητας κατορθώνοντας να περιλάβει στο πεδίο της μεταφοράς και έννοιες και σκέψεις αφηρημένες [ ], γι’ αυτό και οι μεταφορές της έχουν και ένα αλληγορικό χρώμα. [ ] Οι στίχοι της δείχνουν ότι τις έννοιες και τις σκέψεις δεν τις σκέφτεται [απλώς] αλλά τις αισθάνεται, τις νιώθει ως συναισθήματα και συγκινήσεις» (Ν.Β.: «Ο οικονομικός λόγος της Κικής Δημουλά», τιμητική εκδήλωση του Κέντρου Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος, 8.11.2013). Θα διαφωνήσω ως προς την ειρωνεία με τον Βαγενά («χαρακτηριστικό της μεταφορικότητας της Δημουλά είναι η ειρωνεία [ ] η ποιητική της γλώσσα είναι μια ειρωνική γλώσσα, όπως ειρωνική είναι και η γλώσσα του Καβάφη», και τον Μαρωνίτη («Εντευκτήριο, τχ. 57, σελ. 9) «γενναία δόση ειρωνείας στα ποιήματά της». Λογοπαίγνιο ναι, λόγος δηκτικός [όχι κυριολεκτικά με την έννοια του «δαγκώνω» (εκτός αν δεχτούμε ότι πρώτη τον στρέφει στον εαυτό της), με τη σημασία πάντως του «υπαινικτικός», «αιχμηρός»] που κάνει εντύπωση λόγω της οξύτητάς του, πικρός αυτοσαρκασμός, πικρό ευφυές χιούμορ… Αλλά ειρωνεία; Και βέβαια όσοι είναι συμφιλιωμένοι, γιατί όχι και σίγουροι με τον εαυτό τους [η επιτυχία και η ευφυΐα δεν είναι μομφή] έχουν την πολυτέλεια του αυτοσαρκασμού, του παιχνιδιού, της ακραίας διανοητικής εξ-άσκησης, ακόμη και της (αυτο)απομυθοποίησης. Μέσα από ένα πρίσμα πικρίας, κλαυσίγελου κι ενός έκδηλου πεσιμισμού η Κ.Δ. επιδιώκει τη συμφιλίωσή μας με το αναπόφευκτο. (Ενδεχομένως και να το ξορκίζει για λογαριασμό της). Αποζητά την άμβλυνση, όχι την ωραιοποίηση, των δυσκολιών της ζωής ώστε να γίνουν βιώσιμες κι ανεκτές. Ίσως εδώ να οφείλεται και η επιτυχία της: η Δημουλά μιλά ως ένας μέσος άνθρωπος, οικογενειάρχης, μητέρα, εργαζόμενη γυναίκα. Εκθέτει τις ερωτικές, προσωπικές, υπαρξιακές αγωνίες της και ματαιώσεις, τους φόβους, τους πόθους, τα ανεκπλήρωτα. Οικεία στην καθεμιά και τον καθένα μας. Δίχως ακκισμούς, ακόμη και στις συνεντεύξεις της που επιδιώκει, δικαίως, να εντυπωσιάζουν και να διακρίνονται, με εντιμότητα, αυτοσυγκράτηση, αλλά γιατί όχι και με αίσθημα υπεροχής/ δικαίωσης, με όρους κοινωνικούς και καλλιτεχνικούς,/ αναγνώρισης, περισσότερο αποδέχεται τα τετελεσμένα, κι ας αγωνίστηκε με τον δικό της τρόπο να τ’ αποφύγει:
Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ’ αποκεφαλισμένα περιβόλια
να δω την ευωδιά της ρίγανης
σκλάβα σε ματσάκια.
Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων
βρίσκεις το πράσινο εύκολο [ ]
Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.
Eίναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά
πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο
που έχει η εκλογή σου.
Eνώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.
Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες. [ ]
Tο πολύ ν’ αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια.
Για εξοικείωση.
(«Σαν να διάλεξες», H εφηβεία της λήθης, Στιγμή 1994)
Κατά τη γνώμη μου η Κική Δημουλά δεν ειρωνεύεται κανέναν και τίποτε. Κι εδώ έγκειται η επιτυχία της: βιώνει ειλικρινά με εγκαρτέρηση [αλλά όχι παθητικότητα], και όχι ως πόζα ταπεινοφροσύνης, το τραγικό, το φθαρτό και αβέβαιο της ύπαρξης. ακόμα και το αβέβαιο της ποίησής της: «Ούτε κι εγώ κατάφερα να πω αυτό που ήθελα./ Είναι μοναχοπαίδι του ανείπωτου/ δεν το αποχωρίζεται ποτέ.» Ενώ μνημονεύει δημόσια (βλ. τιμητική εκδήλωση στην ΤτΕ, 8.11.2013) τις οφειλές της στον Νάσο Δετζώρτζη; «Μια προσωπικότητα οξύτατης εμβέλειας, μια ανώτατη σχολή για μένα γραμμάτων και τεχνών στην οποία, φοιτώντας επί οκτώ χρόνια, πήρα πτυχίο έστω ατελούς μαθήσεως. [ ] Δάσκαλός μου στην επινόηση πιστεύω πως ήταν ο Νάσος Δετζώρτζης. Όχι με τον τρόπο που διδάσκεται σήμερα η δημιουργική γραφή, με πιο καίριο τρόπο: μία στις τρεις φορές μου πέταγε βίαια αυτά που είχα γράψει, λέγοντάς μου “αυτά δεν είναι δικά σας. Ξαναγράψτε”.»
Ένα κείμενο έχει αξία στον βαθμό που εισφέρει κάτι ως επί πλέον. Εγωιστικό ή μη, κι ας συγχωρήσει ο αναγνώστης ενδεχόμενες κοινοτυπίες μου, θέλησα να ξαναμιλήσω για την Κική Δημουλά ακριβώς για να απαντήσω σε αυτές τις γκρίνιες και τα πολλά που κατά καιρούς γράφονται για μια ποίηση που δεν έχει ανάγκη διαμεσολάβησης. Μήτε παραπομπών, βιβλιογραφίας και λοιπόν φιλολογικών αναγνώσεων καθώς η ίδια παραμένει ζωντανή, επιβλητική, διάφανη και ομιλούσα εξ αρχής, από μόνης της και σε πλατιά ακροατήρια. Με απασχόλησε πάντως για καιρό (ανεξαρτήτως αποτελέσματος του κειμένου μου) και εξακολουθεί να με απασχολεί, παιδευτικά, το πλήθος των ποιημάτων ποιητικής της κι αυτές οι δυο όλες κι όλες λέξεις που μας χρειάζονται, όπως σωστά το λέει: «μία για μας και μία για τους άλλους» («Η τροχονόμος λέξη», Ενός λεπτού μαζί, 1998).
Να σημειώσω βιαστικά 2-3 αυτονόητα που δεν θεωρώ ως μοναδικά χαρακτηριστικά της ποίησής της παρότι επαναλαμβάνονται κατά κόρον από τους κριτικούς: η προσήλωσή της στη φωτογραφία. Αλλά ποιος ποιητής και άνθρωπος δεν αναφέρεται/ αξιοποιεί/ ξαναζωντανεύει αγαπημένους, οικείους, στιγμές-μνήμες, μέσα από τα φωτογραφικά ενσταντανέ; Οι φωτογραφίες είναι σαν τα λεξικά, ή σαν το σερφάρισμα στο διαδίκτυο. Άλλωστε ο χώρο και ο χρόνος, δυο κατεξοχήν γνωρίσματα τόσο της φωτογραφίας όσο και της ποίησης, σηματοδοτούν / εμπεριέχονται και στις δυο: και οι καλλιτέχνες αξιοποιώντας την καθεμιά χωριστά ή και μαζί τις δυο τέχνες καταφέρνουν να συγκινούν, να τέρπουν, ν’ ανασύρουν στο φως πράγματα, καταστάσεις, συναισθήματα λιγότερο ευδιάκριτα για τους πολλούς. Ιδού χαρακτηριστικά οι «Παραινέσεις», απ’ τους Κλειδάριθμους (1963) του Κλείτου Κύρου: «Τώρα πια δεν ενδείκνυται/ Η προσφυγή στις παλιές φωτογραφίες/ Η ζωή έχει τόσες μεταπτώσεις/ Μην εισχωρείτε στην εποχή των ερώτων/ Στα βίαια καλοκαίρια μην υποκύπτετε/ Στη σαγήνη των παλαιών φωνών/ Η κυτταρίνη διατηρεί χαμόγελα και στάσεις/ Στο λυκαυγές του βίου μορφές ασάλευτες/ Που σας κοιτούν νοσταλγικά στιγμές/ Αυτάρκειας που έχουν πια λησμονηθεί/ Πρόσωπα που φτερούγισαν από κοντά σας/ Η κυτταρίνη αποκαλύπτει την απάτη/ Του χρόνου μεγεθύνοντας τον άλλο χρόνο/ Που παραμένει ακέραιος χωρίς τα ελάχιστα/ Σημεία χαλασμού γι’ αυτό μην ξεσκαλίζετε/ Παλιές φωτογραφίες μην αποτολμάτε/ Καμία σύγκριση που θ’ αποβεί σε βάρος σας/ Μη διαβάζετε αφιερώσεις αιωνίας φιλίας ή αγάπης/ Μην βλέπετε γνωστούς σας καλοβαλμένους κι αρυτίδωτους/ Λες και θα ξεκινήσουνε για το μεγάλο γλέντι/ Αποφεύγετε κάθε σας περιπλάνηση σε φωτογραφίες παλιές/ Μην ταράζετε τη μακάρια γαλήνη τους/ Είναι σοφές και ξέρουν να εκδικούνται…» Ιδού και η απάντηση στο αυτονόητο της χρήσης/προσφυγής στις φωτογραφίες κι άρα περιττή, πλέον, η επισήμανση.
Η 2η επαναλαμβανόμενη μανιέρα είναι η σχέση της με τον Καβάφη. Ποιος ποιητής σύγχρονος δεν έχει ανατρέξει στον Καβάφη; Και λοιπόν; Μήπως η Δημουλά δεν έχει κατακτήσει σχεδόν από το ξεκίνημά της το δικό της γνώριμο ύφος; Πού συμπλέει με τον Αλεξανδρινό; Αντιθέτως ο Καβάφης είναι συγκεκριμένος και με συγκεκριμένες τις ιστορικές του αναφορές/ εμπνεύσεις/ παραλληλισμούς. Ενώ η Δημουλά κατάφερε να δώσει πνοή στο αφηρημένο καθιστώντας το απτό, κατανοήσιμο για τον καθένα. Κι αυτή είναι η επιτυχία της.
Είχα και παλιότερα γράψει για την Κική Δημουλά («Φυσικά και ονειρεύομαι. Ζει κανείς μόνο μ’ ένα ξερό μισθό;», εφ. Η Εποχή, Κυριακή 9/7/2000, σ. 19), για την γλώσσα και την φαινομενικά παρά-λογική χρήση των υλικών της που αναπλάθονται με τόση δεξιοτεχνία ώστε αναποδογυρίζοντάς τα φτιάχνει τον δικό της προσωπικό τόνο. Μόνο που σε κείνο το κείμενο είχα, περισσότερο, επικεντρωθεί στην κοινή τραπεζική μας υπαλληλική σχέση που θεωρώ ότι ευλόγως βάρυνε στον απολογισμό της, ίσως και στον προϋπολογισμό της ζωής μας. Δεν είχα μάλιστα τότε στη διάθεσή μου το υλικό από την τιμητική εκδήλωση του Κέντρου Πολιτισμού της Τράπεζας της Ελλάδος (8.11.2013). Εκεί όπου η Δημουλά με το υπόκωφο χιουμοριστικό και κατ’ ουσίαν αυτοσαρκαστικό, γνώριμο από τα ποιήματα και τις συνεντεύξεις της, ύφος προχώρησε πέρα από μια τυπικά ευχαριστήρια ομιλία σε ουσιαστικές, έστω και υπαινικτικές αναφορές «για την πάσχουσα από καταβολής της ανθρωπότητα», και μάλιστα «σε μια εποχή όπου η ευφρόσυνη έννοια των αναδρομικών έχει εκλείψει [ ] σε μια στιγμή μάλιστα που η λιτότητα είναι επιβεβλημένη.» Αναφορές, συγκρατημένες έστω και λόγω αβρότητας προς τους οικοδεσπότες που την τιμούσαν, που ρίχνουν όμως, έμμεσα (άλλωστε ποτέ της δεν διεκδίκησε ρόλο επαναστάτη και μπροστάρη των κοινωνικών ρήξεων –αντιθέτως), περισσότερο φως στα υπαλληλικά και όχι μόνον φορτία. Και μάλιστα, παρά τη γνώριμή της παιγνιώδη αποφόρτιση καταφέρνει να εκφέρει έναν λόγο κοινωνικά ευαίσθητο και καλλιτεχνικά συνεσταλμένο σημειώνοντας πως «το πρώτο της ποίημα το έγραψε η ανυπαρξία θέλοντας να υπάρξει» και ότι η ποίηση απλώς γεννιέται με τον ίδιο τρόπο που κι εμείς γεννιόμαστε: εν αγνοία μας.
Παραθέτω ενδεικτικά: «Τιμάτε λοιπόν απόψε, κ. Διοικητά, έναν από τους αμέτρητους διανομείς της ποίησης που είμαι, με ανεξακρίβωτη την αποτελεσματικότητά του.
»Δεν θα εφαρμόσω ούτε κάθετες ούτε οριζόντιες περικοπές στις πολλές ευχαριστίες [ ] αλλά υπολογίζω ότι αυτές δεν έχουν κρατήσεις και ότι, όσο ζω, θα ανατοκίζονται –έστω κι αν δεν μπορέσουν να αποτελέσουν Κεφάλαιο για σας. [ ]
»Θα σας ομολογήσω ότι ανησυχώ μήπως αυτή η τιμή που μου προσφέρετε, καθώς αποτελεί μεγάλο έσοδο, προστεθεί στην υψηλή κλίμακα του συνταξιούχου που είμαι και την καταστήσει υψηλότερη. Και με τη φορολογία μεριμνήστε, γιατί θα καταφύγω στη φοροδιαφυγή. [ ]
»Πρώτη τοποθέτησή μου στην καταμέτρηση εφθαρμένων χαρτονομισμάτων. Αυτή ήταν και η πρώτη κατάσαρκη επαφή μου με την τρομακτική φθορά. Κι όταν λέω φθορά, μιλώ για κάτι που –και ως λέξη ακόμα– ήταν άγνωστη σε κείνη τη νεαρή, ανυποψίαστη ηλικία μου. Αυτή η καταμέτρηση σήκωνε μια πηχτή σκόνη που κόλλαγε στα χέρια μου και σαν να τα διαπερνούσε προειδοποιητικά. Τελικά, ήταν κι αυτό μια εκπαίδευση για την ψύχραιμη αποδοχή των αλλοιώσεων που σιγά-σιγά επέρχονταν κι επάνω στα πράγματα.
»Χρήσιμη αποδείχτηκε γενικά και η γνωριμία μου με τους κανόνες τους απαράβατους: μπλε ποδιά, άσπρος γιακάς, απολογία να για κάποιο λόγο κάποια μέρα παρέβαινες τη στολή. Εξίσου αυστηρή και η παράβαση της έγκαιρης προσέλευσης. Είναι ζήτημα αν, στα 25 χρόνια, δύο-τρεις φορές μόνο δεν προσήλθα εγκαίρως. Ευσυνειδησία ή τάση προς την υποταγή;
»Όταν μεγαλώνοντας άρχισα να δυσπιστώ γενικά, λειτούργησε και η υποψία μήπως οι αρετές όπως η πειθαρχία, η υπακοή, η υποχωρητικότητα και η συνέπεια αίρουν την καταγωγή τους όχι τόσο από το ήθος, όσο από κάποιον μη συνειδητό φόβο για τις αστάθμητες συνέπειες που έχει η όποια παράβαση. [ ]
»Αξίζει πάντως να ομολογήσω ότι η εν τη Τραπέζη απαράβατη πειθαρχία σωφρόνισε σχετικά την ακαταστασία των πρώτων ποιημάτων μου και τις ανώριμες ελευθεριότητες της γλώσσας. Περιόρισε όμως πολύ και τον χρόνο –ήμουνα και μητέρα– που απαιτεί αν της αφιερώνεις η ποίηση. Από τότε έμαθα να κλέβω χρόνο, που ανήκε σε άλλη ρητή υποχρέωση, για τον δίνω σ’ αυτή την ουτοπική ενδεχομένως ροπή μου. Και –τι περίεργο– αυτή η κλοπή απέδιδε, μου δημιουργούσε μια προσοδοφόρα διέγερση. Προς Θεού, μην παρεξηγηθώ. Δεν γενικεύω ότι η κλοπή είναι δημιουργική…»
Είχα επιλέξει, ως κλείσιμο, τυχαία κάποιους από τους πολλούς ενδεικτικούς της στίχους από το Ενός λεπτού μαζί (διακοσμήτρια τέρψη, διατηρητέο χάος, Εν αρχή εγένετο χτες, ύδατα βαθύφωνα, κιθαριστές ρυάκια, ο θόλος με την γαλάζια τοπική ενδυμασία, θέρετρα κελαηδισμών, τζιτζίκια διαρκείας, ισορροπίστριες δροσοσταλίδες, μ’ έναν νοσταλγό μετανάστη λόγο, η δε υπακοή/ που ραβόταν στην ίδια μοδίστρα με την απατηλότητα/ ντυμένη κι αυτή παράδεισος, Μις κόσμος εξελέγη η αιωνιότητης…) που διατρέχουν ως ενιαίο σώμα την ποίησή της την οποία προσωπικά θεωρώ/αξιολογώ ισότιμη, συνεκτική και ενιαία. Όχι ότι δεν περισσεύουν ενδεχομένως στίχοι, λέξεις, ίσως και ποιήματα. Και σε ποιον δεν περισσεύουν άλλωστε; Αλλά και πόσο υποκειμενική δεν είναι κάθε κρίση;
Δεν ανήκα, καθώς εκ συστήματος δεν «καλλιεργώ» δημόσιες σχέσεις (μήτε φωτογραφίζομαι με επωνύμους για να κλέβω από τη δόξα τους), στο στενό περιβάλλον της Κικής Δημουλά. Όμως στη μνήμη της αποφάσισα να παραθέσω [όχι ως προσωπική επίδειξη (και ο νοών νοείτο) αλλά ως ένδειξη της πραγματικής ευγένειάς της] ένα μικρό σημείωμα, που δεν όφειλε να μου στείλει: «Αγαπητέ Κώστα, ευτυχώς η μνήμη έχει βιντεοσκοπήσει με τι κόπους επέβαλες την αισθητική τάξη, πόσο ασφαλής ένιωθα μέσα στην εκτίμησή σου και πόσο μελλοντικό είναι για μένα, να σε έχω γνωρίσει. Σ’ ευχαριστώ για όλα 18.3.99»
Απλώς να σημειώσω ότι τα λόγια της ήταν γραμμένα πολυτονικά.