Η Κική Δημουλά είναι η πλέον γνωστή και αγαπητή από τους σημερινούς ποιητές μας· γνωστή με απήχηση και πέρα από την κοινότητα των ανθρώπων που αγαπούν και διαβάζουν την ποίηση – καλύτερα: είναι η ποιήτρια που έχει κατορθώσει να διευρύνει την κοινότητα των αναγνωστών της ποίησης. Το γεγονός αυτό δεν θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αν η διεύρυνση αυτή δεν επιτυγχανόταν από μια ποίηση που κάθε άλλο παρά εύκολη είναι. Γιατί η επικοινωνία με την ποίηση της Δημουλά, ποίηση μιας στοχαστικής πνευματικής αναζήτησης που πηγάζει από ένα αναβράζον συναισθηματικό βάθος, απαιτεί αυξημένες αναγνωστικές ικανότητες.
Η περίπτωση της Δημουλά αποτελεί, πιστεύω, ένα ποιητικό παράδοξο, που θα μπορούσε να συνοψιστεί στο ερώτημα: Πώς η δύσκολη ποίησή της, αντί να παραμένει προσιτή σε έναν μικρό μόνο κύκλο μυημένων πιστών του ποιητικού λόγου, ελκύει αριθμό αναγνωστών μεγαλύτερο από τον αναμενόμενο; Για να το κατορθώνει αυτό, θα πρέπει να διαθέτει κάποιο στοιχείο γοητείας. Προσπαθώντας να προσδιορίσει κανείς με ακρίβεια αυτό το στοιχείο, η πλησιέστερη προς την αίσθηση που μας γεννά περιγραφή του είναι αυτή που μπορεί να αποδοθεί με τη φράση «μια νέα γεύση». Η Δημουλά έφερε μια καινούργια γεύση στην ποίησή μας, μια γεύση που απορρέει, πιστεύω, από το γεγονός ότι περιέλαβε στους στίχους της ένα στοιχείο που ελάχιστα υπήρχε προηγουμένως, καθιστώντας το καθοριστικό για την ποιητική φυσιογνωμία της. Το στοιχείο αυτό είναι η αύξηση των συστατικών από τα οποία συντίθεται η ποιητική μεταφορά.
Η Δημουλά διεύρυνε το περιεχόμενο της ποιητικής μεταφορικότητας κατορθώνοντας να περιλάβει στο πεδίο της μεταφοράς και έννοιες και σκέψεις αφηρημένες (το Άγνωστο, η Ανάγκη, η Ενοχή, η Καρτερία, το Ακατόρθωτο, η Προσαρμογή κ.τ.λ.) – στοιχεία δηλαδή που αποτελούν το αντικείμενο της αλληγορίας, γιʹ αυτό και οι μεταφορές της έχουν και ένα αλληγορικό χρώμα. Και το κατόρθωσε αυτό, γιατί οι στίχοι της δείχνουν ότι τις έννοιες και τις σκέψεις η Δημουλά δεν τις σκέφτεται αλλά τις αισθάνεται· τις νιώθει ως συναισθήματα και συγκινήσεις. Ταυτόχρονα επεξέτεινε τη χρήση της μεταφοράς στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό της καθιστώντας τη μεταφορά – σε συνέργεια, βέβαια, με την προσωδία της – βασικό παραγωγό ποιητικότητας στους στίχους της. Διευρύνοντας μεθοδικά το πεδίο της μεταφοράς με συστατικά αφηρημένα η Δημουλά χρησιμοποιεί ένα υλικό εκ πρώτης όψεως αντιποιητικό, μετατρέποντάς το σε ποίηση με μια γλώσσα “πεζολογική”, που πάει και αυτή, λόγω της αύξησης των συστατικών που ανέφερα, πέρα από τις τρέχουσες ποιητικές χρήσεις της πεζολογίας. Επιπλέον: η Δημουλά μεταφέρει χαρακτηριστικά συγκεκριμένων πραγμάτων σε πράγματα αφηρημένα όχι με τον συνήθη τρόπο σύνθεσης της μεταφοράς αλλά με μια μεταβίβαση, θα έλεγα, “ατελή”: όχι ταυτίζοντας τα δύο στοιχεία της αλλά επικαλύπτοντας το ένα με το άλλο όχι πλήρως· αφήνοντας, δηλαδή, με τα ακάλυπτα άκρα τους μιαν απόσταση μεταξύ τους, έστω και ελάχιστη, η οποία συμβάλλει δραστικά στην έκφραση της ιλαροτραγικής αίσθησης της πραγματικότητας, που θέλει, πιστεύω, να μας δώσει με την ποίησή της, κυρίως εκείνου του μέρους της πραγματικότητας – της καθημερινότητας – που αποτελεί την πηγή της ποιητικής της έμπνευσης.
Στην τέχνη κάθε τι καινούργιο πατάει στο παλιό, κάθε ποιητής, πραγματικός ποιητής, έχει θητεύσει σε εργαστήρια ποιητικών μαστόρων. Από ποια μαθητεία βγαίνει η ποίηση της Δημουλά; Δεν θα επαναλάβω τα περί άγχους της επίδρασης του Χάρολντ Μπλουμ, την ποιητική θεωρία που λέει ότι κάθε σημαντικός ποιητής αγωνίζεται να ξεπεράσει έναν ή περισσότερους ισχυρούς ποιητικούς προγόνους του, την επίδραση των οποίων προσπαθεί να εξαλείψει από τους στίχους του· διότι στην ποίηση της Δημουλά δεν διαφαίνεται κανένα άγχος. Το μόνο που θα μπορούσε να διακρίνει κανείς είναι ένα στοιχείο σύνδεσής της με τον Καβάφη, το ειρωνικό στοιχείο. Διότι το κύριο χαρακτηριστικό της μεταφορικότητας της Δημουλά είναι η ειρωνεία. Η ποιητική γλώσσα της Δημουλά είναι μια ειρωνική γλώσσα, όπως ειρωνική είναι και η γλώσσα του Καβάφη, με τη διαφορά ότι στη Δημουλά η ειρωνεία δεν παράγεται με τα ίδια μέσα. Στον Καβάφη η ειρωνεία λειτουργεί με τη συμπύκνωση του συναισθήματος σε διανοητικό, συγκινησιακού αποτελέσματος, μόρφωμα και με μια ομαλή πεζολογούσα γλώσσα (δεν εννοώ τυπολογικά, αλλά τροπικά ομαλή – δηλαδή από την άποψη των σχημάτων του λόγου), συστατικά που υποβάλλουν την αντίθεση ανάμεσα στα φαινόμενα και στην πραγματικότητα με έναν δραστικό τρόπο (αυτό είναι η ειρωνεία). Οι καταστάσεις που περιγράφουν τα ποιήματα του Καβάφη ανατρέπονται ξαφνικά κυρίως με τον τρόπο μιας δραματικής ή τραγικής ειρωνείας, η οποία δευτερευόντως ενισχύεται από τη γλωσσική ειρωνεία τους. Στη Δημουλά η ειρωνεία παράγεται, κυρίως, από την αύξηση και τον τρόπο σύνθεσης μεταξύ τους των δύο συστατικών της μεταφοράς. Διότι ειρωνική είναι η ανορθόδοξη λειτουργία της μεταφοράς στη Δημουλά, που παράγεται όχι μόνο από την απόσταση, για την οποία μίλησα, ανάμεσα στα δύο στοιχεία της, αλλά και από την ίδια την επέκταση της μεταφορικότητας στο αφηρημένο στοιχείο. Η ειρωνεία της Δημουλά είναι γλωσσική πρωτίστως και δευτερευόντως δραματική ή τραγική. Και είναι, κατά βάσιν, ειρωνεία λυρική, επειδή οι λέξεις της Δημουλά με αφηρημένες έννοιες εκφράζουν, ως επί το πλείστον, συναισθήματα προσωπικά, και όχι συλλογικά (η δραματική και η τραγική ειρωνεία παράγονται, κυρίως, από τη σύγκρουση καταστάσεων και συναισθημάτων μεταξύ περισσότερων του ενός ανθρώπων, η πρώτη, και μεταξύ των ανθρώπων και του Θεού ή της Μοίρας, η δεύτερη). Η ίδια η φράση λυρική ειρωνεία είναι ειρωνική, γιατί αποτελείται από μιαν αντίφαση όρων (η ειρωνεία – η θέαση των πραγμάτων από μια απόσταση – είναι το αντίθετο του λυρισμού, που είναι η εκ των έσω έκφραση ενός ατομικού συναισθήματος). Η Δημουλά εκφράζει το ατομικό της συναίσθημα με ένα υποδόριο πάθος, γιατί, διαφορετικά από τον συνήθη λυρισμό, κατορθώνει να το δει από μιαν απόσταση. Γιʹ αυτό και οι μεταφορές της έχουν την πλέον ανοίκεια μορφή μεταφοράς (με την εξαίρεση της υπερρεαλιστικής μεταφοράς, που είναι στην πραγματικότητα ψευδομεταφορά, γιατί ταυτίζει δύο εντελώς ανόμοια μεταξύ τους πράγματα). Αν συγκρίνουμε μια συνήθη μεταφορά (λ.χ. τον στίχο του Καβάφη μαχαίρι στην καρδιά το μαύρο καφενείο) ή μια υπερρεαλιστική (του Εγγονόπουλου, λ.χ.: η πλάτη της είναι τα ματογυάλια της θάλασσας) με μια μεταφορά της Δημουλά (λ.χ. με τους στίχους της: θεραπεύεις την παραίτηση με μόσχευμα/ κομμάτι αφαιρώντας από τον μηρό της ήττας), θα καταλάβουμε τι θέλω να πω.
Η μεταφορικότητα της Δημουλά έχει, πιστεύω, διαμορφωθεί από τη λοξή ματιά μέσα από την οποία η Δημουλά βλέπει τον εαυτό της και τα πράγματα, ματιά από την οποία απορρέει και ένα πραϋντικό, συχνά αυτοειρωνικό, χιούμορ· το οποίο ενισχύεται ενίοτε από μια λογοπαικτική διάθεση, που δεν παραμένει παικτική αλλά ενισχύει την απεικόνιση της ειρωνικής υφής του κόσμου.
Αποκαλυπτήρια της ιλαροτραγικής «προτομής της καθημερινότητας» είναι (για να παραφράσω μια μεταφορά της) τα καλύτερα ποιήματα της Δημουλά, όμως μιας καθημερινότητας που τα κύρια χαρακτηριστικά της – το παροδικό και το στιγμιαίο – προβάλλονται με τραγικότητα πάνω στο αβυσσαλέο βάθος του χρόνου, το οποίο αποτελεί το φόντο του κάθε ποιήματός της. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα κύρια σύμβολα της Δημουλά, αν όχι το κυριότερο, είναι η φωτογραφία (εννοώ ως υλικό αντικείμενο) – η φωτογραφία με ό,τι αυτή “σημαίνει”· ένα σύμβολο ιδιότυπο, όπως άλλωστε, χάρη στην ιδιάζουσα μεταφορικότητα της Δημουλά, και όλα τα σύμβολά της. Διότι η λέξη φωτογραφία στην ποίηση της Δημουλά λειτουργεί συγχρόνως και ως κυριολεξία και ως μεταφορά. Το υλικό αντικείμενο, που αποτελεί το αναφερόμενο αυτής της λέξης (το χαρτί με τη φωτογραφική απεικόνιση που φέρει πάνω του) διακόπτει και ακινητοποιεί τη ροή του χρόνου των φωτογραφούμενων σε μια συγκεκριμένη χρονική τους στιγμή, όμως το πραγματικό περιεχόμενο της φωτογραφίας στους στίχους της Δημουλά είναι η ροή του χρόνου των απεικονιζόμενων σε αυτή προσώπων μετά τη λήψη της φωτογραφίας.
Πως ενημερώθηκε η φωτογραφία;
χρόνος αληθινός σε χρόνο χάρτινο πως μπήκε;
αναρωτιέται η Δημουλά σε ένα ποίημά της, για να ανατρέψει με την παραβατική δραστικότητα των μεταφορών της τη φωτογραφική ακινητοποίηση της χρονικής ροής. Παραθέτω ένα ποίημά της που νομίζω ότι εκφράζει με τον πλέον διαυγή τρόπο αυτό που προσπάθησα να περιγράψω. Έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επείγον».
Μου ζήτησε ταυτότητα για το γνήσιον της μορφής.
Νεαρόν το έτος της εκδόσεως
με σφραγίδα της αστυνομίας, νόμιμα
καμάρωνε της γεφυρούλας μύτης το σηκωμένο φρύδι.
Μας κοίταξε καχύποπτα ο υπάλληλος
φορώντας αμέσως χειροπέδες
στις μεγάλες διαφορές μην του ξεφύγουν.
Ύστερα μας άδειασε βίαια και τις δύο
στο εκκοκκιστήριο της συγκρίσεως
γέμισε ο τόπος αποφλοίωση.
Μια κοίταζε στα γρήγορα εμένα
και μια εκείνη επίμονα σα να τη ρωτούσε
αν με γνώριζε. Μα η φωτογραφία για να λάβει
το ύπατο χρίσμα της αμετάβλητης
δίνει όρκο βαρύ να μη γνωρίζει μήτε τα πριν
μήτε τα έπειτά της.
Γέμισε το τόπος αποφλοίωση.
Σκυμμένος στο καθήκον ο ανακριτής
πήρε αργά αργά να ξεβιδώνει
μια μια τις εσοχές της αμυδρότητας
μην ήταν εκεί μέσα κρυμμένη η ομοιότης.
Τρέμοντας εγώ μήπως χαθούνε τα βιδάκια
ύψωσα φωνή αγανακτήσεως
συντομεύετε κύριέ μου συντομεύετε
όσο αργείτε τόσο χειροτερεύει
το δύσβατο έργο της αναγνώρισης.
Μη ξεχνάτε ότι μετά το μεσονύκτιο
πέφτει διπλή ταρίφα ο χρόνος στο ρολόγι
διπλά και τρίδιπλα κυλάνε τα χιλιόμετρα
στο πρόσωπο.
Επιτέλους, πρώτη φορά σας είδατε νεότητα
να μην ομοιάζει διόλου με την απώλειά της;
Αισθάνεται κανείς ότι τη λέξη φωτογραφία η Δημουλά τη χρησιμοποιεί μεταφορικά για να μιλήσει και για την ποιητική γραφή· και ότι η δραστικότητα της ποίησής της είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο επιτελείται η υπέρβαση του χρόνου της καθημερινότητας· ενός τρόπου ο οποίος έγκειται σε μιαν απροσδόκητα ποιητική χρήση των λέξεων, με την οποία η κυριολεξία, πατώντας με το ένα πόδι στην ειρωνεία, κατορθώνει να συγκεκριμενοποιήσει τη μεταφορικότητά τους, επιτρέποντας έτσι την ανάδυση, μέσα από τον “χάρτινο” χρόνο της ποιητικής γραφής, ενός φωτός ουσιαστικότερου από εκείνο της τρέχουσας πραγματικότητας και ενός χρόνου βαθύτερα πραγματικού από τον καθημερινό.