Έτσι /χωρίς ποτέ να μου διαβάσεις παραμύθια /όπως χωρίς σε μεγαλώσανε και σένα /σπαρτιάτικα – ενώ καλοπερνούν τα ψέματα /και ψέμα ότι τρέφονται με μέλανα ζωμό. /Τρέφονται με τις ανάγκες μας /ανώτερες κι από βασιλικό πολτό./Σε νυχτωμένο δάσος σε άφησε ο ποιος/ και συ δεν ρώτησες ποτέ κανένα παραμύθι/πώς να διαφύγεις και από που./ Και μόνο φόβοι /δίνανε στους φόβους σου κουράγιο/ εκεί αμετακίνητη να μένεις /στου ανέμου τα μουγκρίσματα /τη νύχτα όσο ξέσκιζε των δέντρων τα κλαδιά/ τα ώτα και τα χρόνια./ Έτσι ακριβώς μεγάλωσες και μένα,/σπαρτιάτικα, με νυχτωμένου δάσους/ τον μέλανα ζωμό/δε μ΄έστειλες ποτέ σε παραμύθι/να διαφύγω από που./ Κι εγώ όπως εσύ ποτέ δε διανοήθηκα/σπιτάκι φωτισμένο στο βάθος να διακρίνω/ποτέ δεν μπήκα στης Χιονάτης τη δανεική οδό/δε χώθηκα ποτέ σε ξένη σούπα/ να κοιμηθώ/ούτε ξεπαγιασμένη καταβρόχθισα/μικρόσωμο κρεβάτι με νάνους σκεπασμένο/για να κρατιέται ζεστουλό./ Μάνα, λες να είναι/κληρονομική η πραγματικότης;/
(Κική Δημουλά, Η λιπoταξία της Χιονάτης από τη Συλλογή, Χλόη Θερμοκηπίου, εκδόσεις Ίκαρος)
Η Ποίηση είναι η Τέχνη που τάσσεται με την ευάλωτη πλευρά του κόσμου, με την ασθενική πλευρά των πραγμάτων. Η πραγματικότητα που τρέφει την ασθενική πλευρά των πραγμάτων είναι μια έννοια σύνθετη, ακανθώδης και πολυστρωματική που απασχολεί την ποιήτρια Κική Δημουλά σχεδόν στο σύνολο του πολύτιμου έργου της, μια πραγματικότητα που η ίδια αρέσκεται να ανασύρει, ν’ ακινητοποιεί πάνω σ’ ένα τραπέζι και να την εξετάζει με την μακάβρια περιέργεια ενός ανατόμου. Κι εκεί σε κάθε σημείο τομής στη χλωμή σάρκα η ίδια, όπως και οι αναγνώστες της, διαπιστώνει, ότι η νεκροψία της πραγματικότητάς της αφορά όχι μόνον την ίδια, αλλά και όλους τους άλλους που την ακολουθούν σε αυτό το εξερευνητικό ταξίδι των λέξεων, στις φιδοειδείς διαδρομές των ουλών απ’ ό,τι την πλήγωσε, εκεί ανάμεσα στα αποκαΐδια που άφησαν πίσω τους οι ήττες της ζωής, στους λόφους με τα κομμένα φτερά από τις απόπειρες διαφυγής, από το δύστηνο πεπρωμένο και την ταπεινωτική απογοήτευση που έφερε η υποταγή στην ανθρώπινη μοίρα ∙ ένας υπαρξιακός πόνος διαρκής, υπόκωφος και υποδόριος που μετουσιώθηκε επιτυχώς σε ένα ποιητικό άσμα προσωπικό με διαχρονική καλλιτεχνική αξία.
Η παρηγοριά του λόγου λένε ότι είναι η πιο ανθρώπινη πράξη και το παραμύθι η παρηγοριά του ανθρώπου. Στο συμπέρασμα αυτό η Μάρω Βαμβουνάκη έρχεται να συμπληρώσει τη δική της έξοχη διαπίστωση γράφοντας στο εξαίσιο βιβλίο της «Η μοναξιά είναι από χώμα» ότι «Η πραγματικότητα των παιδιών είναι τα παραμύθια μας και η παραμυθία μας για τον χαμένο παράδεισο στην εξορία μας. Τα παιδιά μπορούν ν’ αποκρυπτογραφούν τα μαγικά σημάδια του κόσμου γιατί την έχουν την καθαρή όραση που συλλαμβάνει τα άφαντα ενώ εμείς τη χάσαμε με τα χρόνια και τις γνώσεις».
Εκεί ανάμεσα σε όλα τα χάσματα, εκεί στο μεταιχμιακό ράγισμα ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα δείχνει να παίζεται όλο το παιχνίδι της πρόσληψης. Εκεί όπου μια θαυμαστή όσο και οδυνηρή μετατόπιση σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας συμβαίνει κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με ένα δημιούργημα καλλιτεχνικό που στοχεύει στο να πετύχει την μετατόπισή μας αυτή κι η πρώτη μετατόπιση από τη ζωή στη σφαίρα της φαντασίας συμβαίνει με την ανάγνωση ενός παραμυθιού.
Τι μπορεί να συμβαίνει όμως στη ζωή ενός ανθρώπου που στερήθηκε τη θαυμαστή αυτή διαδικασία της μετατόπισης από την πραγματικότητα στο παραμύθι και την οδυνηρή επιστροφή από το παραμύθι στην πραγματικότητα;
Τι συμβαίνει όταν ανακαλύπτεις μια σκόπιμη απόκρυψη που αποδεικνύεται κληρονομική, μια έλλειψη που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, η απόκρυψη ενός ιερού ραγίσματος στον τοίχο του πραγματικού απ’ όπου περνάει ένα άλλο φως που σε μαγνητίζει και σε μαγεύει για να το ακολουθήσεις;
Έχω την εντύπωση πώς σε αυτόν τον κόσμο του παιδιού -τη ζωή του οποίου δεν έζησε- στον παιδικό βίο τον αβίωτο, προστρέχει η Δημουλά για να διαβάσει τα παραμύθια που δεν της διάβασαν, για να ζήσει το θάμπωμα, τον ενθουσιασμό, τη μαγεία, την περιέργεια, τον φόβο και τη λύπη, καταθέτοντας πάντα με την προσωπική αφοπλιστική της ειλικρίνεια στο έργο της ότι υπήρξε ένα άνθρωπος συνηθισμένος -που ουσιαστικά δεν υπήρξε- και δεν έγινε ποτέ κάτοικος παραμυθιού για να ζήσει την άγρια χαρά του παιδιού που υπάρχει και δρα με περιπετειώδη παρόρμηση σε ό,τι κι αν συμβαίνει στον κόσμο.
Η Κική Δημουλά το γνωρίζει καλά και το έχει αποδείξει πολλάκις στο έργο της ότι το να ζεις ακραία δεν απέχει πολύ από το να ζεις κανονικά, αφού και η κανονικότητα δε είναι παρά μια ακραία αφύσικη συνθήκη.
Ένας φυσικός άνθρωπος καταπιέζεται για να στριμώξει τα ένστικτα του σε ένα αφύσικο πλαίσιο. Και τότε ποια είναι η φαντασία που τόσο στερήθηκε κατ’ ομολογία της η Κική Δημουλά;
Είναι η καταπιεσμένη μυθολογία των ονείρων και η πίστη ενός παιδιού ότι όλα είναι μια ιστορία. Ένας κόσμος μπερδεμένος που τρέχει κατά πάνω του αφήνοντας δημιουργικά περάσματα και σταυροδρόμια και κυρίως την αίσθηση ότι κάτι του έχει αφαιρεθεί και περιμένει να το συμπληρώσει με ό,τι ξορκίζει το μυαλό, δηλαδή την κρυφή ζωή της φαντασίας και το αναπάντεχο συναπάντημα μαζί της, το συναπάντημα το τόσο ουσιαστικό και πολύτιμο στη ζωή του κάθε ανθρώπου, το συναπάντημα όμως το ανέφικτο για την περίπτωση της ποιήτριας Κικής Δημουλά που μάταια ονειρευόταν σαν άλλη Χιονάτη την λιποταξία, όχι από το παραμύθι στη ζωή, αλλά από τη ζωή στο παραμύθι.
Η παραμορφωμένη πραγματικότητα συμπληρώνεται από τον παραμορφωτικό φακό του ποιητή που είναι ο ιδανικός εκφραστής της απάτης της ζωής, ο μόνος που απερίφραστα καταγγέλλει –όπως η ποιητικά ιδιοφυής περίπτωση της Κικής Δημουλά- ότι η ζωή τον εξαπάτησε. Μια ζωή σπαρμένη από ημιτελή ή ανύπαρκτα σενάρια που δεν παίχτηκαν ποτέ στην οθόνη ή κομμάτια σπασμένων ή ανύπαρκτων παιχνιδιών που ποτέ δεν συγκολλήθηκαν ή ποτέ δεν υπήρξαν για να παίξει κανείς μαζί τους, μια ζωή που τελειώνει και τελείωσε και η διαπίστωση είναι πικρή γιατί της στέρησε πολλά και –ναι- αυτή είναι για μένα η πολυτιμότερη διαπίστωση από την ενδελεχή ενασχόληση με το έργο της: η σημαντικότερη στέρηση που υπέστη στην παιδική, αλλά και στην ενήλικη ζωή της η Κική Δημουλά ήταν η εντρύφηση στη ζωή της φαντασίας, κάτι που επιχειρεί να υπεραναπληρώσει με το ποιητικό της έργο και το πετυχαίνει.
Η εμφανής απουσία υπερρεαλιστικών, όπως και μεταφυσικών στοιχείων, αλλά και η απεγνωσμένη αναζήτησή τους έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτήν τη διαπίστωση, μαρτυρώντας τη σοβαρή απουσία που έχει υποστεί η ποιήτρια στα παιδικά του χρόνια που σημαδεύτηκαν από αυταρχική ανατροφή κι εκπαίδευση, όπως συνηθίζονταν τα χρόνια εκείνα. Κι είναι η μεγάλη της νίκη και κατάκτηση το πώς η απουσία του χαδιού και της στοργής ήρθε κατά κύματα στο διψασμένο της για χάδια δέρμα με τα χάδια των αναγνωστών που τη λάτρεψαν γι’ αυτόν τον θρήνο τον σιγανό και υπόκωφο, γι’ αυτήν την ποίηση που σπανίζει, γιατί δεν έπεσε ποτέ στην παγίδα των κούφιων ρητορικών σχημάτων, ούτε σε αυτήν των διακοσμητικών αισθητικών ονειροπολήσεων.
Η Ποίηση της Κικής Δημουλά διακατέχεται από την άρνηση, αλλά και την αδυναμία της δυνατότητας να δομήσει μια γόνιμη επαφή με τον υπαρκτό κόσμο και είναι ένα είδος ποίησης που υποφωτίζεται στο λυκόφως, μια που θα μπορούσε άριστα να συνομιλεί σε ένα επίπεδο με το ιταλικό κίνημα του 20ου αιώνα των ποιητών του λυκόφωτος (poeti crepuscolari) που χαρακτηρίζονταν από μια μοιρολατρική διάθεση, ένα πνεύμα αντιηρωικό, μια έντονη ηττοπάθεια, την επίμονη επιστροφή στα παιδικά χρόνια και την εστίαση στην παρουσία αρρώστιας ή γηρατειών στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Είναι προφανές ότι η Κική Δημουλά επέλεξε την ποιητική τέχνη για ν’ αντλήσει κουράγιο από τους ίδιους της τους στίχους, για να υπερβεί την αγριότητα, αλλά και τη στειρότητα μιας ζωής αιχμηρής που την πλήγωσε με την ασυμμετρία του κόσμου -κυρίως της ορθολογικής και κυνικής πλευράς του- για να υπερβεί την ανατομία του σώματος και την ψυχρή ανακύκλωση της εσωτερικής μοναξιάς που συχνά την οδηγεί στη θαυμαστή καταφυγή σε μια επιτηδευμένη, όμως τόσο γοητευτική θλίψη.
Η Ποίηση ανακουφίζει και καταπραΰνει, περιχαρακώνοντας χώρο, χρόνο και σκέψη σ’ έναν κόσμο βαθιά προσωπικό μακριά από τον θόρυβο του κόσμου. Η μεγαλειώδης Ποίηση που γέννησε η Κική Δημουλά κατόρθωσε κάτι που λίγοι πετυχαίνουν, να μην καταθέτει μια κουρασμένη αντίληψη για τον κόσμο, αλλά μια φρέσκια, τόσο φρέσκια και λαγαρή που διατηρείται ακόμα σαν δροσερό και τρυφερό λαχανικό, έχοντας ακόμα πολλά να δώσει σε όσους την πλησιάσουν με τον ανυπόκριτο ενθουσιασμό ενός μικρού παιδιού που του χαρίζουν ένα δώρο που λαχταρούσε να λάβει από καιρό.