Ερμούπολη, 14 Σεπτεμβρίου 1827
Σήμερα έλαβε μιαν επιστολή από την Κέα, το γράμμα μιας νεαρής γυναίκας που ζητούσε καθοδήγηση, ενός παθιασμένου πλάσματος που έψαχνε τρόπους να βελτιώσει τον εαυτό του και να προσφέρει στην πατρίδα.
Η αγωνία να μεταγγίσει τις γνώσεις της στις νεότερες γενιές κρατά την Ευανθία σε εγρήγορση, της δίνει κουράγιο να μην εγκαταλείψει το έργο της, να συνεχίσει το σχέδιό της. Περίεργο της φαίνεται που η δράση της έχει γίνει γνωστή έξω από τα όρια του νησιού· τρέμει από συγκίνηση στη σκέψη πως νέα κορίτσια μνημονεύουν με θαυμασμό τ’ όνομά της — αυτές οι υπέροχες Ελληνοπούλες, οι γυναίκες του αύριο, βάζουν το χαμόγελο στα χείλη της.
Τώρα που το θεατρικό της έχει ολοκληρωθεί, κι έβγαλε από μέσα της την οδύνη, θα επιτρέψει στον εαυτό της να πάρει μιαν ανάσα, θα γυρίσει σιγά σιγά στις αγαπημένες ασχολίες της: τους περιπάτους στη φύση, τη μετάφραση των γαλλικών κειμένων, την αλληλογραφία της. Αυτή η επικοινωνία με ανθρώπους που σέβεται και αγαπά είναι ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει στη ζωή της· άλλους φίλους δεν έχει.
Διάγει βίο δύσκολο, κλειστό, με ελάχιστες συναναστροφές. Υπάρχουν στιγμές που λιγοψυχά, που αναρωτιέται πώς θα ήταν μια ζωή διαφορετική, γεμάτη διασκεδάσεις και ευθυμία, με το δικό της σπιτικό, έναν άντρα, δύο ή περισσότερα παιδιά· κι ύστερα μετανιώνει για τις σκέψεις της που δεν προλαβαίνουν να γίνουν επιθυμίες, αναδιπλώνεται και ορίζει ξανά τους στόχους της.
Έμαθε να αγαπά τη Σύρο, να νιώθει ευγνώμων για τη φιλοξενία στο σπίτι του μικρότερου αδερφού της, του Δημήτριου. Όταν, όμως, ανήσυχος αρχίζει να της μιλά για το μέλλον, όταν την συμβουλεύει να παντρευτεί, στρέφει αλλού το κεφάλι της και δεν αποκρίνεται. Ο δικός της αγώνας είναι διαφορετικός· νιώθει πως θα τελειώσει τη μέρα που θα κλείσει τα μάτια της.
Το ξέρει πως οι ντόπιοι την έχουν για περίεργη, το γνωρίζει πως σχολιάζουν τους τρόπους και τις συνήθειές της. Το καταλαβαίνει πως οι άντρες τη θεωρούν όμορφη· συχνά πιάνει τα βλέμματά τους να χαϊδεύουν το κορμί της καθώς διασχίσει την αγορά και στέκεται ανυπόμονα στους πάγκους των εμπόρων τα πρωινά, βλέμματα που έντεχνα αποφεύγει· έχει πείσει τον εαυτό της πως δεν είναι για εκείνη οι έρωτες.
Όταν ο Δημήτριος της προτείνει να φιλοτεχνήσουν το πορτρέτο της, όπως συνηθίζουν πολλές νεαρές σε ηλικία γάμου, η Ευανθία αρνείται κατηγορηματικά. «Δεν είναι για μένα αυτά», του απαντά κοκκινίζοντας. Ακόμα και στον καθρέφτη σαν κοιτάζεται πριν βγει από την κάμαρά της το πρωί, τύψεις νιώθει–αυτό όμως δεν θα του τ’ ομολογήσει.
Για μήνες ολόκληρους ο νους της βρισκόταν στο Μεσολόγγι. Σαν υποχρέωση ιερή το ένιωθε να μαθευτεί σε όλη την Ευρώπη εκείνο που συνέβη, να μην αφήσει τη φλόγα να σβήσει.Από την 10η Απριλίου του ’26 μέχρι σήμερα, αδύνατον να ησυχάσει· διαρκώς γύριζανστο μυαλό της όσα άκουσε, όσα φαντάστηκε, και όσα ένιωσε η καρδιά της. Ορκίστηκε πως θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να αναδείξει την ολοκληρωτική αφοσίωση των πολιορκημένων στην πατρίδα, για να αποτίσει φόρο τιμής σε εκείνους που αποφάσισαν να προσφέρουν τη ζωή τους προκειμένου να ελευθερωθεί.
Η Ευανθία σκεφτόταν πως δεν είχε την ευκαιρία να σταθεί δίπλα στις γυναίκες του Μεσολογγίου και να πολεμήσει, να ενώσει τη φωνή της με τη δική τους, να τις εμψυχώσει και να πάρει δύναμη από το δικό τους κουράγιο. Ορκίστηκε, λοιπόν, πως θα ήταν πάντα δίπλα τους με το νου της: έκανε την πένα της όπλο, λεπίδι κοφτερό που στόχευε να διαπεράσει την αδράνεια, να κομματιάσει την αδιαφορία, να τρυπώσει στο μυαλό των Φιλελλήνων ώστε να αφυπνίσει τις συνειδήσεις τους.
Στους ήρωές της έδωσε ονόματα αρχαϊκά, ταιριαστά με το πνεύμα και τα ιδεώδη που τους υποκίνησαν στις πράξεις τους: «Νικήρατος», «Κλεονίκη», «Λυσίμαχος». Τους μετέτρεψε σε σύμβολα του αγώνα για να διασπείρουν το πνεύμα της επανάστασης στις πόλεις, τα νησιά και τα χωριά των Ρωμιών, κι ύστερα στη Γαλλία, την Ιταλία, στην οικουμένη ολόκληρη.
Έχει κουρνιάσει εδώ στη Σύρο μα η φαντασία της απλώνεται στην Ευρώπη, καθώς ονειρεύεται ότι το έργο της θα μεταφραστεί στις γλώσσες του πολιτισμένου κόσμου και η φωνή της θα ακουστεί πέρα από τα σύνορα του νησιού.
Βουτά τον κονδυλοφόρο στο μελάνι να απαντήσει στο κορίτσι από την Κέα, να της δώσει θάρρος και ελπίδα, να της στείλει και αποσπάσματα από το Νικήρατο, να της εξηγήσει πως ο στόχος είναι να δουν οι ξένοι πως έχουν να κάνουν με έναν λαό περήφανο και απόλυτα αφοσιωμένο στην ιδέα της ανεξαρτησίας. «Όχι μόνο οι ηρωικές Μεσολογγίτισσες, μα και οι Σουλιώτισσες, οι Μακεδονίτισσες, οι γυναίκες της Αθήνας και των νησιών αποφασίσαμε να μην αφήσουμε τη ζωή να μας προσπεράσει», της γράφει. «Δώσαμε και δίνουμε τα πάντα καθημερινά στο μεγάλο αγώνα για την ελευθερία. Ενωμένες από την θρησκεία και τη γλώσσα αυτού του τόπου που θεωρούμε δικό μας.»
«Αδερφή μου», συνεχίζει, «το αίμα των αγωνιστών μας που προτίμησαν θάνατο ένδοξο, ζητά δικαίωση, δεν πρέπει να σταματήσουμε να μνημονεύουμε την θυσία τους. Αφιερώνω το έργο μου στους μάρτυρες του Μεσολογγίου, αφιερώνω το έργο μου στους ομογενείς που προσέφεραν τις περιουσίες τους, που είναι πρόθυμοι να δώσουν τη ζωή τους και τις ζωές των παιδιών τους για την Ελλάδα, αφιερώνω το έργο μου στους αληθινούς φίλους και ευεργέτες που έτρεξαν από κάθε γωνιά της Ευρώπης για να βοηθήσουν, όπως ο Βύρωνας, ο Ιάκωβος Μέγιερ και ο Σανταρόζα, αφιερώνω το έργο μου στους μεγάλους διδασκάλους του Έθνους με την ευχή να μην λησμονηθούν, αφιερώνω το έργο μου στις μελλοντικές γενιές των ελεύθερων Ελλήνων για να μην αποκοπούν ποτέ από τις ρίζες τους, να μην ξεχάσουν ποιων ηρώων αίμα κυλά στις φλέβες τους.»
Στη συνέχεια έπιασε να γράφει στον Κοραή, πιστό συνομιλητή της εδώ και χρόνια. Ήταν παιδούλα όταν ξεκίνησε να του στέλνει επιστολές στο Παρίσι, παρακινημένη από τον αδερφό της, τον Θεόφιλο. Έβρισκε παρηγοριά και έμπνευση στα λόγια του, λες και κρατούσε εκείνος έναν καθρέφτη που στην επιφάνειά του παρατηρούσε η Ευανθία καθαρά το περίγραμμα του εαυτού της, τις φιλοδοξίες, τις φαντασιώσεις, τις απραγματοποίητες επιθυμίες. Λες και της έδινε όραμα για το μέλλον, την ωθούσε να υπομένει και να επιμένει, να μελετά, να γράφει, να αγωνίζεται.
Τον αγαπημένο αδερφό της τον άφησε για το τέλος. Ήθελε τη συμβουλή του για το θεατρικό της που σύντομα θα ανέβαινε στην Ερμούπολη, σε μια μικρή σκηνή, κι ένιωθε την ίδια στιγμή την ανάγκη να τον προστατεύσει από τον ίδιο του τον εαυτό. Από τη μέρα που ο Θεόφιλος εξελέγη βουλευτής είχε κάνει, εκτός από φίλους, πολλούς και ισχυρούς εχθρούς, και η Ευανθία έμενε ξάγρυπνη τις νύχτες από φόβο για την τύχη του. Πέρυσι τον έκαναν και «Πληρεξούσιο Άνδρου» για τη Γ’ Εθνοσυνέλευση, στην Επίδαυρο, μα η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε να συμμετάσχει.
Αργότερα θα έβγαινε μια μεγάλη βόλτα στο λιμάνι και ύστερα πάλι πίσω στην μοναχική της ζωή, φέρνοντας μαζί της τις εικόνες και τις μυρωδιές του δρόμου· μια κοσμοκαλόγρια που κρατιόταν μακριά από τις απολαύσεις των αισθήσεων κι αντλούσε όλες οι συγκινήσεις της από τα βιβλία, τη γραφή και τον αγώνα για την ανεξαρτησία.
* Η Ευανθία Καΐρη (1799-1861) γεννήθηκε στην Άνδρο και ήταν η κατά 15 χρόνια μικρότερη αδερφή του φιλοσόφου και πολιτικού Θεόφιλου Καΐρη. Το 1812 ακολούθησε τον Θεόφιλο στην Ακαδημία στις Κυδωνίες (ή Αϊβαλί) όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές της και το 1818 ανέλαβε την διεύθυνση του Παρθεναγωγείου και ασχολήθηκε με την μετάφραση σημαντικών έργων από τη γαλλική στην ελληνική γλώσσα. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης επέστρεψε στην Άνδρο και από το 1824 έως το 1839 διέμεινε στην Ερμούπολη της Σύρου με τον αδερφό της Δημήτριο. Υπήρξε συντάκτρια της ανοικτής επιστολής-έκκλησης προς τις γυναίκες της Ευρώπης να βοηθήσουν την Ελλάδα «Επιστολή Ελληνίδων τινών προς τας Φιλελληνίδας», που δημοσιεύθηκε ανώνυμα το 1825. Το θεατρικό της έργο ‘Νικήρατος’ με θέμα την έξοδο του Μεσολογγίου γράφτηκε το 1826 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό σε ένα μικρό θέατρο στην Ερμούπολη το 1827.
* Η Εύα Στάμου είναι πεζογράφος και Δρ. Ψυχολογίας.