Το σκάκι ως πρόφαση.
Ένα αντίο στον Δημήτρη Φύσσα.
Δεν μου αρέσουν οι επικήδειοι. Υποψιάζομαι ότι δεν άρεσαν ούτε σε σένα, φίλε Μήτσο. Μετά τον θάνατο λίγο νόημα έχουν τα λόγια. Αλλά οι επικήδειοι είναι όλα όσα δεν προλάβαμε να πούμε, τα λόγια που χρωστάμε ή ίσως το γιατρικό για την ανοιχτή πληγή μας. Αυτό θα το συγχωρούσες, ελπίζω.
Αν και διάβαζα ήδη τα βιβλία σου, αφορμή να σε γνωρίσω εκ του σύνεγγυς στάθηκε η νουβέλα του Κ. Μαρκάκη με τίτλο «Μια παρτίδα σκάκι». Την είχαμε παρουσιάσει μαζί, πολλά χρόνια πριν. Τότε πρωτογνώρισα την λιτή σου στάση ζωής, τα μετρημένα, σταράτα σου λόγια, τον επαγγελματισμό σου, την αφοπλιστική σου ειλικρίνεια, το υποδόριο χιούμορ σου, την ιδιαίτερη ευφυΐα σου. Έπειτα ήρθαμε πιο κοντά λες και το σκάκι, για το οποίο τόση αγάπη τρέφαμε και οι δύο, ήταν απλά η πρόφαση. Μας χώριζαν χιλιόμετρα αλλά μας ένωναν περισσότερα: κοινοί φίλοι, κινηματογραφικά γούστα, η συναναστροφή με τους λαϊκούς ανθρώπους, ο ορθολογισμός, η μανία με την χρονική ακρίβεια, η αθεΐα, η πολιτική αφετηρία, ο έρωτας για την ζωή σε κάθε του διάσταση, κυρίως όμως τα βιβλία.
«Γράφω σημαίνει δεν μασάω», έλεγες. Ήταν modus vivendi. Τα βιβλία που έγραφες, που διάβαζες, που κριτίκαρες, που συνέλεγες, που παρουσίαζες, όλα ήταν κομμάτια ενός σύμπαντος μέσα στο οποίο ζούσες σαν ένας ολιγαρκής φιλόσοφος, σαν ένας ευτυχής γκουρού, που ωστόσο δεν δίσταζε λεπτό να διαμοιράσει το απόσταγμα της σοφίας του δωρεάν. Η δοτική, ανθρωποκεντρική, καλοσυνάτη, τίμια και γοητευτική προσωπικότητά σου αποτελέσαν μαγνήτη για τους πολλούς φίλους σου – και για την ταπεινότητά μου.
Αλλά ήταν και κάτι ακόμα: η πρόφασή μου, το σκάκι. Λίγοι ξέρουν ότι είχες δελτίο σκακιστή στην ΕΣΟ (με αριθμό μητρώου 2824, πολύ παλιό!). Ή ότι σου άρεσε να συχνάζεις στο «Πανελλήνιο», το σκακιστικό καφενείο της Μαυρομιχάλη. «Ό,τι γράφω είναι γεμάτο καφενεία» είχες πει εξάλλου.
«Με σκακιστές πολλά εμβριθείς, κι άλλους πάλι είρωνες, και φωνακλάδες
Που χτυπάνε τα ρολόγια μόλις παίξουνε στα μπλιτς (…)»
Στο «Πανελλήνιο» ήταν που σε είδα για τελευταία φορά. Νομίζω τυχαία. Μιλήσαμε περί ανέμων, καθώς στήναμε τα κομμάτια στα γυαλιστερά τετράγωνα της σκακιέρας. Μετά για βιβλία, για την σύνταξή σου, έλεγες κάποια σχέδιά σου, με συμβούλευες για τα δικά μου. «Είμαι μαζέτας» αυτοσαρκαζόσουν, καθώς έτρωγα κάποιο απροστάτευτο πιόνι. Δεν την τελειώσαμε εκείνη την παρτίδα, βιαζόσουν να φύγεις.
Και τώρα το ίδιο έκανες φίλε Μήτσο: βιάστηκες να φύγεις. Για μια στιγμή μου πέρασε η ιδέα μήπως ήταν ψέμα, μήπως το σκηνοθέτησες έντεχνα και στεκόσουν αθέατος σε μια γωνιά χαμογελώντας ικανοποιημένος με το κοινωνικό σου πείραμα. Ήταν μια κάποια ελπίδα.
Αλλά όχι, προτίμησες να αποσυρθείς, ήσυχα κι αθόρυβα. Τώρα μας λείπει η λεβεντιά και το φως που έχυνες τριγύρω σου. Καλή αντάμωση φίλε Μήτσο. Αν μη τι άλλο, έχω πρόφαση: μια μισοτελειωμένη παρτίδα.
Παναγιώτης Κονιδάρης