Μάνος Παπαδάκης
Νερό
Πριν σ’αγαπήσω
μάθαινα να ρέω
μες στων ανθρώπων τις προθέσεις.
Για λίγο, άγγιζα μαγεία
κι ύστερα πάλι
χανόμουν χωρίς όριο
στις δύο φύσεις μου
γνωριμα διχοτομημένος.
Νερό ή πάγος
δεν ήξερα τι ήμουν
πριν σε γνωρίσω.
Σπήλαιο
Εντός του ένιωθα πόνο γνώριμο.
Πότε σε πέτρες
καθημερινές, μα οικείες
αιχμηρές, μα στολισμένες.
Όσα εισέρχονταν στο σπήλαιο
αναθυμιάσεις του έξω
ξύπναγαν την ενοχή μου
για όσα, χρόνια με περίμεναν.
Μα η κατάλλη στιγμή
που πάντα με προστάτευε
από τις ενοχές μου
ποτέ της δεν ερχόταν.
Πόσο φοβόμουν ν’ανακαλύψω,
έξω πώς πληγώνεσαι.
Τα έπιπλα
Άλλαζα συνεχώς θέση στα έπιπλα.
Μου φανερώνονταν
νέες δυνατότητες
σε δυο σπιθαμές ελευθερίας.
Το γραφείο μου όμως,
ασαλευτο
δώρο ξεχασμένο.
Μου θύμιζε ότι υπήρχε όριο
στο τι μπορούσα να μετακινήσω.
Τι κρίμα που η καρδιά μου
δεν είχε ποτέ την ίδια σύνεση!
Ο χώρος ανάμεσά μας
Μου χάρισες
πολλές μορφές σου
για καταφύγιο.
Όσο λυσσομανούσαν οι μέρες
κρατιόμασταν τα δειλινά
σφιχτά δεμένοι στη σιωπή σου.
Μέχρι που φούσκωσαν τ’ αύριο
μ’ όσα λαχταρούσαμε να δούμε.
Μέρη εντός, εκτός
κι επί του χώρου ανάμεσά μας.
Όταν ο χρόνος σταματά
Φως, πέσε απαλά στο χώμα
Χάιδεψέ το
Να γεννηθούν άνθη
Απ’ τους βλαστούς της μνήμης μας.
Γλυκά φίλα τις ρίζες
όπου κοιμούνται,
βρόχινο νερό.
Ν’ ανθίζουν μπρος στο βλέμμα τους
Τα γιασεμιά, τα κρίνα.
Και τ’ άρωμά τους,
μοσχοβολιά κι υπόσχεση
όταν ο χρόνος σταματά
η γη να συνεχίζει να γεννά
όσα επίμονα σφιχταγκαλιάζουν τους νεκρούς μας.