Χριστίνα Χαμηλοθώρη
(Άτιτλο)
Ώρες μεγάλωσα.
Χρόνια μίκρυνα.
Και τι να πω σ’όσους με περιμένουν να προφτάσω.
Το χώμα και οι πέτρες που πατώ,
φώναξαν πως είναι δανεικά.
Και εγώ δεν δέχομαι πλέον να χρωστάω.
Ποιο σημείο θα με δεχθεί λοιπόν,
για μια σύντομη στάση των εννέα λεπτών;
Παγωμένα σκαλοπάτια
και δολοφονημένες ενέσεις.
Μετρημένα όσα πρέπει
από εμένα για σένα να πέσεις.
Και να μείνεις εκεί.
Μέχρι να καταλάβεις πως
Σιών
και Άδης
Ένα γίνονται στου πεζοδρομίου το χέρι.
Και εμείς ακόμα ψάχνουμε στάσεις,
έστω μόνο των εννέα λεπτών.
(Άτιτλο)
Γελάμε πλέον αμέριμνα
και παίζουμε.
Μεγάλοι,
πιτσιρίκια.
Ανάψαμε τα κάρβουνα και ισορροπούμε πάνω.
Από επιλογή αυτή τη φορά.
Γιατί βρέχει ζωή, εκατό χρόνια μετά.
Με αυτοσχέδια ξυλοπόδαρα και εναέρια ακροβατικά,
παρελαύνουμε ζογκλέρ στις ασφαλείς πολιτείες.
Σκορπώντας γλυκιά πάπρικα στα σκαλοπάτια των σπιτιών.
Και δεν φοβόμαστε πια.
Με φωνές δανεικές και σπασμένες κιθάρες,
εμείς θα συνεχίσουμε να τραγουδάμε.
Απαντώντας σε αυτούς που μας έμαθαν να φωνάζουμε.
(Άτιτλο)
Είναι ωραία τα πρωινά στο μπαλκόνι.
Κι ας είναι μικρό, στενό,
και βλέπει στη Μεσογείων.
Ένας φρεσκοψημένος καφές.
Ένας φρεσκοστριμμένο τσιγάρο.
Και η μπουγάδα της γειτόνισσας για θέα.
Ξεχειλωμένα εσώρουχα κι αμέτρητα παιδικά σεντόνια.
Στο δίπλα μπαλκόνι,
το σαξόφωνο του κύριου Κώστα.
Μουσικός στη ψυχή,
λογιστής στο επάγγελμα.
Ο,τι του λείπει σε θάρρος, το γεμίζει με νότες.
Και απέναντι, οι ερωτευμένοι.
Δεν ήξερα πως στον βωμό του έρωτα
μπορείς να ανησυχείς ολόκληρη την γειτονιά.
Τελικά γίνεται. Και εμείς συνηθίσαμε.
Αναρωτιέμαι ποιος από μας θα πηδήξει από το μπαλκόνι του πρώτος.
(Άτιτλο)
Μέσα μου, έχω έναν σπόρο ημιπολύτιμο.
Ημιπολύτιμο γιατί,
αν θαφτεί σε χώμα αφράτο,
και πάρει μπόλικο νερό και λίπασμα,
θα βγάλει ένα δέντρο τόσο καρποφόρο,
που θα ταΐζει όλους τους Αμπελόκηπους.
Δεν θα στερέψει ποτέ.
Όμως δεν είναι μόνος του.
Είναι τυλιγμένος από αδυσώπητα ζιζάνια.
Και πεινασμένα πτηνά.
Και αιμοδιψή έντομα.
Και ο,τι κι αν δοκίμασα, δεν πιάνει πάνω του.
Κύριε, γίνε ο κηπουρός μου.
Και εγώ θα μαζεύω καλάθια τους καρπούς μου
και θα σου φτιάχνω μαρμελάδες,
να τρώμε κάθε πρωί παρέα στο μπαλκόνι σου.
(Άτιτλο)
Στάλες μικρές λειψές πέφτουν,
γυαλισμένες προσεκτικά με υπερκόπωση.
Τι κι αν καθόμαστε επάνω στο μηδέν,
κατρακυλάμε διψασμένοι σε ποτάμι επικίνδυνο.
Ζάχαρη και Μέλι.
Να γλυκάνουν οι δύσκολοι στίχοι.
Και να κρυσταλλώσουν τα φυλαγμένα δάκρυα ευχόμενα
“Όχι άλλο χρυσάφι”
Μόνο στάχυα.
Πανιά.
Και ήλιος.
Και εκεί,
Το πιο ψηλό Φως να γίνει το χαμηλότερο σκαλοπάτι μας.