Γιώργος Δρίτσας
Εξώκοσμος ή απλά μονόλογος
Είναι πολλές φορές
που αναζητάς
μια μικρή αρμονία
κάθε φορά που οι σκέψεις σου
ρέουν σαν νεκρά σκουλήκια
μέσα στα φωτοστέφανα
που έπλασες για σένα
μέσα σε όσες βεβαιώσεις πληρότητας
έχεις δώσει πρόσκαιρα στο βιογραφικό
της σκιάς σου που βλέπει και μιλά
και εσύ την παρατηρείς
να μιλάει και να κινείται για σένα
να σε αντιπροσωπεύει
χωρίς να μπορείς να τη δεις
να δεις έστω το πρόσωπό της.
Παρά μόνο τότε μπροστά
στον καθρέπτη τα πρωινά
όταν τα μάτια σου ρέουν
σαν εξώκοσμοι ωκεανοί
γιατί ξέχασες για ακόμη
μια φορά τα γυαλιά σου
σε κάποιο επαρχιακό λεωφορείο
πηγαίνοντας στη δουλειά
και οι σταγόνες υαλουρονικού
δεν φτάνουν
για να κλείσουν τον πόνο
από τις ανοιχτές πληγές σου.
Τότε νιώθεις να μηδενίζεσαι
να αλληλοσυμπλέκεσαι
με μια άβυσσο που σαν
πηγάδι που στέρεψε παντοτινά
ανοίγει μια πύλη στο υπέδαφος
μια πύλη στα εσωτερικό της γης
που τυγχάνει να είναι το σπίτι
όπου μεγάλωσε ένα μέρος του εαυτού σου
όταν ακόμη δεν υπήρχε τίποτα
και μια απότομη έκρηξη έφτιαξε
όσα σε δεσμεύουν ακόμη γλυκά.
Σε αναζήτηση εξόδων κινδύνου
Χαροπαλεύουν οι στιγμές μας
σαν μικρά ξεφωνητά
από χριστουγεννιάτικα λαμπάκια.
Μια ατέλειωτη σκάλα ο χρόνος
που απλώνεται στα πόδια μου
ενώ το μόνο φως που βλέπω μπροστά μου
είναι η έξοδος κινδύνου μισοσβησμένη.
Δεν ξέρω αν είναι αληθινή
η αναπνοή σου στο μαξιλάρι
ή αν είναι ένας ακόμη
εφιάλτης που παραλύει
το μυαλό μου
σαν επίσκεψη της Μόρας.
Το μαξιλάρι πάντως παραμένει
ιδρωμένο γεμάτο
με τις πεσμένες βλεφαρίδες μου
και τις άσπρες τρίχες που βάπτισα
μέσα στους ανάκατους ορίζοντες της σκέψης μου
ως λανθασμένες γωνίες του φωτός.
Περάσματα
Τα χαμόγελα όταν σβήσουν
και οι στιγμές γίνουν
μετανάστες στον χρόνο,
τότε μόνο καταλαβαίνεις
ότι τα περάσματα υπάρχουν
μόνο για όσους
προσπαθούν να βρουν
παρηγοριά σε ξενιτεμένα λιμάνια.
Τότε, ναι, μόνο τότε
βλέπεις όλα τα μικρά στίγματα της φροντίδας
να κατρακυλάνε από μικρά άγνωστα βουνά,
που δεν χρειάζεται
να ξέρεις πολλά για αυτά.
“Τί σε νοιάζει άλλωστε το κρυφτό της μοίρας;”
λέει η συνείδησή σου,
και εσύ συμφωνείς
και κόβεις σταδιακά
τα σχοινιά που σε κρατάνε
-για λίγο ακόμη –
σ’ ένα παρελθόν που πλάστηκε για έναν.
Και εσύ δεν χρειάζεσαι οδηγό
για τα κόκκινα φώτα,
που ράβεις στο στέρνο σου
-για χρόνια –
αμόλυντα με αλάτι.
Τα δάκρυα εξάλλου έχουν εξατμιστεί
και το στόμα σου έχει στεγνώσει από γλώσσα.
Καταλαβαίνεις πλέον
το σμίξιμο των πεπρωμένων·
άνθρωποι πλασμένοι
να μιλάνε με τη σκιά τους
διπλά από άδεια μπουκάλια
με κοχύλια και άμμο.
Η κόλαση και ο παράδεισος,
ένας κοινός δρόμος.
Κυνηγός κεφαλών
Λίγο ακόμη συναίσθημα
σε ομαδικό τάφο υπολήψεων,
αφρός ξυρίσματος
ανάμεσα σε ραγισμένα δόντια.
Καταρρέει κάτι μέσα μου
αλλά δεν μπορεί να μετρηθεί,
ο χάρακας δεν φτάνει και οι σεισμολόγοι
κάνουν πάντα λάθος.
Έτσι αυτό γκρεμίζεται πάλι
όλο και πιο βαθιά
όλο και πιο ανεξέλεγκτα,
πλημμυρίζει το στέρνο μου
και μυρμηγκιάζει τα άκρα μου,
μια χοάνη φτιαγμένη από αγγεία.
Είναι κρίμα να κατακερματίζεσαι
-κάθε φορά –
σε ανόμοια κομμάτια
σε δυσανάγνωστα ημερολόγια
που δεν ξαναβρίσκεις,
σε θολές φωτογραφίες
που δεν τραβήχτηκαν,
σε σημειώματα με πενηνταενταφτά βεβαιώσεις αγάπης
που όπως πάντα δεν τηρήθηκαν,
σε σχισμένα εισιτήρια
για μέρη που δεν θα πας
και σε υποσχέσεις για μια επόμενη ζωή
που δεν θα ζήσεις.
Είναι κρίμα να περιμένεις
σε απαγορευμένες αποβάθρες
και πυρπολημένα στενά
για πρόσωπα που χάνονται
στο κυνήγι των προβολέων
ενός καθυστερημένου τραίνου
ενώ εσύ δένεις με χοντρό σπάγκο
τα μάτια που έχασες
γύρω από τον μηρό σου.
Κατακλυσμοί και ενοράσεις
Ι.
Ρυθμικό χτύπημα στο πιάτο
η μύτη γυαλίζει περίεργα,
το -σχεδόν- νοσοκομειακό φως
ως μεσοδιάστημα μιας αναγούλας.
Το μυαλό μου βυθίζεται στο ξύλο,
το αίμα στο πιάτο δεν φαίνεται ρεαλιστικό,
λίγο αλάτι για εξορκισμό.
Μια μεγάλη περγαμηνή τα αποφάγια,
λάθος κώδικας ίσων μερικών παρερμηνειών.
ΙΙ.
Μερικές φορές ακούγονται φωνές
στα λευκά ντουβάρια,
κάποιος κανίβαλος εισέβαλε
μέσα στο μήλο.
Αναλογίζομαι τις φυλακισμένες σταγόνες,
άραγε πονάνε κ’ αυτές από την πίεση;
Και αν όχι, γιατί ακούω τα κλάματά τους
μέσα στο ποτήρι μου;
Δεν μοιάζει να νοιάζει κανέναν
η ηχορρύπανση της απόγνωσης,
η κιβωτός είναι μάλλον
μια προσωπική υπόθεση.
ΙΙΙ.
Το φούσκωμα του μυαλού
μοιάζει λίγο
με τα φούσκωμα του ψωμιού
και τα δύο διαμελίζονται
από την ανάγκη.
Ο κορεσμός ως σπατάλη ορέξεων.
ΙV.
Φοράμε τη βραχμανική μάσκα
μιας θυσίας που συνεχίζεται λίγο άκομψα
μέσα σε στραβά, μισοφαγωμένα νύχια
ενώ το μέσα μας βυθίζεται
σε ασάλευτες σκιές και ενοράσεις.
Φοιτητικό εστιατόριο, ΕΚΠΑ