Γιώργος Πισσάνης
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Πυκνώνουν οἱ λέξεις πάνω στὸ χαρτὶ
σὰν σμήνος πουλιῶν στὸν οὐρανὸ ποὺ ταξιδεύει.
Δὲν ξέρω ἀκόμα ποῦ θὰ μὲ ὀδηγήσουν
ἄν θὰ μὲ πᾶνε ὥς τὸ τέλος
ἤ σὲ νέα ἀδιέξιοδα μὲ στριμώξουν.
Ἔτσι κι ἀλλιῶς, δὲν φθάνουν ὅλα τὰ πουλιὰ
στὸν προορισμό τους.
ΜΕΤΕΞΕΤΑΣΤΕΟΣ
στὸν Δαυὶδ Μπάκα
Σὲ ὅλες τὶς ἐξετάσεις μου
ἀπέτυχα.
Τίποτα ἀπὸ τὰ διδάγματα
δὲν ἔμαθα.
Κύριε
μπορῶ νὰ ἐπαναλάβω
τὴ ζωή;
ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ
Ὁ Ποιητὴς
σήκωσε τὸ βλέμμα
ἀπὸ τὰ ἀνοιχτὰ βιβλία
καὶ στράφηκε πρὸς τὸ παράθυρο.
Στὸ τζάμι
ἡ ἀντανάκλασή του
θολὴ καὶ σκονισμένη.
Ὅλα μου τὰ ὄνειρα
ἔμειναν στὰ χαρτιά,
σκέφτηκε.
Κυριολεκτοῦσε.
ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
Τέρμα τὰ ποίηματα.
Φτάνει μὲ αὐτὴν τὴν τέχνη.
Γεμίσαμε μὲ πλαδαρὰ ἔργα,
συλλογὲς ἄνοστες,
μασημένη τροφὴ
ξαναζεσταμένη.
Ἡ ἀπόφασις εἶναι εἰλημμένη:
Νόμος τάδε, ἄρθρο δίνα.
’ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΑΙ Ἡ ΠΟΙΗΣΙΣ.
‘Όποιος μὲ πρόθεση γράψει ποίημα
τιμωρείται μὲ τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου
ἤ μὲ ἰσόβια κάθειρξη.
Μὴ φοβάσαι ἀδελφέ μου.
Καὶ νὰ χαθοῦν τὰ ποιήματα
δὲν χάνονται οἱ ἀφορμές τους.
Θὰ γίνει εὐκαιρία ἡ ἀπειλὴ
νὰ γραφοῦν ἔργα ποὺ δὲν ἔχεις ξαναδεῖ
μοναδικά.
Γιατὶ ἡ τέχνη, ὅπως καὶ οἱ ἔρωτες,
ἄνθίζουν στὴν παρανομία.
BESPOKE
Τὸ ποίημα
δὲν εἶναι πουκάμισο
νὰ τὸ ράβεις στὰ μέτρα σου.
Ὅσο καὶ νὰ προσπαθεῖς
μὲ ραπτομηχανὲς ἤ βελόνες
μὲ τεχνικὲς μοντέρνες ἤ παραδοσιακές
αὐτὸ θὰ παραμένει
ὕφασμα καὶ ἐσὺ γυμνός.
Βέβαια, πάντα ὑπάρχουν
καὶ τὰ ἐτοιματζίδικα.