Κωνσταντίνα Ρουσσίδη
Φιέρα
Για όσο ακόμα
θα παραμένω ονειροπόλα
έλα μαζί μου
να γίνουμε αόρατοι
στη γκρίζα χαραυγή
της εποχής που μας σκεπάζει.
Πεφταστέρια
Κι έτσι
πλάι σ’ εκείνους τους μικρούς πρίγκιπες που έπεφταν απ΄το στερέωμα
καλπάζοντας πάνω στ’ αρχοντικά τους άλογα
ψάχνοντας να βρουν τις πιο λαμπερές τους πριγκίπισσες
λάμψαμε εκείνη τη νύχτα
να μη ξανανυχτώσει πια.
Μα ύστερα μ’ έσπρωξες στο σκοτάδι, δυνατά
μου ξερίζωσες τ’ απείραχτα που είχα φτερά
και την αγνότητά μου
την κρατούσες πιο σφιχτά
ώσπου κομμάτια κρύσταλλου την έκανες
και χάθηκε
πλάι στα πεφταστέρια μου,
να μη την ξεχωρίζω πια.
Άτιτλο
Mου αρέσει ,
ναι, μου αρέσει
ν’ αγγίζω
και να ονειρεύομαι
να γεύομαι ό,τι ονειρεύομαι
και να μυρίζω ό,τι αγγίζω
να αισθάνομαι
να ερωτεύομαι
να ποθώ
να κλείνω τα μάτια
να ταξιδεύω
κι όταν πέφτω,
να συνεχίζω να πετώ.
Αντάλλαγμα
Κι είναι η μαγεία του
για όσο διαρκεί
και ξέρεις πως είναι εκείνο το αθάνατο
που φλέγεται αργά
σε χρώμα κόκκινο βαθύ
σιγολάμπει πλάι του
απληστία παντοτινή
είναι άφθαρτο γι’αυτό μελαγχολεί
κοχλάζει τώρα δυνατά
τώρα που ακούγονται όλων οι ευχές
μα δεν πεθαίνουν οι φωτιές
ξανοίγονται, αβίαστα
στο απέραντο του χθες.
Διφορούμενο
Πνίγω μία λέξη
κι ισορροπώ
σε δυο κοφτερές γωνίες
ανασκουμπώνομαι στην παγωμένη μου θέση
και δένομαι πιο σφιχτά
η ρήξη μου με την ακραία πραγματικότητα
ένα διαρκές λούνα παρκ.
Ανασηκώνεις την εφηβική σου αυτοπεποίθηση με δυσκολία
και καταβάλλεις προσπάθειες
να πειστείς για την εγκυρότητα κάποιας παλιάς σου πεποίθησης
ο πυρετός μου ανεβαίνει
όσο έξω σκοτεινιάζει
όσο περνά η ώρα και δεν βλέπεις πως αδυνατείς να με ξεδέσεις
Βλέπω να ταράζεται η θάλασσα καθώς την πονάμε με το ανυπόμονο πλοίο μας
άλλοι πίσω μου φωτογραφίζουν τα χάρτινα σύγνεφα
άλλοι παίζουν με τις στάλες χιονιού
κι άλλοι στρογγυλοκάθονται στις άβολες θέσεις τους
τους αποφεύγω.
Είδα βλέπεις από πριν τις πελώριες τρύπες
ανάμεσα στα φρύδια τους
και με τρομάζουν
Περπατώ προς την πλώρη
πάντα μ’ ερέθιζε η σκέψη του θανάτου μου εκεί
Βλέπω ευθύς να χοροπηδούν ζαλισμένες στις οικονομικές θέσεις
αμέτρητες αναμνήσεις παιδικών γέλιων και χαχανητών
αναθαρρεί η αφέλειά μου
και τολμά μία προσπάθεια επιβίωσης
μ’ ακόμα δεν κατανοώ πού βλέπετε το μυστήριο
και ίσως αυτό γκρεμίζει τα στηρίγματα.
Τόσες ευφάνταστες επεξηγήσεις
για μία τόση δα παιδική συνήθεια.