ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ
Πεινούσε ο λύκος κι όμως με συγχώρησε,
Άφησε ανέγγιχτο το χέρι μου το ένα.
Έτσι ξεκίνησε ο χειμώνας και προχώρησε
Κι άφησα πίσω μου τα τραύματα γραμμένα.
Κι αν η γραφή στο νόημα δεν φτάνει
Είναι που χύνω κάθε τόσο το μελάνι.
Κι όλο πετάω μουτζούρες μες στα δάση,
Κίτρινα φύλλα θα τις έχουνε σκεπάσει.
Με τα δυο δάχτυλα στα μάτια του χωμένα
Γυρίζει ο κόσμος γύρω απ’ την ουρά του.
Τα πατρικά τα σπίτια γίναν ξένα,
Τρίζουν οι πόρτες σα χαμόγελο θανάτου.
Σπουδές, πτυχία, παρτιτούρες του ωδείου,
Όλα γραμμένα με το βάμμα του ιωδίου
Κι ο σκοτωμένος το θεό του βλέπει
Χωμένος μέσα στου φονιά την τσέπη.
Μένω λοιπόν με την ορφάνια πενταγράμμου
Όπου δεν γράφτηκε η σωτήρια η νότα.
Μόνον ο βήχας απ’ τ’ αλλόκοτα όνειρά μου
Κάθε που μ’ έπνιγε στο ξύπνημά μου πρώτα
Κι εγώ, μετά από ‘κείνο, άντε πάλι,
Να το ξανασηκώσω το κεφάλι
Ν’ αφήσω πίσω του κενού μου τα πειστήρια
Κάνοντας μια μουτζούρα εξιλαστήρια.