Το χάραμα του ποιητή
Εκεί, γύρω στο χάραμα, λίγο πριν το φως
ο σταχτοσυλλέκτης πιάνει δουλειά.
Ρίχνει λάδι στο καντήλι, να ‘χει να καίει.
Μπαίνει στο μπάνιο, ανοίγει τις βρύσες.
Ο καθρέφτης θολώνει, η ώρα ζυγώνει.
Αρπάζει τα σύνεργα, τους αρμούς ξεριζώνει.
Ναι, κυρίως αυτό!
Εκεί στη ρωγμή, στους ατμούς, στους αρμούς, βρίσκουνε πέρασμα οι νεκροί.
Τους καλεί στο τραπέζι, τους ποτίζει chivas μηδέν θετικό, τα πόδια τους πλένει.
Ξεσκονίζει τις στάχτες, κάθε ίχνος μαζεύει.
Τους φιλά σταυρωτά, αύριο πάλι ξανά.
Εκεί, γύρω ηχεί – πάντα, μα πάντα -της φωνής του η μάνα:
-το καντήλι τσιτσίρισε, ο καθρέφτης ξεθόλωσε, ξημερώνει.
Αν έχει κουράγιο ζυμώνει ψωμί, αντίδωρο για τις μνήμες. Αν του έμεινε αίμα,
βάζει δυο στάχτες στη γλώσσα, μας τις κερνάει στο στόμα.