Ο ΘΑΛΑΣΣΆΓΓΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΈΝΗ
μνήμη Έκτορα Κακναβάτου
Σε παραλία διάβαζες Έκτορα Κακναβάτο,
νύχτωσε κι άναψες φωτιά, μια καιομένη βάτο,
στο σλίπινγκ-μπαγκ με το μαγιό και πάνω όλα τα ζώδια –
ευκλείδεια θεωρήματα, συμπλέγματα οιδιπόδεια.
Στο μέτωπό σου κάθισε μια νυχτοπεταλούδα
και σου ’πε πως την έμπνευση την τρώμε με τη φλούδα,
τρώμε τις ρίζες, τον κορμό, κλαράκια και βλαστάρια,
ώσπου να γίνει μέσα μας τομή ενδοκυττάρια.
Στις πέντε η ώρα το πρωί, άγγελος εκ θαλάσσης
σου δίνει απ’ το στήθος του τον ύπνο να θηλάσεις,
κι ως να στεγνώσουν στη φωτιά τα κυανά φτερά του,
διαβάζει αυτός τα ποιήματα του Έκτορα Κακναβάτου.
Να σου, λοιπόν, κι ο ποιητής, περνάει μ’ ένα σκούτερ,
φοράει ξεθωριασμένο τζιν, ξεθωριασμένο φούτερ –
“Γεια σου”, του λέω, “Έκτορα, ακόμα σε διαβάζουν”.
“Το ξέρω – με διαβάζουνε, αλλά δεν μ’ αγκαλιάζουν”.
Πατάει γκάζι, χάνεται στις πάχνες του αοράτου,
και μένετε στο λυκαυγές να λέτε ποιήματά του
ο θαλασσάγγελος κι εσύ, κι οι δυο αποχαυνωμένοι,
με σένα στον υπνόσακο, Ωραία Κοιμωμένη.