Scroll Top

Αθώος ή Ένοχος της Ιωάννας Πετρίδου | Γιάννης Μόσχος “Αμνοί και Λέοντες”

Υπεύθυνη στήλης | Ιωάννα Πετρίδου

Αθώοι και ένοχοι, παραβάτες, εγκληματίες, ψυχοσικοί, αστυνομικοί και ιδιωτικοί ντετέκτιβ θα είναι οι ήρωες των αδημοσίευτων ιστοριών που θα διαβάζουμε εδώ  κάθε 15 μέρες.

Ιστορίες στο συρτάρι ή αποσπάσματα από μελλοντικά βιβλία ελλήνων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας.

Γιάννης Μόσχος | Αμνοί και Λέοντες | Μυθιστόρημα

4

Στο παλιό λημέρι – Ταφή – Τραγούδι – Χορός στη βροχή – Δικαστήριο στη φωτιά – Εκλογές και διαδοχή – Τσακωμός – Το γιλέκο του Μπόμποτα

Ο ήλιος έστελνε δειλά τις πρώτες ακτίνες, βάφοντας τον ουρανό πορτοκαλί όταν έφτασαν σε ένα παλιό λημέρι, απάγκιο, σε μια σπηλιά στους βράχους, χώραγε δε χώραγε δέκα νοματαίους. Από πάνω ο βράχος τους σκέπαζε, και γύρω γύρω τα πυκνά πουρνάρια και δέντρα δημιουργούσαν ένα φυσικό κατάλυμα, σαν στόμα λύκου. Καταπονημένοι, άυπνοι, έπεσαν στο χώμα να πάρουν μια ανάσα, δύο μερόνυχτα όρθιοι, ήξεραν, όμως, ότι δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του ύπνου. Έπρεπε να διευθετήσουν ένα ακόμα θέμα.

Οι Κατζαίοι ξεκίνησαν να σκάβουν μια γούρνα, εκεί, μπροστά στη σπηλιά, στο ξέφωτο που ήταν μαλακό το χώμα για να βάλουν μέσα τον καπετάν Μάρκο Μπόμποτα, νεκρό από τις σφαίρες που έπεσαν το προηγούμενο βράδυ στην Αγία Τράπεζα της Παναγίας Πελεκητής. Σηκώθηκαν οι υπόλοιποι, έπιασαν από ποδάρια και ώμους το νεκρό σώμα του Μπόμποτα και το έχωσαν στην πρόχειρη γούρνα. Με τα μουστάκια του, το πιστόλι του και τη φουστανέλα του. Είχαν βγάλει το γιλέκο με τα φλουριά που χλιμίντριζε στη γωνιά της σπηλιάς. Τον σκέπασαν όπως όπως με χώμα και εκεί στο πρώτο φως της μέρας, στάθηκαν όρθιοι, αμίλητοι, ποιος ξέρει τι σκεφτόταν ο καθένας τους. Σε λίγο, ξεκίνησε ο Ζάρκος Γκαντάνης:

Ωρέ, σε κλαίνε τα-

Σε κλαίνε τα ψηλά βουνά.

Σε κλαίνε τα ψηλά βουνά, σε κλαίν και τα ποτάμια.

Ωρέ σε κλαιν κ’ οι φι-

Σε κλαιν κ’ οι φίλοι κ’ οι αδερφοί

Σε κλαιν κ’ οι φίλοι κ’ οι αδερφοί, που παίρνεις τα σκοτάδια

Ώρε κλαίνε τον Μά-

Κλαίνε τον Μάρκο Μπόμποτα

Κλαίνε τον Μάρκο Μπόμποτα, που και θεούς τρομάζει.

Κι εκεί, στο χείλος της σπηλιάς, πιάστηκαν όλοι μαζί, ώμο με ώμο, σαν αδέρφια από άλλη μάνα, έκαναν ένα κύκλο, ο Μπόμποτας στη μέση, και άρχισαν να χορεύουν, άγρια κι αλύγιστα. Μετά, χώθηκαν βαθύτερα στη σπηλιά και κοιμήθηκαν στις κάπες τους.

Ξύπνησαν το απόγευμα˙ τους ξύπνησε η πείνα και η βροχή που άρχισε να πέφτει στα βράχια πάνω από τα κεφάλια και τους έδερνε χωρίς σταματημό. Χωμένος κάτω από την κάπα του ο Ζάρκος Γκαντάνης πήρε την απόφαση να σηκωθεί. Ανακάθισε και κοιτούσε ίσα μπροστά, από το άνοιγμα της σπηλιάς, την βροχή που έπεφτε στην πλαγιά όταν πετάχτηκε ο Χατζηκωστής, με σηκωμένα χέρια, σαν να κάνει επίκληση στο Θεό του, να ξεγυμνώνεται και να χορεύει στο ξέφωτο, μπροστά από τον τάφο του Μπόμποτα, με τα αχαμνά του να κοπανάνε από μπούτι σε μπούτι, τα μούσια του να στάζουν νερό, να χορεύει, να ξεκαρδίζεται και να πλένεται στη βροχή να τρίβεται και να φχαριστιέται, λες και η βροχή ήταν άγιο δώρο γι΄ αυτόν, να γελάει ή να κλαίει, δεν καταλάβαιναν, ήξεραν όμως ότι, γέλιο ή κλάμα, από τρέλα ήταν.

«Πάει, τρελάθηκε αυτός», μονολόγησε ο Γκαντάνης.

Ο Ζίτσας έλειπε. Γύρισε μετά από ώρα με έναν γδαρμένο λαγό κρεμασμένο στον σβέρκο. Οι Κατζαίοι είχαν ανάψει φωτιά. Τον σούβλισαν και τον στερέωσαν σε δυο αντικριστές φούρκες. Η βροχή συνέχιζε, τα σύννεφα κατάμαυρα. Η νύχτα ετοιμαζόταν. Έτρωγαν τον λαγό αμίλητοι. Σε λίγο το σκοτάδι έπεσε για τα καλά και, μέσα στη μικρή σπηλιά, η φωτιά ζωντάνευε τις σκιές. Αφού απόφαγαν, σήκωσαν τα μάτια και κοιτάχτηκαν σοβαροί. Μόνο ο Χατζηκωστής χαζογελούσε.

«Ζίτσα, κρίνε!», ξεκίνησε ο Γλαύκος, ο λογιστής, που μέχρι τότε δεν είχε βγάλει άχνα σε κανέναν. Παραξενεύτηκαν οι άλλοι από την πρωτοβουλία, σε μερικούς φάνηκαν απόκοσμες οι λέξεις, αλλά κάποιος έπρεπε να κάνει την αρχή.

Ο Ζίτσας γύρισε και τον είδε έκπληκτος, σαν να μη περίμενε απόκριση. Μετά ξανακατέβασε το κεφάλι, έβγαλε τον γάντζο που ήταν κρεμασμένος στη ζώνη του, ανακάτεψε τα κάρβουνα και ξεκίνησε να λέει τι έγινε εκεί πέρα. Πώς άρχισαν τα μαλώματα! Ο παπάς δεν έδινε όλα τα λεφτά, είναι του μοναστηριού έλεγε, του Θεού, ποιος έκλεψε από τον Θεό; Ο Μπόμποτας φώναζε: θα σε σφάξω ρε τραγόπαπα, τα λεφτά αυτά είναι δικά μας, έχουν αίμα, εκείνος δεν καταλάβαινε κι ο Μπόμποτας του ‘πε, θα χαλάσω όλο σου το σόι έτσι και πάρω να κατηφορίσω.

Σταμάτησε να μιλάει και ξαναέπαιξε με τα κάρβουνα.

«Άιντε, παρακάτω».

«Ο Παπά Γούμενος ήξερε τι κουμάσι ήταν ο Καπετάνιος, δεν κρατήθηκε. Έβγαλε το κουμπούρι, του ‘ριξε μια κατάστηθα και τον ξεμπέρδεψε. Τότε έβγαλα κι εγώ το δικό μου και πριν προλάβει να γυρίσει σε μένα, τον έφαγα».

Γύρισε στη φωτιά και άρχισε να ξαναανακατεύει τα κάρβουνα με τον γάντζο του.

«Το λοιπόν, ένας γέρος, χοντροπαπάς, έβγαλε πιστόλι, το σήκωσε, σημάδεψε στην καρδιά τον καπετάνιο Μάρκο Μπόμποτα και πρόλαβε και τον καθάρισε! Αυτό λες; Κι ο καπετάνιος τι έκανε;»

«Τι θες να πεις Κατζά;» σφύριξε ο Ζίτσας.

«Λέω τι σκέφτομαι και τίποτα άλλο. Εσύ έχεις εξήγηση;»

«Δεν χρειάζεται εξήγηση. Σημασία έχει αυτό που γίνηκε».

«Κι εσύ; Γιατί δεν πρόλαβες να τον καθαρίσεις;» πετάχτηκε από την γωνία ο Γιάννος ο Κατζάς.

Ο Ζίτσας γύρισε και τον κοίταξε με μισό μάτι. Ο Γιάννος συνέχισε.

«Λέω, εκεί δεν ήσαν; Πώς και δεν πρόλαβες να τον καθαρίσεις;»

Ο Ζίτσας κατέβασε το κεφάλι.

«Δεν πρόλαβα, τρόμαξα, δεν περίμενα…δεν περίμενα να πυροβολήσει. Μόλις έριξε, του έριξα κι εγώ».

Σιωπή έπεσε στην φωτιά. Κάτι νυχτοπούλια ακούστηκαν και θροΐσματα φύλλων. Η βροχή συνέχιζε μανιασμένη, σαν να τους μάλωνε, ενώ, η φωτιά τους μαύλιζε. Ο ένας κλεφτοκοιτούσε τον άλλον, τον διάβαζε. Ο Γκαντάνης άκουγε και σκεφτόταν. Ο Μπόμποτας δεν τον γέννησε αλλά ήταν καλύτερος κι από πατέρας. Ακόμη κι αν μερικές φορές διαφωνούσε, λόγω της αγάπης που έδειχνε για το αίμα, τον δικαιολογούσε.

Σ’ αυτά τα βουνά το νερό δεν ξεδιψάει. Μόνο το αίμα.

Κοίταξε τον σταυρό που είχαν χώσει στο σημείο που τον έθαψαν και θυμήθηκε όταν τον πρωτοείδε: Πάνω σε ένα άλογο, να τον κοιτάει με τα μεγάλα μάτια˙ σκιάχτηκε ο Ζάρκος, άγουρο παιδάκι, δεν ήταν συνηθισμένος από τέτοια, χώθηκε πιο βαθιά στα πουρνάρια που είχε κρυφτεί. Έβγα έξω, του φώναξε κι εκείνος βγήκε. Ο Ζάρκος τα μολόγησε όλα. Τον έλεγαν Δημητρό. Κρύβονταν, λέει, γιατί τον κυνηγούσαν οι χωροφύλακες. Παντρευόταν η αδερφή του η μεγάλη πήγαιναν, όλη μαζί η οικογένεια, με τα άλογα να πάρουν την ευχή του νονού της και μετά θα πήγαιναν στην εκκλησία, όταν στο μονοπάτι συνάντησαν τους συμπέθερους, με τα δικά τους άλογα. Κάντε πίσω να περάσουμε. Όχι, εσείς κάντε πίσω, είναι στενό το μονοπάτι. Ωρέ, κάντε πίσω, σας λέω, μη γίνει χαλασμός, είπε ο πατέρας του. Τίποτα οι άλλοι, άρχισαν να αγριεύουν. Πίσω μωρέ συμπέθερε, είπε ένας από τον γαμπρό, μυαλωμένος˙ έχουν πιεί, δεν ξέρουν τι γίνεται. Άμα δεν ξέρουν τι γίνεται δε δίνω το κορίτσι μ’, τους είπε ο πατέρας του Δημητρού, έβγαλε από απέναντι ένας το πιστόλι και τον έριξε κάτω απ’ το άλογο. Κι εκεί, κατάχαμα, με τον πατέρα του να σιγοσβήνει, βούτηξε το πιστόλι από τη ζώνη του και ξεμπέρδεψε αυτόν που τον σκότωσε, μπορεί και καναδυό ακόμα, δεν ξέρει, βούτηξε στην πλαγιά του βουνού και κρύφτηκε στο ρουμάνι.

«Μωρέ μπράβο καρδιά!» του είπε ο Μάρκος Μπόμποτας. «Από σήμερα σε παίρνω μαζί μου, ψυχοπαίδι μου, κανένας δε θα σ’ ακουμπήσει. Κι έτσι όπως είσαι, ξεζάρκωτος, Ζάρκο θα σε λέω. Ζάρκος Γκαντάνης με τ’ όνομα».

Ο Γλαύκος τον ξύπνησε από την ονειροπόληση.

«Ό, τι έγινε, έγινε, δεν είναι ανάγκη να τα σκαλίζουμε άλλο», είπε σκουπίζοντας τα ματογυάλια του. Γύρισαν όλοι και τον κοίταξαν. Αυτός συνέχισε: «Ο Ζίτσας είπε ό, τι είδε, τέλος. Εδώ έχουμε μεγαλύτερα προβλήματα. Κατά πού θα κάμουμε; Ο καπετάνιος χαιρέτησε. Κάποιος πρέπει να μπει μπροστά, να οδηγήσει. Αυτά είναι προβλήματα να κουβεντιάσουμε», είπε, σηκώθηκε και έβαλε δύο παλιόριζες στη φωτιά.

Οι άλλοι κοιτάχτηκαν ένοχα μέσα στα σκοτάδια της νυχτιάς. Ποιος θα διαδεχόταν τον καπετάνιο; Ο Ζίτσας ανακάθισε. Κοίταξε τους υπόλοιπους στα μάτια, έναν έναν. Άλλους να τους τρομάξει κι άλλους να τους καλοπιάσει. Βλέμματα εδώ κι εκεί, σαν σφαίρες, με μάτια να αστράφτουν από τη φωτιά και από την προσμονή. Είδε τον Γιώργη τον Κατζά να σηκώνεται, να κάνει τον γύρο της φωτιάς, να πλησιάζει τον Ζάρκο Γκαντάνη, να σκύβει, να του φυλάει το χέρι, να τον προσκυνάει και μετά να τον φιλάει στο μάγουλο. Μόλις κάθισε κοίταξε τον αδερφό του, τον Γιάννο. Εκείνος σηκώθηκε και ακολούθησε την ίδια διαδικασία. Φίλησε το χέρι του εμβρόντητου Ζάρκου Γκαντάνη και μετά το μάγουλό του. Γύρισε και κάθισε στη θέση του. Κανείς άλλος δεν κουνήθηκε.

Παλιόσκυλο, θα μ’ πάρεις το καπετανάτο!

Βιογραφικό Ιωάννα Πετρίδου

Βιογραφικό Γιάννης Μόσχος