Άναστρη νύχτα
Ετοιμάζεται να μπει ξανά στο μαύρο δάσος. Πρέπει να πάρει τώρα την ανάστροφη πορεία, πρέπει να βρει τους δικούς του. «Όχι μωρά, όχι μικρά παιδιά, αλλιώς γυρνάτε όλοι πίσω»· δυο-τρεις που βρίσκονται μπροστά του —των άλλων τις μορφές δεν τις διακρίνει στο σκοτάδι—είναι μεγάλης ηλικίας. Το φορτίο που κουβαλούν στην πλάτη είναι βαρύ· ήδη, στο πρώτο συρματόπλεγμα, κάποιοι θ’ αναγκαστούν να εγκαταλείψουν. Ύστερα κι άλλα συρματοπλέγματα, φωνές που μοιάζουν διαταγές· μα αν πρέπει να κάνουμε ησυχία, τι μας φωνάζουν; Να περάσουμε στην άλλη όχθη προτού να ξημερώσει. Λίγο έμεινε. Προχωρούμε στις άκρες των ποδιών. Κι όμως. Λίγο πριν βγει το πρώτο φως, οι προβολείς ανάβουνε μεμιάς, σκυλιά γαβγίζουν μανιασμένα κι ένας εκκωφαντικός κρότος σκεπάζει μια κραυγή που —δεν μπορεί— είναι το κλάμα μωρού.