Όνειρο εκτομής
Μένουμε με τ’ αμάξι λίγο έξω απ’ τις όχθες του Ερύμανθου. Θα συνεχίσεις –μου λέει ο πατέρας μου– με τα πόδια μέχρι να φτάσεις στο χωριό της μάνας σου· εγώ δεν μπορώ, θα σε περιμένω εδώ.
Σκεπασμένος απ’ τα πυκνά φυλλώματα, περπατώ κάτω από τα γεφύρια και μέσ’ από τα ρυάκια. Κάνω τον ακροβάτη στα παιδιά κι αυτά μου χαμογελούν, περαστικές γιαγιάδες μου δίνουν το χέρι, ένα αλεπουδάκι τρέχει κοντά μου. Σκύβω να δροσιστώ στην παλιά πέτρινη βρύση κι ύστερα κάνω μια στάση στο ποτάμι να ξεπλύνω τις πληγές· ξαπλωμένος στην εκβολή, δαγκώνω τον μίσχο από ένα μαβί κυκλάμινο κι είναι ύπνος βαθύς που μέσα μου ελαφρώνει κάθε βάρος κι είναι τ’ αρώματά του που ευωδιάζουν κάθε στιγμή. Φτάνω κολυμπώντας στην άλλη μεριά, με παίρνει στην αγκαλιά της η κοπέλα απ’ το Latcho Drom, μου τραγουδά το τραγούδι της και με ντύνει ρούχα χρωματιστά, κι είμαι λέει τώρα ένας απ’ αυτούς… ή μήπως πάντα ήμουν;
Κι όλες μα όλες οι σκηνές απ’ τον περιπλανώμενο θίασο περνούν από μπροστά μου κι οι αχτίδες που μπαίνουν απ’ τη χαραμάδα και μου ανοίγουν αργά τα βλέφαρα είναι τόσο μα τόσο γλυκές…