Scroll Top

Κλαίτη Σωτηριάδου | Συνέντευξη στην Ηρώ Νικοπούλου

Υπεύθυνη στήλης | Ηρώ Νικοπούλου

Η στήλη αυτή ασχολείται αποκλειστικά με το μικρό διήγημα, που τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες έχει αγαπηθεί για την αμεσότητα και την σπιρτάδα του, ανταποκρίνεται στους ρυθμούς της ψηφιακής εποχής και έχει αναδειχθεί ως νέο λογοτεχνικό είδος. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης και θεωρητικής προσέγγισης πολλών Διεθνών Συνεδρίων. Μικρό διήγημα, μικροδιήγημα, μικροαφήγημα, ιστορία μπονζάι, flash fiction, short story, minicuento, nanocuento κ.ά ορίζουν τον τρόπο και τον στόχο της μικρής σε αριθμό λέξεων μυθοπλαστικής φόρμας, που χαρακτηρίζεται από πλοκή και χαρακτήρες, από υπαινικτικότητα και αφαίρεση, συχνά έχει ανοιχτό τέλος και πάντοτε ζητά την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, που καλείται να συμπληρώσει την πλοκή, όπως φαίνεται καθαρά στην πιο γνωστή σύντομη ιστορία του 20ου αιώνα, που αποδίδεται στον Χέμινγουέι: «Προς πώληση: βρεφικά παπούτσια εντελώς αφόρετα».

Η στήλη θα φιλοξενεί κάθε μήνα ένα συγγραφέα με τρία αδημοσίευτα διηγήματά του, το αφιέρωμα θα ολοκληρώνεται με μία συνέντευξή του την τέταρτη εβδομάδα.

Η πολύχρονη εντρύφησή σας στη μετάφραση και η εμπειρία που έχετε αποκτήσει μέσα από αυτήν πιστεύετε ότι έχει επηρεάσει την συγγραφική σας φωνή;

Άρχισα να μεταφράζω το 1973 ταυτόχρονα με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής μου. Έγραφα και δημοσίευα ποιήματά μου σε λογοτεχνικά περιοδικά ενώ μετέφραζα ποιήματα Άγγλων ποιητών που δημοσιεύονταν και αυτά. Όμως, ενώ είχα αρκετά πεζά στο συρτάρι μου, όσο μετέφραζα πεζογραφία δεν τολμούσα να δημοσιεύσω τα δικά μου γιατί πίστευα πως μπορεί να είχα επηρεαστεί από τους συγγραφείς που μετέφραζα. Μόνο όταν το 2000 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη η συλλογική έκδοση «Αίσθηση γυναίκας» όπου συμμετείχα μαζί με άλλες πέντε γυναίκες συγγραφείς κι εξαντλήθηκε, τόλμησα να δώσω στην Ωκεανίδα την πρώτη συλλογή διηγημάτων μου «Ο τελευταίος ταύρος» που κυκλοφόρησε το 2002.

Από τις μεταφράσεις μου δεν επηρεάστηκα ως προς το ύφος, αλλά συνειδητοποίησα ότι τα βιογραφικά στοιχεία, που προσπαθούσα μέχρι τότε να αποφύγω, μπορούν να αποτελέσουν σημεία εκκίνησης κι έμπνευσης. Πράγμα που με βοήθησε στα επόμενα βιβλία μου.

Μεταφράζετε από το πρωτότυπο σε δύο –πληθυσμιακά τουλάχιστον– μεγάλες γλώσσες από τα αγγλικά και από τα ισπανικά. Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τις διαφορές που έχετε επισημάνει στον τρόπο των δύο αυτών γλωσσών, ίσως μέσα από τα έργα πολύ σημαντικών συγγραφέων όπως είναι για παράδειγμα ο Γκαρσία Μάρκες από την μία γλώσσα και η Σύλβια Πλαθ από την άλλη;

Πολύ σωστά αναφέρεστε ειδικά σε αυτούς τους δύο συγγραφείς, γιατί ουσιαστικά δεν μπορώ να συγκρίνω σε γενικές γραμμές τη γλώσσα των αγγλόφωνων ποιητών που έχω μεταφράσει με αυτή των ισπανόφωνων  πεζογράφων.

Ο Γκαρσία Μάρκες γράφει σε μια δημοσιογραφική γλώσσα που θα ήταν πολύ εύκολη στη μετάφραση εάν δεν χρησιμοποιούσε κατά κόρον ιδιωματισμούς κυρίως των ακτών της Καραϊβικής κι έναν απρόσμενο σχεδόν ποιητικό λυρισμό. Αυτά τα δύο στοιχεία έκαναν εξαιρετικά δύσκολη τη μετάφραση, ιδιαίτερα την εποχή που μετέφραζα χωρίς διαδίκτυο και google.

Από την άλλη πλευρά, η Σύλβια Πλαθ γράφει μια εξομολογητική ποίηση, όπως την έχουν χαρακτηρίσει, με μια γλώσσα που θα μπορούσε κανείς να πει απλή, χωρίς ομοιοκαταληξίες στα περισσότερα ποιήματά της. Όμως τα βασικά στοιχεία που κυριαρχούν, που συνδέουν τις έννοιες και αναδεικνύουν το συναίσθημα αλλά και κάνουν πολύ δύσκολη τη μετάφραση είναι ο ρυθμός και οι παρηχήσεις.

Διαβάζοντας το «Άριελ» το 1972 ένιωθα ότι έλεγε όλα όσα ήθελα να πω και δεν τολμούσα και η μεταφορά του στη γλώσσα μου ήταν κάτι το αναγκαίο για μένα. Προσπάθησα να κρατήσω το ιαμβικό πεντάμετρό της, τις ανάσες και τις σιωπές και να βρίσκω ανάλογες παρηχήσεις. Ήταν ένα δύσκολο έργο, αλλά το έκανα με μεγάλο ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό της ανακάλυψης!

Με ποιο λογοτεχνικό είδος ξεκινήσατε την συγγραφική σας διαδρομή;

Έγραφα ποιήματα από μικρή, όπως οι περισσότεροι Έλληνες. Για διάφορους λόγους τα κρατούσα κρυμμένα μέχρι το 1972 όταν αποφάσισα να τα δείξω στον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Από τα 110 ποιήματά μου κράτησε τα 26 που μου είπε πως θα μπορούσα να δημοσιεύσω. Έτσι η πρώτη μου συλλογή εκδόθηκε το 1973 και ονομάζεται «26 Ποιήματα».

Όταν αρχίζετε να γράψετε ένα διήγημα γνωρίζετε εξ’ αρχής αν θα είναι μικρό ή μεγάλο;

Όχι, δεν το γνωρίζω, αλλά με τα χρόνια έχω καταφέρει να εστιάζω σε ένα συμβάν της ιδέας μου για το μικροδιήγημα και στο σύνολο για κάτι πιο μεγάλο. Έχει συμβεί να αναπτύξω ένα μικροδιήγημα σε μεγάλο μέγεθος. Αλλά και το αντίστροφο.

Τι σας οδήγησε να γράψετε μικροδιήγημα και τι κοινά στοιχεία μπορεί να έχει με το μυθιστόρημά σας που έχει τίτλο Μπονζάι;

Η ερώτησή σας με έβαλε σε σκέψεις γιατί άρχισα να γράφω αυτά τα πολύ σύντομα κείμενα ίσως διαβάζοντας την εβδομαδιαία στήλη που κρατούσε στην εφημερίδα «El País» ο Γκαρσία Μάρκες. Εκείνες οι ξεκαρδιστικές αλλά και σοφές ιστοριούλες του συγγραφέα με παρακίνησαν να γράψω σε λιγότερο από τριακόσιες λέξεις όλα όσα ήθελα να πω.

Το μυθιστόρημά μου δεν έχει σχέση με το μικροδιήγημα· ο τίτλος του προέρχεται από την ενασχόλησή μου με την ανατολική φιλοσοφία και ιδιαίτερα με την τοποθέτηση λουλουδιών, την Ικεμπάνα και την καλλιέργεια νάνων δέντρων, τα Μπονζάι. Βασίζεται στην ιδέα πως είναι πολύ δύσκολο να μεταφερθεί ένα ριζωμένο δέντρο σε άλλο τόπο και να ευδοκιμήσει. Εκτός κι αν πρόκειται για ένα δέντρο-νάνο!

Συμβαίνει να γράφετε παράλληλα, εννοώ την ίδια χρονική περίοδο δύο διαφορετικά λογοτεχνικά είδη;

Ναι τα δύο αυτά είδη συνυπάρχουν. Όταν διαβάζω πολύ ποίηση γράφω ποιήματα. Τα πεζά ακολουθούν την καθημερινή έμπνευση. Τα τελευταία χρόνια γράφω για λογοτεχνικά περιοδικά ή ημερολόγια με συγκεκριμένο θέμα και με συγκεκριμένο αριθμό λέξεων. Είναι ένα είδος άσκησης που με ευχαριστεί.

Υπάρχουν συγγραφείς που έχουν επηρεάσει ή ακόμα και αλλάξει τον τρόπο που σκέπτεστε και που αντιμετωπίζετε την ζωή;

Νομίζω πως τα τρία χρόνια που δίδαξα Αγγλική λογοτεχνία, ποίηση, πεζό και θέατρο, δηλαδή όταν αναγκάστηκα να μιλήσω για όσα είχα σπουδάσει, ήταν σημαδιακά. Η ζωή μου θα μπορούσα να πω πως ήταν πολυτάραχη, με σκαμπανεβάσματα· η λογοτεχνία μου ανέβασε το ηθικό, άρχισα να γράφω περισσότερο, η συναναστροφή με τους μαθητές με γέμισε ξανά με μια νεανική αισιοδοξία.

Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος που ο Γκαρσία Μάρκες – έχω μεταφράσει όλα τα λογοτεχνικά του κείμενα – αντλεί από τα αυτοβιογραφικά του στοιχεία και τα αφομοιώνει στις ιστορίες του ήταν ένα μεγάλο μάθημα.

Ύστερα έτυχε να μεταφράσω για τον εκδοτικό οίκο που μου τα ζητούσε, δεκατρία βιβλία της Ιζαμπέλ Αλιέντε. Η Χιλιανή συγγραφέας έγινε πασίγνωστη για το «Σπίτι των πνευμάτων». Όμως με επηρέασε περισσότερο η ζωή της παρά το ίδιο το έργο της. Την γνώρισα προσωπικά και για ένα διάστημα αλληλογραφούσαμε μέσω του συντρόφου της. Κάθε 8η Ιανουαρίου ξεκινούσε τη συγγραφή ενός βιβλίου που κρατούσε μερικούς μήνες. Έστελνε τα χειρόγραφα στον εκδότη και άρχιζε να σκέφτεται και να κάνει την έρευνα για το επόμενο. Αυτή η πειθαρχία με καθόρισε. Όπως και η ομολογία της ότι χρησιμοποιεί επίσης αυτοβιογραφικά στοιχεία στα μυθιστορήματά της.

Η μεγάλη άνθιση του  μικροδιηγήματος τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια προέρχεται κυρίως από τις λατινόφωνες χώρες. Πού οφείλεται αυτό κατά την γνώμη σας;

Θα υποθέσω πως μπορεί ο Μπόρχες να έχει επηρεάσει με τα σύντομα διηγήματά του τους Λατίνους. Δεν το έχω σκεφτεί.

Θα μπορούσα όμως να προσθέσω ότι πρόκειται και για μια συνέπεια της ταχύτητας της ζωής μας. Τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα είναι ενίοτε απωθητικά. Σπάνια διαβάζουμε ένα ογκώδες βιβλίο εάν δεν μας το έχει συστήσει κάποιος, ή αν δεν γνωρίζουμε τον συγγραφέα από άλλο έργο του.

Πιστεύετε ότι το έργο του καλλιτέχνη συγκλίνει ή αποκλίνει από την ζωή και τον χαρακτήρα του;

Νομίζω ότι ο καλλιτέχνης και το έργο του είναι δυο διαφορετικά όντα. Ο καλλιτέχνης είναι ένας άνθρωπος όπως όλοι μας με τα προτερήματα, τις αδυναμίες και τα κουσούρια του. Το έργο όμως κρίνεται ξέχωρα από τον δημιουργό του. Καμιά φορά μπορούμε να βρούμε «ομοιότητες», συγκλίσεις όπως τις λέτε, αλλά αυτές δεν έχουν καμιά σημασία για την αξία ενός έργου.

Είχατε την μεγάλη τύχη, με αφορμή την μεταφραστική σας εργασία για το σύνολο του έργου του, να γνωρίσετε από κοντά τον Γκαρσία Μάρκες. Θέλετε να μας μιλήσετε περισσότερο γι’ αυτή την εμπειρία, να μας τον περιγράψετε ως συνομιλητή. Τι κρατάτε εντέλει από αυτή την συνάντηση;

Ήμουν τυχερή πράγματι να τον γνωρίσω και αυτόν και το έργο του. Τον είδα για πρώτη φορά από κοντά το 1981 στο καφέ Les Deux Magots στο Παρίσι. Βρισκόμουν εκεί για ένα χρόνο με την νεογέννητη κόρη μου και τον Κολομβιανό σύζυγό μου. Είχα ήδη μεταφράσει το 1974 ένα διήγημά του για το περιοδικό Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου και είχα αρνηθεί να μεταφράσω τα «Εκατό χρόνια μοναξιά», λόγω όγκου (!) για την Νανά του Κέδρου.

Τον καλέσαμε λοιπόν μαζί με την Μερσέδες στο φοιτητικό διαμέρισμά μας, έφαγε μουσακά, μελιτζανοσαλάτα, τζατζίκι και τηγανιτά κολοκυθάκια, ζήτησε να μάθει τα πάντα για το λογοτεχνικό πανόραμα της Ελλάδας και φεύγοντας με συμβούλευσε να μεταφράσω αμέσως το πιο πρόσφατο βιβλίο του, το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου». Από τότε τον συνάντησα ξανά αρκετές φορές, πάντα στην Κολομβία, σε παρουσιάσεις των βιβλίων του, σε σπίτια κοινών γνωστών και στα φεστιβάλ κινηματογράφου που παρακολουθούσε συστηματικά.

Ο Γκαρσία Μάρκες ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος με αστείρευτο χιούμορ, κοινωνικός, καλλιεργημένος κι εργατικός. Διατηρούσε φιλίες και αλληλογραφία με συγγραφείς από όλο τον κόσμο και με αρχηγούς κρατών και όχι μόνο με τον Φιδέλ Κάστρο· είχε δημοκρατικές ιδέες και δημοσιογραφική περιέργεια. Ένα χαρακτηριστικό του ήταν το απίστευτο μνημονικό του· δεν ξεχνούσε τίποτα! Ειρωνεία της μοίρας του γιατί τέλειωσε τη ζωή του με άνοια…

Μεταφράζοντας τα είκοσι βιβλία του γνώρισα την πατρίδα του, που έγινε και μισή δική μου, την ιστορία, τη μουσική και τον λαό της. Επισκέφτηκα όλους τους τόπους που αναφέρει στις διηγήσεις του και είδα πως ο μαγικός ρεαλισμός του δεν ήταν παρά η δεινή πραγματικότητα εκείνων των χρόνων στην Κολομβία.

Και όπως μου είπε η ατζέντισσα του, η Κάρμεν Μπαλσέλς, του ομώνυμου Καταλάνικου πρακτορείου συγγραφέων, όταν επισκέφθηκε την Αθήνα το 1982 για να δώσει τη νόμιμη άδεια έκδοσης των βιβλίων του νομπελίστα πια Γκαρσία Μάρκες σε εκδοτικό οίκο, «η μετάφραση των έργων του Γκάμπο θα αλλάξει τη ζωή σου, θα το δεις, είναι μαγικός!». Και την άλλαξε πραγματικά.

Σας ευχαριστώ.   

Βιογραφικό Κλαίτη Σωτηριάδου

Βιογραφικό Ηρώ Νικοπούλου