Αλέκα Πλακονούρη, Τρύπα στο ταβάνι, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2024
«Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.» *
Το διακύβευμα είναι η μικρή φόρμα, η οποία τόσο έχει ανθίσει τα τελευταία χρόνια, λόγω της συντομίας της και της πυκνότητάς της. Και αυτό ακριβώς υπηρετεί η νέα συλλογή διηγημάτων της Αλέκας Πλακονούρη. Μετά την τελευταία της συλλογή, η οποία εκδόθηκε το 2021, επίσης, από τις εκδόσεις Κέδρος με τίτλο «Οι δαίμονες του Αρέτσο», εμπνευσμένη από πίνακες του Τζιότο, επιχειρεί και πάλι, με 53 μικροαφηγήσεις, να κινηθεί ανθρωποκεντρικά. Ετούτη η αναδρομή είναι στενά συνδεδεμένη με μνήμες που συνδέονται βιωματικά με τη συγγραφέα και επιτρέπει στον αφηγητή να κινείται συναισθηματικά σε ένα σύμπαν κατά το πλείστον ρεαλιστικό. Ο χρόνος για το αφηγηματικό σύμπαν της Πλακονούρη είναι κάτι εύπλαστο, αφού, εκ προοιμίου, αναφέρεται σε μια αναδρομή. Καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι της αφήγησης, οι κοινωνικές στρεβλώσεις γίνονται όλο και πιο σκληρές, οι συνθήκες όλο και πιο ασφυκτικές και οι αντιδράσεις απέναντι σ’ αυτές συχνά καταλήγουν και τραγικά. Η αφήγηση προσφέρει συχνά σπαρακτικούς μονόλογους, συχνά, με τη μορφή της απεύθυνσης.
Ιστορικός χρόνος είναι το παρελθόν και οι σκιές του, οι οποίες πρωταγωνιστούν αγγίζοντας, σχεδόν σε κάθε μικροαφήγηση, τα όρια του μαγικού ρεαλισμού, καθώς επικοινωνούν με έναν ιδιαίτερο τρόπο, με την σκληρή πραγματικότητα, χαϊδεύοντας παραμυθικά κάθε πληγή, κάθε ενοχή, κάθε σκληρή όψη της πραγματικότητας. Μας προϊδεάζει γι’ αυτήν την ανάδρομη καταβύθιση στον κόσμο της μνήμης, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη, στο «Καλωσόρισμα», το πρώτο μικροδιήγημα της συλλογής, με τη χρήση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, το οποίο, θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως μια εισαγωγή στο αφηγηματικό σύμπαν της Αλέκας Πλακονούρη. «“Δεν μας θυμάσαι”, μου λένε, “μας ξέχασες, κι έχουμε μείνει τόσο καιρό μοναχοί εκεί ακριβώς που μας άφησες… » (σ.σ. 11,13).
Στις αφηγήσεις τής Α. Πλακονούρη, το διακείμενο, συχνά ενδύεται τη μουσική, καθώς άλλοτε δυνατά και άλλοτε υπόκωφα, πίσω, από την απεύθυνση κάποιου συγκλονιστικού εσωτερικού μονολόγου, άλλοτε στο προσκήνιο και άλλοτε στο παρασκήνιο μπορεί ν’ ακούγονται: η σονάτα του σεληνόφωτος, το «Βαλς νούμερο 2» του Σοστακόβιτς, το «Riders onthe storm» των Doors, το «Back to black» της Amy Winehouse, ακόμα και το Ικαριώτικο, «Μες στου Αιγαίου τα νερά» (Γαλήνη, σ. 19) ή ακόμα και ο Bob Marley.
«Δεν ρώτησες τόσο καιρό στα ξένα πώς πέρασα, τρελή, στην ξενιτιά…», (σ. 45), θα τραγουδήσει ο ήρωάς της, στο διήγημα με τίτλο «Τρελή». Ένας ήρωας που δεν είναι άλλος από τον Βασίλη Τσιτσάνη, αφού, στην προσπάθειά του να εξηγήσει το επίθετο «τρελή», θα περιγράψει,με ρήματα κίνησης, τη γυναίκα που του προκάλεσε τόσο θυμό, τόση πίκρα και τόσον ανεκπλήρωτο πόθο. Το ίδιο θα κάνει και στο «Γλέντι» (σελ. 159) περιγράφοντας ένα γλέντι που στο τέλος του είχε ραντεβού με τον θάνατο. Οι χαρακτήρες της, πρωτεύοντες και δευτερεύοντες, θυμίζουν φυσιογνωμίες που ξεπήδησαν από τις ιστορίες της Γαλάτειας Καζαντζάκη, την Έλλης Αλεξίου, της Λιλής Ζωγράφου. Αφηγούνται, πάθη και λάθη, συχνά καταστροφικά.
Τα θηλυκά, και είναι πολλά, στο αφηγηματικό σύμπαν της Α. Πλακονούρη, δεν υποτάσσονται στη μοίρα τους χωρίς αντίσταση. Λάμπουν ακόμα και δια της απουσίας τους. Παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους, παθιάζονται μέχρι θανάτου, παλεύουν σιωπηρά, ακόμα και από τα παρασκήνια. Ωστόσο, σε κάθε μικρή ιστορία της στο τέλος μας περιμένει μια ανατροπή, ευχάριστη ή δυσάρεστη, η οποία είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τα επίγεια και τα γήινα, μα πάντα, πάντα πλανάται ο υπαινιγμός μιας άυλης πραγματικότητας, μιας ελπίδας, πως είναι, υπάρχει κάτι ανώτερο. Ένας παράδεισος, η άλλη μεριά, ένα φιλόξενο αχανές στερέωμα που ο άνθρωπος υποψιάζεται, το ακουμπά με την ψυχή του, την αποκαλύπτει. Πρόκειται για στιγμές. Στιγμές που χάνονται στον χρόνο, ο οποίος “άχρονα”, διαπερνά τα σώματα, τα διαλύει, μετατρέποντας τις μνήμες, μεταλλάσσοντας την ίδια την ύπαρξη.
Θέματά της, ο έρωτας, ο έρωτας κι ο θάνατος, ο έρωτας και η απώλεια. Αφηγήσεις που αγγίζουν τον πόνο και τις οδυνηρές αναμνήσεις με τρυφερότητα, όπως στη (Η Φυσαρμόνικα, σ. 89). Όσα δεν λέγονται, όσα ειπώθηκαν κρυφά, όσα έπρεπε να παραμείνουν θαμμένα πίσω από επιβεβλημένα κοινωνικά στερεότυπα, ζωές σπαταλημένες, ανεκπλήρωτοι πόθοι, έρωτες και πάθη, η φθορά, η πορεία προς τον θάνατο, (Αυτοί και οι άλλοι, σ. 91), ο κοινωνικός ρατσισμός, («Στα τέσσερα», σ. 52), προσδίδουν στη αφήγηση μια δόση από ένα επέκεινα, όχι απαραίτητα, συνυφασμένο με την έννοια της ανυπαρξίας. Θα μπορούσε κάλλιστα να αφορά την άλλη πλευρά της ζωής, τους ματαιωμένους ήρωες της διπλανής πόρτας, όσα δεν επιτρέπει το «περιθώριο» να αποκαλυφθούν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ομώνυμο διήγημα, που αποτελεί και τον τίτλο της συλλογής «Τρύπα στο ταβάνι», (σ. 21), το οποίο φέρει, εκτός των άλλων και την ιδιότητα της φαρσικής αφήγησης, όπου το απαγορευμένο πάθος των χαρακτήρων προκαλεί την κατάρρευση του πατώματος. Καταλήγουν, έτσι γυμνοί, επάνω σ’ ένα γαμήλιο τραπέζι, απ’ όπου το είχαν σκάσει για να γευτούν τον έρωτά τους. Ωστόσο, τη μοναξιά του κοινωνικού στίγματος, απ’ αυτήν την ατυχή συγκυρία, την επιφορτίζεται μόνο το θηλυκό μισό του ζευγαριού.
Ο ωμός ρεαλισμός, είναι συχνά παρών, για να ξεσκεπάσει την κοινωνική αδικία σε βάρος του θηλυκού «Άλλου», το οποίο ασφυκτιά υπηρετώντας έναν βασανιστικό κοινωνικό ρόλο, το οποίο θα φτάσει ακόμα και στο έγκλημα για να απελευθερωθεί, «Περπατάω στους δρόμους, κοιτάζω τους ανθρώπους στα μάτια και βλέπω πράγματα που εκείνοι δεν φαντάζονται πως κουβαλάνε· /…Καμιά φορά παρατηρώ προσεχτικά τις γυναίκες και τότε τα βλέπω. Τα βλέπω παραχωμένα βαθιά μέσα τους, άλλοτε να σκουριάζουν, άλλοτε να βγάζουν φύλλα και άνθη, άλλοτε να στροβιλίζονται στο βαθύτερο χάος τους και άλλοτε να στάζουν αίμα ή γάλα. Τι κι αν τα έχουνε καταπιεί, εγώ τα βλέπω καθαρά μέσα τους τα τσεκούρια.» (σ.σ. 28-31, «Τα τσεκούρια»).
Πρόκειται για μια καταβύθιση στα σκοτάδια της ύπαρξης, όπου ζωντανοί ή νεκροί, ήδη απόντες αναδύονται σέρνοντας πίσω τους αλυσίδες. Ένας αέναος υπαρξιακός αγώνας για ψυχική και συναισθηματική ισορροπία, συναισθηματική ασφάλεια. Κι έτσι, ενώ η σκληρή πραγματικότητα υπηρετεί το αφηγηματικό σύμπαν της Α. Πλακονούρη με προσήλωση, εκείνο διαπαιδαγωγεί τις κόρες του, χτίζοντας τις πεποιθήσεις τους γύρω από έναν κατασκευασμένο κοινωνικό ρόλο. «Γυρνώντας στο σπίτι, τα αναπαριστούσε σε ντελίριο μπροστά στον καθρέφτη· η μάνα της τη βούταγε απ’ το μαλλί, “Πουτάνα θα γίνεις, μωρή;”, και την άρχιζε στα σκαμπίλια για να βάλει μυαλό.», την ίδια στιγμή που μπορεί ν’ αποκαλύπτει άλλη μία κοινωνική στρέβλωση. αυτήν της σωματικής αναπηρίας, η οποία αποκλείει τους ανθρώπους από τα όνειρά τους. «Αφοσίωση, σ. 42).
Η αφήγηση μετακινείται αμφίδρομα, τόσο που είναι σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς την αναδρομή από το παρόν, καθώς η κοινωνική αδικία, διαγράφεται με τις ίδιες χαράξεις, τα ίδια μελανά χρώματα, σαν να πρόκειται για ένα πελώριο καμβά του Καραβάτζιο, όπου ο χρόνος περιλαμβάνεται σε κάθε σύσπαση των προσώπων που δρουν υποφέροντας. Ανεργία, άνθρωποι άστεγοι, το αρσενικό «Άλλο» εγκλωβισμένο στον δικό του ρόλο του κυνηγού, κουβαλητή, κυρίαρχου, παραδέρνεται μέσα στον χρόνο, ομολογώντας τις πληγές του, ανήμπορο να συμφιλιωθεί με την ίδια του την ταυτότητα, αφού κάθε φορά, ο απολογισμός είναι βαρύς κι ασήκωτος. (σ.σ. 54, 60, «Κάτω απ’ τη γέφυρα», «Βραχυχρόνια μίσθωση»), όπου δεν λείπει και το μαύρο χιούμορ, «Σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν τι έπρεπε τάχα να κάνουν για να είναι μαζί τις γιορτές, που πλησίαζαν, και η Ερατώ πρότεινε να κλείσουν ένα μικρό διαμέρισμα βραχυχρόνιας μίσθωσης για λίγες μέρες – ας πούμε τρεις μέρες τα Χριστούγεννα και τρεις την Πρωτοχρονιά, μέχρι εκεί βαστούσε η τσέπη τους…/ο φίλος τους ο Ορέστης, γνωστός για το ιδιότυπο και πολλές φορές άσχημο χιούμορ του, «Άντε και του χρόνου οι παντρεμένοι στα σπίτια τους», τους ευχήθηκε και γέλασαν – θαρρείς από υποχρέωση – όλοι.»
Φαντάσματα του παρελθόντος ξεπηδούν, πρόθυμα, να διηγηθούν την ιστορία τους. Ζωές ξοδεμένες, απ’ όπου ξεχειλίζει το άδικο. Από το πάλκο του Τσιτσάνη, στην εξορία αυτού που οι μετεμφυλιακοί αυτόχθονες ονόμασαν «Παραπέτασμα», (CURRICULUM VITAE), σ. 67). Μια ξενιτιά, εντός κι εκτός των συνόρων, εντός κι εκτός των τειχών και των τοίχων που ορίζουν τον μικρόκοσμο της κάθε ύπαρξης.
Το φως δεν εγκαταλείπει το σκηνικό της αφήγησης της Αλέκας Πλακονούρη, καθώς ξετυλίγει το κουβάρι των μικροαφηγήσεων της μέχρι και το τελευταίο. Διακρίνεται πίσω από τη φθορά, πριν τον επιθανάτιο ρόγχο .«Ήρθε το άσπρο φως και με ξύπνησε. Εκείνο μου φόρεσε τα ρούχα και τα παπούτσια και μ’ έβγαλε νωρίς στους δρόμους…» (σ. 103). Μα στην πραγματικότητα αυτό που ξεπηδά ισχυρό κι ακλόνητο είναι η αγάπη για τη ζωή. Για τη ζωή, όπως αυτή θα έπρεπε να είναι. Είναι ο άνθρωπος, χωρίς εξαίρεση στο φύλο, γυμνός, απροστάτευτος. Είναι η ύπαρξη που αναζητά το φως, μέσα απ’ το τραύμα. «Δεν μπορώ να βλέπω σκάλες, σου λέω, ούτε ν’ ανεβαίνω σε δαύτες. Σφίγγεται το στομάχι μου και μου ’ρχεται να ξεράσω τα σωθικά μου.» (σ. 147). Ζητά να το θεραπεύσει, να το υπερβεί, να το εξαλείψει, να ενωθεί με αυτό που Είναι.
Στη (σ. 165) κάνει μια στάση και μ’ ένα μικροκείμενο αφιερωμένο στην ποίηση καταθέτει όλο της το πάθος για αυτό που λέγεται ζωή, με μια αντίφαση, καθώς το διακείμενο, με τις λέξεις του Καρυωτάκη, σκιαγραφεί την αντίθεση. Είναι αυτό ακριβώς που θέλει να δηλώσει, όλο της το αφηγηματικό σύμπαν. «Η ζωή που δεν έζησα», ίσως να ένας υπότιτλος που θα του ταίριαζε. Η ζωή που δεν χόρτασα, τα νιάτα που κυλούν σαν αστραπή, ένα σώμα από πηλό, που όμως το αγαπούν οι ήρωές της, το απολαμβάνουν, ακόμα κι αν το φθονούν, μα ξέρουν καλά πως η ψυχή που το κατοικεί είναι άφθαρτη, αέναη, και το δηλώνουν.
«Μη λειαίνεις τις λέξεις, μη γλύφεις τον λόγο, φτιάξε ορύγματα και κρατήρες, σκάψε λαγούμια, άνοιξε τάφρους, βρες τα πολύτιμα, τα χαμένα. Δες τα όλα αλλιώς, σαν να πρέπει τώρα ν’ αλλάξουν, σαν να πρέπει κι εσύ να κριθείς απ’ το πόσο φαρμάκι αντέχεις, απ’ το πόσο θες να γδάρεις το δέρμα», θα της ψιθυρίσει ο ποιητής.
Εκείνη, ωστόσο, μέσω της ηρωίδας της κοιτά : «…τα μάτια των ανθρώπων προσδοκά την ωραιότητα, την αρτιότητα και την αρμονία, που – το πιθανότερο – η ίδια ποτέ δεν θα μπορέσει να φανταστεί ως όλον, ποτέ δεν θα δει και βεβαίως ούτε θα απολαύσει.»
«Ωσεί παρούσα για πάντα όμως.», θα υποστηρίζει τη ζωή. (σ.σ. 167,168)._
*ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, Τρία κρυφά ποιήματα, ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ, «ΣΤ΄. Πότε θα ξαναμιλήσεις;»
(Από την προμετωπίδα της συλλογής)